Ο βετεράνος ποοσφαιριστής του "Δικεφάλου", που σήμερα "έφυγε" από τη ζωή, είχε δώσει μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο επίσημο περιοδικό της ΠΑΕ εξηγώντας - μεταξύ άλλων - το "γιατί" αποφάσισε να γεμίσει τη ζωή του από ΠΑΟΚ

Ο Νότης Τσίντογλου δε μένει πια εδώ. Σε ηλικία 89 ετών ο βετεράνος ποδοσφαιριστής του ΠΑΟΚ άφησε την τελευταία του πνοή σήμερα φεύγοντας για τη γειτονιά των αγγέλων. Πριν από τρία χρόνια είχε δώσει μια άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο επίσημο περιοδικό της ΠΑΕ την οποία οι άνθρωποι του “Δικεφάλου” έφεραν εκ νέου στο προσκήνιο με τίτλο: “Νότης Τσίντογλου – Οι αναμνήσεις ζουν για πάντα”. Όπως αναφέρουν σχετικά: “Ήταν ο παππούς που όλοι θέλαμε να έχουμε. Να κάθεται ήρεμος στην πολυθρόνα του και ν’ αφηγείται με τις ώρες τις ιστορίες της νιότης του. Μ’ αυτό τον ευγενικό λόγο και τη σπίθα στο βλέμμα. Και η αλήθεια είναι ότι θα μας λείψει πολύ. Το 2017 μας είχε παραχωρήσει μία απολαυστική συνέντευξη στο Toumba Magazine.

Ας θυμηθούμε λοιπόν ποιος ήταν ο Νότης Τσίντογλου, μέσα από τα δικά του λόγια, όπως δημοσιεύτηκαν στο 9ο τεύχος του επίσημου περιοδικού του Δικεφάλου:

Έμαθα τη μπάλα στα νταμάρια, δίπλα στα μνήματα στο συνοικισμό της Ευαγγελίστριας. Έπαιζα σε μία πλατεία και στο παλιό γήπεδο του Ηρακλή στα Πανεπιστήμια. Ένας φύλακας του Ηρακλή με είχε δει και με κυνηγούσε να πάω εκεί.

Στο στρατό συμμετείχα σε πανελλήνιους αγώνες στίβου και ήρθα τρίτος στα 800 μέτρα. Ο Νίκος Ζαχαριάδης μου είπε να πάω μαζί του και μου υποσχέθηκε ότι θα με κάνει πρωταθλητή. «Νίκο θα κάνω αυτό που αγαπάω», του απάντησα. Κι ασχολήθηκα με το ποδόσφαιρο.

Ως κορυφαία στιγμή της καριέρας μου κρατάω μία με την φανέλα του λιμενικού. Οργίασα. Πέτυχα ένα γκολ με κρέμασμα του τερματοφύλακα και σε μία άλλη φάση πέρασα τους πάντες, ακόμα και τον τερματοφύλακα, έφτασα πάνω στην γραμμή και έδωσα πάσα σε συμπαίκτη μου. Μπήκαν μέσα οι φίλαθλοι, με σήκωσαν στα χέρια τους και με κάναν γύρες στο γήπεδο.

Αγωνιζόμουν ως εξτρέμ με… ανάποδο πόδι, μια μεγάλη καινοτομία για την εποχή. Έπαιζα στα αριστερά, αλλά είχα δεξί πόδι και δυσκόλευα πολύ τους αντιπάλους που δεν είχαν συνηθίσει κάτι τέτοιο.

Ήμουν είρωνας στο γήπεδο. Μου άρεσε να πειράζω πολύ τους αντιπάλους. Τους περνούσα και γύριζα να τους ξαναπεράσω. Μιλούσα συνεχώς στο γήπεδο και σε αντιπάλους και σε συμπαίκτες.

Θυμάμαι τον προπονητή μας, τον Βίλλυ Σέφτσικ, να με αποκαλεί «Γκραμοφόν» γιατί ήμουν κάτι σαν προπονητής στον αγωνιστικό χώρο.  Ήξερα πολύ την μπάλα και είχα άνεση στο παιχνίδι μου, ενώ οι συμπαίκτες μου ήταν αφοσιωμένοι και δεν μιλούσαν. Έδινα συνεχώς οδηγίες.

Οι αγωνιστικές συνθήκες δεν έχουν σχέση με τις σημερινές. Τα γήπεδα γεμάτα λάσπη, οι παροχές μηδαμινές και τα λεφτά ούτε για δείγμα. Ερχόταν στο ημίχρονο και μας έφερναν δέκα γκαζόζες. Αν λέγαμε «είμαστε 11 εμείς», μας απαντούσαν, «έλα μωρέ, ο τερματοφύλακας δεν έτρεξε». Παίζαμε με την ψυχή μας, όμως. Πονούσαμε την φανέλα και την ομάδα και αγαπούσαμε αυτό που κάναμε.

Έζησα όλο το ιστορικό της κατασκευής της Τούμπας, η οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις ενέργειες του κ. Δημάδη, ο οποίος πήγε κόντρα στις πολιτικές του πεποιθήσεις για να καταφέρει να βάλει τις βάσεις για το γήπεδο. Αγωνίστηκα στο πρώτο παιχνίδι που έγινε εκεί, το φιλικό κόντρα στην ΑΕΚ.

Είχα μία γεμάτη ζωή στον ΠΑΟΚ, δεν μπορώ να πω ότι έχω απωθημένα. Θα ήθελα να είχα καταφέρει να αγωνιστώ με την Εθνική Ελλάδας. Για εμάς τους «βόρειους» ήταν δύσκολα εκείνη την εποχή. Είχα μπει στην προεπιλογή για αγώνες, αλλά ένας τραυματισμός δεν με άφησε να αγωνιστώ.

Σταμάτησα το ποδόσφαιρο στα 29, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Τότε δεν είχαμε καμία αμοιβή. Θα μπορούσα σίγουρα να παίξω άλλα τρία χρόνια, αλλά ήταν δική μου επιλογή. Ο καλός μου φίλος και πρώην προπονητής μου, ο Κλεάνθης Βικελίδης, μου ζήτησε να πάω στην σχολή προπονητών για να συνεχίσω από τον πάγκο. Του είπα πως δεν γίνεται γιατί δεν θα μπορούσα να πάω σε άλλη ομάδα πέρα από τον ΠΑΟΚ.

Μετά το τέλος της καριέρας μου υπηρέτησα τον ΠΑΟΚ από διάφορα πόστα. 15 μέρες αφού κρέμασα κυριολεκτικά τα παπούτσια μου στα αποδυτήρια μετά από μία νίκη κόντρα στον Πανκορινθιακό με 5-2, έγινα μέλος της διοίκησης του συλλόγου. Διετέλεσα σύμβουλος παρά τω προέδρω σε αθλητικά ζητήματα και για 13 χρόνια ήμουν υπεύθυνος γηπέδου.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήμουν ο τεχνικός διευθυντής της χρυσής ομάδας του ‘70. Είχα πάντα τον τελευταίο λόγο για την ολοκλήρωση μιας μεταγραφής. Παρουσίαζαν έναν παίκτη στον Παντελάκη και εκείνος έλεγε: «Ο Τσίντογλου τι είπε;». Αν δεν είχα δει τον παίκτη δεν ερχόταν στον ΠΑΟΚ. Κούδας, Αποστολιδης, Ασλανίδης, Τερζανίδης, Σαράφης, Φουντουκίδης και τόσοι άλλοι…

Θυμάμαι χαρακτηριστικά την περίπτωση του Κώστα Ιωσηφίδη. Κάποιοι άνθρωποι της ομάδας είχαν πάει να τον παρακολουθήσουν. Είπαν στον πρόεδρο ότι ήταν ένα μαϊμουνάκι και δεν κάνει για τον ΠΑΟΚ. «Να τον δει ο Τσίντογλου», πρόσταξε. «Πρόεδρε πάρτον, θα γίνει καλός παίκτης», του είπα και τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

Είχα πάντα μία θεωρία για το ποδόσφαιρο. Δεν χρειάζεται να ξέρεις μπάλα, χρειάζεται να ξέρεις να παίζεις μπάλα. Παράδειγμα ο Σαράφης δεν ήξερε μπάλα, αλλά ήξερε να παίζει. Έβλεπε τον Κούδα να βγαίνει από τα άκρα, έτρεχε μέσα στην περιοχή, σέντρα, κεφαλιά, γκολ.

Ζήσαμε μοναδικές στιγμές στον ΠΑΟΚ. Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν πιο μικρή. Ο κόσμος μας σταματούσε στον δρόμο, μας αγκάλιαζε, μας φιλούσε. Βέβαια ήμουν ασυμβίβαστος. Πολλές φορές ως διοικητικός είχα έρθει σε ρήξη με τους συνδέσμους. Θεωρούσα ότι οι σύνδεσμοι έπρεπε να στηρίζουν το σωματείο, κι όχι το σωματείο αυτούς.

Δεν έχω σταματήσει στιγμή να παρακολουθώ τον ΠΑΟΚ. Ακόμα και τώρα που δεν μπορώ να πάω στο γήπεδο, δεν χάνω αγώνα. Κι όχι μόνο ποδόσφαιρο. Όταν βλέπω τον Δικέφαλο σταματάω και παρακολουθώ. Μπάσκετ, χάντμπολ, πόλο. Τα πάντα.

Είναι μεγάλη υπόθεση για τον ΠΑΟΚ ο Σαββίδης. Στο ποδόσφαιρο έχουμε καλή ομάδα, αλλά το βασικό είναι ότι δεν έχουμε οικονομικά θέματα πλέον. Το ρόστερ είναι καλό, αλλά είμαστε και λίγο άτυχοι.

Ήρθε η ώρα ο ΠΑΟΚ να πάρει τίτλους. Παραδοσιακά θα έπρεπε να έχει περισσότερους τίτλους. Μέχρι τώρα οι «από κάτω» είχαν υπέρ τους το παρασκήνιο και την διαιτησία. Στην ομάδα του ’70 έκλεψαν τρία πρωταθλήματα. Στα δικά μου χρόνια, όταν έπαιζα, ερχόταν οι Νότιοι με τέσσερις ξένους ο καθένας, δηλωμένους ως Έλληνες. Έστηναν κληρώσεις. Τραβούσαν το χαρτάκι, Ολυμπιακός, ερχόταν ο επόμενος, τραβούσε, Αιγάλεω. Πλέον αυτό έχει αλλάξει.

Να σας πω την αλήθεια, ακόμα και τώρα βλέπω τους παίκτες σήμερα και ζηλεύω. Δεν ζηλεύω τα λεφτά που παίρνουν. Ζηλεύω τα γήπεδα, τον ωραίο κόσμο. Κάθε φορά που βλέπω τον ΠΑΟΚ, μπαίνω στην θέση των παικτών και το ζω.

Είμαι περήφανος που συνέδεσα το όνομά μου με τον ΠΑΟΚ. Είναι το μόνο πράγμα που δεν πρόκειται να μετανιώσω ποτέ. Είναι κάτι το οποίο μετέδωσα και στα παιδιά και είμαι περήφανος που είμαι ΠΑΟΚτσής.

Ο πατέρας μου είχε δώσει μία συμβουλή: «Η ζωή σου, παιδί μου, να είναι γιομάτη». Κι εγώ τον άκουσα και την ζωή μου την γέμισα με ΠΑΟΚ…”