Ο Γιώργος Κούδας αποτέλεσε πρόσωπο-κλειδί στην εξέλιξη των σχέσεων μεταξύ του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού στο διηνεκές του χρόνου. Το στόρι γύρω από τη μεταγραφή του από τους «ασπρόμαυρους» στους «ερυθρόλευκους», που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, ήταν η αιτία (για άλλους η αφορμή) να ξεκινήσει μια βεντέτα ανάμεσα στους δύο συλλόγους, ανάμεσα σε δύο κόσμους καλύτερα, η οποία κρατάει ακόμη. Με το πέρασμα των ετών, βεβαίως, προστέθηκαν πολλά, μα πάρα πολλά επεισόδια…
Όλα ξεκίνησαν το 1966. Ο πατέρας του Γιώργου Κούδα, Γιάννης, είχε την ιδέα να ανοίξει ένα ουζερί στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην οδό Καστριτσίου, στο 15, δίπλα στο «Αχίλλειον». Οι οικονομίες της οικογένειας, όμως, δεν ήταν αρκετές. Έτσι, μέσω του Γιώργου ζήτησε από τη διοίκηση του ΠΑΟΚ να στηρίξει οικονομικά την προσπάθεια για να στηθεί το μαγαζί.
Πράγματι, η διοίκηση του συλλόγου, με πρόεδρο τότε τον Δημήτρη Δημάδη, υποσχέθηκε να βοηθήσει. Το σκεπτικό ήταν ότι θα γινόταν εκεί ένα ΠΑΟΚτσήδικο στέκι στην καρδιά της πόλης, ενώ θα στηριζόταν κι η προσπάθεια ενός παίκτη, που υποσχόταν πολλά, πάρα πολλά για το μέλλον και του ίδιου, αλλά και του «Δικέφαλου».
Η ρήξη Κούδα-ΠΑΟΚ
Σε διοικητικό συμβούλιο των παραγόντων του ΠΑΟΚ, όπου συζητήθηκε το θέμα, αποφασίστηκε να πληρωθεί ολόκληρο το κόστος κατασκευής και λειτουργίας, που ανερχόταν στις 130.000 δραχμές. Η συνέχεια, όμως, ήταν διαφορετική. Στα εγκαίνια του καταστήματος το «ταμείο» ήταν μόλις 10.000 δραχμές, με τον επίσημο ΠΑΟΚ και τον Γιώργο Παντελάκη να απουσιάζουν. Η κόντρα άρχισε να μεγεθύνεται, καθώς σύμφωνα με τον Γιάννη Κούδα, η διοίκηση δεν πλήρωνε τα γραμμάτια στα οποία υπήρχε η υπογραφή του γιού του, Γιώργου.
Το ποσό ήταν μεγάλο για την εποχή και η κατάσταση για την οικογένεια Κούδα δεν ήταν εύκολη. Ο Γιώργος καλούνταν να πληρώσει πάνω από 100.000 δραχμές, σε μια εποχή που ο μηνιαίος μισθός με το ζόρι έφτανε στις 3.000 δραχμές. Ο πατέρας του Γιώργου είχε δύο χαρακτηριστικά: αφενός ήθελε να είναι απολύτως εντάξει στις συμφωνίες του κι αφετέρου θύμωνε όταν ένιωθε ότι τον κοροϊδεύουν. Πάνω στο θυμό του, λοιπόν, είπε στον Γιώργο: «δεν θα ξαναπαίξεις στον ΠΑΟΚ»!
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι ήδη υπήρχε ενδιαφέρον από τις μεγάλες ομάδες για την απόκτηση του βιρτουόζου νεαρού τότε παίκτη του ΠΑΟΚ, του μεγαλύτερου ταλέντου της Βόρειας Ελλάδας. Οι αθλητικές εφημερίδες εφημερίδες της εποχής («Αθλητική Ηχώ» και «Φως»), έγραφαν ότι ο Ολυμπιακός προσέφερε στον «Δικέφαλο» 800.000 δραχμές και πέντε ποδοσφαιριστές, τους Αυγητίδη, Πλέσσα, Ν. Σιδέρη, Κυπριανίδη και Νεοφώτιστο, ενώ ο Παναθηναϊκός 1.000.000 δραχμές και τέσσερα μεγάλα ονόματα, τους Λουκανίδη, Βουτσαρά, Παπαεμμανουήλ και Παπουλίδη!
Μάλιστα, ο Παναθηναϊκός ήταν ο πρώτος που πλησίασε την οικογένεια Κούδα, προκειμένου να καταφέρει να κάνει τη μεταγραφή. Στις 13 Απριλίου του 1966, ο Αντώνης Μαντζαβελάκης, γενικός αρχηγός και έφορος του ποδοσφαιρικού τμήματος των «πρασίνων», ταξίδευσε στη Θεσσαλονίκη και συναντήθηκε με τον Γιάννη Κούδα σε ένα κατάστημα της οδού Τσιμισκή. Η πρόταση που έκανε προς τον πατέρα του ποδοσφαιριστή ήταν άκρως δελεαστική: τετραετές συμβόλαιο, με μηνιαίο μισθό 10.000 δραχμές! Η απάντηση του τελευταίου, όμως, ήταν αρνητική, καθώς μέχρι τότε δεν υπήρχε κανένα παράπονο από τη διοίκηση του «Δικεφάλου», ενώ περίμενε να αποκαταστήσει επαγγελματικά ο σύλλογος το γιο του, δίνοντας λύση στο οικονομικό πρόβλημα της οικογένειας.
Η κάθοδος στον Πειραιά
Εφόσον ο ΠΑΟΚ αθέτησε την υπόσχεσή του, λοιπόν, για αποπληρωμή του κόστους της έναρξης λειτουργίας του καταστήματος, επήλθε η ρήξη στις σχέσεις με την οικογένεια του Γιώργου Κούδα. Έτσι, τον Ιούλιο του 1966, ο Γιώργος βρέθηκε στον Πειραιά. Ο πατέρας του, Γιάννης, με δημόσια επιστολή έδωσε τη δική του εκδοχή των γεγονότων, ενώ σε απάντηση αυτής, η διοίκηση του ΠΑΟΚ τόνιζε ότι δεν υπάρχει περίπτωση παραχώρησης του Γιώργου Κούδα σε οποιαδήποτε ομάδα, όποια και ανταλλάγματα κι αν προσφερθούν.
Στις 14 Ιουλίου του 1966 ο Γιώργος Κούδας συζητούσε με τη διοίκηση του Ολυμπιακού τις λεπτομέρειες της μεταγραφής. Φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη είχε δηλώσει: «Δεν πρόκειται να ξαναπαίξω στον ΠΑΟΚ. Εγώ και η οικογένειά μου υπομείναμε πολλά και φτάσαμε σε σημείο να στερηθούμε ακόμη και την τροφή. Τα υπομείναμε γιατί αγαπούσαμε και εξακολουθούμε να αγαπούμε τον ΠΑΟΚ. Πέραν όμως, από αυτό, δεν ανέχομαι από κανέναν να αποκαλεί εμένα και την οικογένειά μου εκβιαστές… Το σωματείον “Ολυμπιακός”, εις το οποίο μόνος μου ζήτησα να πάω, μού παρέχει εγγυήσεις ότι θα με προσέξει».
Η τότε διοίκηση Ανδριανόπουλου στον Ολυμπιακό έχει πλησιάσει τον πατέρα του Κούδα, με τον εξωδιοικητικό παράγοντα και φίλο των «ερυθρολεύκων», Διονύση Μολφέτα, να παίζει σπουδαίο ρόλο στην υπόθεση, και του έχει υποσχεθεί ότι θα εξασφαλίσει το μέλλον του γιου του. Παράλληλα, είχε αναλάβει την υποχρέωση να ανοίξει κι ένα ουζερί για τον ίδιο, όπως κι έγινε. Μάλιστα, για την ιστορία, το μαγαζί αυτό στο Πασαλιμάνι το κράτησε για χρόνια ο πατέρας του Γιώργου Κούδα, ακόμη κι όταν ο γιος του επέστρεψε στον ΠΑΟΚ το 1968.
Το ξεκίνημα της μεγάλης βεντέτας
Η αρχή στη ρήξη των σχέσεων των δύο συλλόγων μόλις είχε γίνει, ενώ οι τίτλοι στις εφημερίδες της εποχής έριχναν λάδι στη φωτιά. Η Ελλάδα άρχισε να χωρίζεται σε Βόρειους και Νότιους. Δεδομένης δε της ιδεολογίας της οικογένειας Κούδα, που ανήκε στην Αριστερά, ο διαχωρισμός ήταν ανάμεσα και σε Δεξιούς και Αριστερούς!
Η κατάσταση επιδεινώθηκε, όταν ο Γιώργος Κούδας αποδέχθηκε την πρόταση του Ολυμπιακού, που προέβλεπε συμβόλαιο με μηνιαίο μισθό 8.000 δραχμές και αργότερα, τον Οκτώβριο του ’66, όταν ξεκίνησε προπονήσεις με την ομάδα. Τον παίκτη είχε εντοπίσει για λογαριασμό των «ερυθρόλευκων» και αξιολογήσει ως ένα από τα σπουδαιότερα ταλέντα της εποχής ο Μάρτον Μπούκοβι, προπονητής τότε του Ολυμπιακού.
Ο Γιώργος Κούδας τότε υπηρετούσε τη θητεία του στο Λιμενικό Σώμα. Πολλοί πίστευαν ότι το γεγονός αυτό θα έφερνε, βάσει ενός ισχύοντα νόμου, τον ποδοσφαιριστή πιο κοντά στην ολοκλήρωση της μεταγραφής, την οποία οι «ασπρόμαυροι» είχαν απορρίψει ασυζητητί ακόμη και όταν επίσημα οι Πειραιώτες χτύπησαν την πόρτα τους. Είχαν προχωρήσει σε τιμωρία του ποδοσφαιριστή, το θέμα του οποίου, δεδομένης της τεράστιας έκτασης που είχε πάρει στη Θεσσαλονίκη, έφτασε να συζητηθεί ακόμη και στη Γενική Συνέλευση της ΕΣΑΠ, της σημερινής ΕΠΟ, με τον Γιώργο Παντελάκη από πλευράς ΠΑΟΚ να ζητάει ξεκαθάρισμα της υπόθεσης, αλλά τους παράγοντες του ελληνικού ποδοσφαίρου να μην μπορούν ή να αποφεύγουν να πάρουν κάποια οριστική απόφαση.
Ο Γιώργος Κούδας στον Ολυμπιακό έκανε μόνο προπονήσεις και έπαιξε σε κάποια φιλικά παιχνίδια, εφόσον η μεταγραφή δεν οριστικοποιήθηκε ποτέ. Στις 16 Απριλίου του 1967, μάλιστα, λίγες μόλις μέρες πριν το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών και την εγκαθίδρυση της Χούντας, εκατοντάδες φίλοι του ΠΑΟΚ έκαναν κατάληψη στο γήπεδο του Πιερικού, στο οποίο έπαιζε ο Ολυμπιακός με αντίπαλο την ομάδα της Κατερίνης. Ο αγώνας δεν τελείωσε ποτέ! Οι φίλοι του «Δικεφάλου» έστειλαν μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση ότι ήταν αποφασισμένοι να χωρίσουν την Ελλάδα στα δύο, σε Βορρά και Νότο. Σε δύσκολες πολιτικά εποχές, ο κίνδυνος ήταν ορατός, ενώ κάποιοι έφτασαν να συζητούν ότι υπάρχει κίνδυνος ακόμα και για εμφύλια σύρραξη!
Στου Ρέντη, έστω στις προπονήσεις, που γίνονταν μπροστά σε 3.000 κόσμο (!), ο Κούδας συνέθετε ένα εξαιρετικό δίδυμο με τον Γιώργο Σιδέρη, ο οποίος τον υποδέχθηκε στον Πειραιά και τον έβλεπε σαν αδερφό του. Στη Θεσσαλονίκη, όμως, οι φίλοι του ΠΑΟΚ εξαγριωμένοι προχώρησαν μέχρι και σε δολιοφθορές στο κατάστημα της οικογένειας Κούδα, το οποίο λειτουργούσε υπό την επίβλεψη του μεγάλου αδερφού, Θανάση, καθώς ο πατέρας του παίκτη είχε ήδη μετακομίσει στον Πειραιά.
Οι πιέσεις προς τη διοίκηση του ΠΑΟΚ ήταν αφόρητες από όλες τις πλευρές για να κλείσει η μεταγραφή. Ωστόσο ο Γιώργος Παντελάκης, γενικός γραμματέας της διοίκησης, δεν έκανε πίσω, ούτε ενέδωσε στις απειλές των Συνταγματαρχών, με τον Γιώργο Κούδα να επισημαίνει μετά από χρόνια ότι οι φωτογραφίες του στον Τύπο της εποχής, στο Καραϊσκάκη, με την ερυθρόλευκη φανέλα, σε προπονήσεις δίπλα στον Σιδέρη και τον Μποτίνο, έπαιξαν αρνητικό ρόλο στην ολοκλήρωση της μεταγραφής.
Δεν ήταν, όμως, μόνο οι φωτογραφίες στον Τύπο. Οι εκδηλώσεις λατρείας των φίλων του Ολυμπιακού σε κάθε βήμα του Γιώργου Κούδα στο Πασαλιμάνι έκαναν έξαλλους τους ΠΑΟΚτσήδες, που είδαν τον αγαπημένο τους παίκτη να αγωνίζεται με την ερυθρόλευκη φανέλα σε δύο παιχνίδια προετοιμασίας, κόντρα στη Φαρούλ (ήττα με 3-0) στην Κονστάντζα της Ρουμανίας και τη Σπαρτάκ (0-0) στο Πλόβντιβ της Βουλγαρίας. Πριν από την έναρξη του αγώνα ΠΑΟΚ – ΑΕΚ (1-0) το Νοέμβριο του 1966, έξω από την Τούμπα πετάχτηκαν φέιγ βολάν με στόχο τον πατέρα του ποδοσφαιριστή.
Έγραφαν μεταξύ άλλων ότι «… η θεία δίκη γρήγορα θα’ ρθει να σ’ αγκαλιάσει και στου Γεντί τις φυλακές θα σε κατασταλάξει…», «… ο Πειραιάς εθόλωσε το βρώμικο μυαλό σου και σαν το δούλο επούλησες τον άμοιρο τον γιό σου…», όπως και ότι «… επούλησες το σπλάχνο σου, του ΠΑΟΚ το καμάρι, μα πάλι ο Δικέφαλος πίσω θα τον επάρει…».
Η μεγάλη επιστροφή στον ΠΑΟΚ
Αργότερα, το 1967, η Χούντα βλέποντας το αδιέξοδο, προχώρησε σε αλλαγή της ισχύουσας νομοθεσίας περί μετάθεσης-μεταγραφής ποδοσφαιριστών σε ομάδες κοντά στον τόπο όπου υπηρετούν τη στρατιωτική θητεία τους, όπως συνέβαινε με τον Κούδα. Στις 24 Ιανουαρίου του 1968, ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης, Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού της Χούντας, ξεκαθάρισε ορθά κοφτά ότι ο ποδοσφαιριστής θα επιστρέψει στον ΠΑΟΚ, όποια απόφαση και αν έβγαζαν τα δικαστήρια, εκεί όπου είχαν προσφύγει από την πλευρά τους και οι «ερυθρόλευκοι».
Ο Ασλανίδης είχε προτείνει στη διοίκηση του ΠΑΟΚ να συμφωνήσει να αγωνιστεί ο Γιώργος Κούδας δύο χρόνια στον Ολυμπιακό και να επιστρέψει στο «Δικέφαλο», όμως, οι «ασπρόμαυροι» διοικούντες ούτε αυτή την πρόταση έκαναν αποδεκτή. Έτσι τον Αύγουστο του 1968 ήρθε η στιγμή της μεγάλης επιστροφής του παίκτη στη Θεσσαλονίκη και τον ΠΑΟΚ!
Η συμμετοχή του με την Εθνική ομάδα των Ενόπλων στο Παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1968, στη Βαγδάτη, έπαιξε ίσως τον πιο καθοριστικό ρόλο στο τέλος του σίριαλ. Ο Κούδας ήταν ο κορυφαίος της Εθνικής που κατέκτησε το Κύπελλο και επέστρεψε θριαμβεύτρια στην Αθήνα μαζί με τους στρατιωτικούς της Χούντας, οι οποίοι την είχαν συνοδέψει στο ταξίδι της. Ένας εξ αυτών, ο αντισυνταγματάρχης Παπαποστόλου, ορισμένος επίτροπος στον Ολυμπιακό, όπως έχει εξιστορήσει ο ίδιος ο Γιώργος Κούδας, «…μέσα στην ωραία ατμόσφαιρα γυρίζει με πιάνει σε μία εκδήλωση και μου λέει “κοίταξε να δεις, είμαι Ολυμπιακός, αλλά θέλω να σε βλέπω στο γήπεδο, σήκω και γύρνα στον ΠΑΟΚ. Με αυτούς εδώ (σ.σ. τους στρατιωτικούς) δεν θα πάρεις ποτέ μεταγραφή στον Ολυμπιακό”». Ο λόγος του ήταν καταλυτικός.
Ο Γιώργος Κούδας, αφού πρώτα μάλωσε με τον πατέρα του και έκανε έξι χρόνια για να του μιλήσει ξανά, καθώς ήταν ανένδοτος στην επιστροφή του γιου του στον ΠΑΟΚ, ταξίδεψε στην Καβάλα, εκεί όπου ο κυβερνητικός επίτροπος του «Δικεφάλου», συνταγματάρχης Παρμενίωνας Χαρίστος, του έδωσε «συγχωροχάρτι». Στις 2 Αυγούστου του 1968 επέστρεψε οριστικά στη Θεσσαλονίκη, με χιλιάδες ΠΑΟΚτσήδες να τον υποδέχονται στη Λέσχη του Συλλόγου, επί της Παύλου Μελά.
Η μεταγραφή του Κούδα στον Ολυμπιακό δεν έγινε ποτέ. Η Ελλάδα δεν χωρίστηκε στα δύο, όμως, η βεντέτα ανάμεσα στους δύο συλλόγους παρέμεινε. Η ιστορία μπορεί να έχει μπει στο χρονοντούλαπο, όμως, η αύρα της πλανιέται πάντα στις αναμετρήσεις μεταξύ των δύο λαοφιλέστατων ελληνικών ομάδων.
Πώς τα φέρνει η ζωή…
Ο Γιώργος Κούδας έχει παίξει σε περισσότερα από 700 επίσημα παιχνίδια με τον ΠΑΟΚ, αλλά ένα είναι το πιο ξεχωριστό και ιδιαίτερο ματς της ζωής του, όπως ο ίδιος έχει πει. Μάλιστα, δεν έγινε ούτε στη Θεσσαλονίκη, ούτε στον Πειραιά, αλλά στις Σέρρες χωρίς τηλεοπτική κάλυψη εξαιτίας απόφασης του Γιώργου Παντελάκη. Είναι το ματς, στο οποίο πέτυχε το πιο όμορφο γκολ με τη φανέλα του ΠΑΟΚ, αυτό απέναντι στον Ολυμπιακό, μπροστά στα μάτια δύο ανθρώπων, οι οποίοι για διαφορετικούς λόγους σημάδεψαν την ποδοσφαιρική διαδρομή και τη ζωή του: τον πατέρα του Γιάννη και τον Γιώργο Σιδέρη. Ένα γκολ – ποίημα, το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει σε εικόνα, παραμένει όμως το απόλυτο highlight της ένδοξης καριέρας του…
Ο πατέρας του όλο κι όλο τον είδε να παίζει δύο φορές, σ’ εκείνο το ματς με τον Ολυμπιακό και στο αποχαιρετιστήριο παιχνίδι με την Εθνική Σερβίας στην Τούμπα. Τότε, λοιπόν, τον είχε παρακινήσει να πάνε μαζί στις Σέρρες ο Γιώργος Σιδέρης. Πήγαν στο γήπεδο παρέα και με το που έβαλε το γκολ ο Γιώργος, ο Σιδέρης πήρε τον κυρ Γιάννη από το χέρι για να φύγουν. Όπως έχει πει ο ίδιος ο Γιώργος Κούδας, οι φίλοι του ΠΑΟΚ τον ρώτησαν: “Κύριε Σιδέρη, που πηγαίνετε;”, για να απαντήσει αυτός, “τι περιμένετε άλλο να δείτε; Βγείτε έξω και πληρώστε εισιτήριο για το υπόλοιπο ματς!”