Ο Μεγαλέξανδρος του ΠΑΟΚ, Γιώργος Κούδας πάντα έχει κάτι ενδιαφέρον να πει. Ο βετεράνος ποδοσφαιριστής του «Δικεφάλου», μια από τις πλέον εμβληματικές μορφές στην ιστορία του συλλόγου, έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη, άκρως προσωποκεντρική όπου και μίλησε για άγνωστες πτυχές του παρελθόντος σε σημεία σταθμούς στη ζωή και στην καριέρα του, κάνοντας αναφορά και στο παρόν
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Ο Μεγαλέξανδρος του ΠΑΟΚ, Γιώργος Κούδας πάντα έχει κάτι ενδιαφέρον να πει. Ο βετεράνος ποδοσφαιριστής του «Δικεφάλου», μια από τις πλέον εμβληματικές μορφές στην ιστορία του συλλόγου, έδωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη, άκρως προσωποκεντρική στο «Documento» όπου και μίλησε για άγνωστες πτυχές του παρελθόντος σε σημεία σταθμούς στη ζωή και στην καριέρα του, κάνοντας αναφορά και στο παρόν. Πιο συγκεκριμένα …
– Κύριε Κούδα, μεγαλώσατε σε εποχές σκοτεινές και δύσκολες.
«Ο πατέρας μου ήταν ανέκαθεν πολιτικοποιημένος, δηλωμένος αριστερός. Για λίγο τον έστειλαν και εξορία. Θυμάμαι, έπαιρνε την εφημερίδα του, την Αυγή, και πήγαινε στο σωματείο των σερβιτόρων, όπου ήταν γενικός γραμματέας. Έπειτα, μου έδινε τα ψώνια και ξεκινούσε για τα γραφεία της ΕΔΑ. Ε, λοιπόν, υπήρχε ένας μαυριδερός τύπος μας ακολουθούσε παντού. Για την ακρίβεια, δεν ήταν ένας, αλλά 2-3, που άλλαζαν βάρδιες. Φαίνονταν από τη φυσιογνωμία, ότι ήταν από την Ασφάλεια. Τους έβλεπα κάθε πρωί, μόλις έβγαινα από το σπίτι. Όλα μου τα χρόνια, σαν παιδί, είχα τον ασφαλίτη για ίσκιο».
–
–
Ζήσατε την προσφυγιά στο πετσί σας.
«Μα και εμείς πρόσφυγες ήμασταν. Η ανέχεια και οι ανάγκες της οικογένειας που μεγάλωνε μας ανάγκασαν να αλλάξουμε πέντε σπίτια. Όταν ήμουν 6-7 χρονών, ζούσαμε δέκα οικογένειες σε ένα τούρκικο σπίτι με κοινή αυλή, με μία κουζίνα και μία τουαλέτα που τη μοιραζόμασταν όλοι. Επαιζα όλη μέρα μπάλα και μετά η μάνα μου με έπλενε σε μία σκάφη. Είχαμε ένα καζάνι για να καθαρίζουμε τα ρούχα και δύο κατσαρόλες, για να φάμε όλοι. Αλλά έτσι μαθαίνεις την αλληλεγγύη. Ένας για όλους και όλοι για έναν. Η προσφυγιά και η φτώχεια ήταν προνόμιο. Και το ταλέντο μου στο ποδόσφαιρο ήταν σαν να έπιασα το λαχείο».
– Το τόπι το κλωτσήσατε για πρώτη φορά στη Λαχαναγορά.
«Ναι, πάνω στις κοπριές από τα άλογα και τα γαϊδούρια, από τα κάρα που φόρτωναν την πραμάτεια για να την πουλήσουν και στις γειτονιές. Και στις κοτρώνες! Στο τέλος όμως μάζευα όμως μία σακούλα με φρούτα και λαχανικά και την πήγαινα στο σπίτι για να τη μοιραστούμε όλοι. Ντομάτες, ροδάκινα, καρότα, ό,τι μας έδιναν. Οι καιροί ήταν δύσκολοι, αλλά οι ήττες σε διδάσκουν περισσότερα από τις νίκες. ‘Οταν πετυχαίνεις κάτι μέσα από τις δυσκολίες η ευτυχία γίνεται μεγαλύτερη. Και η γεύση της ντομάτας πιο γλυκιά».
– Ο πατέρας σας σάς μιλούσε για τον κομμουνισμό.
«Μου έλεγε ότι χωρίς το Στάλινγκραντ η Ευρώπη θα έπεφτε στα χέρια του Χίτλερ και θα υπέκυπτε στον φασισμό. Κάποτε ταξίδεψα στη Ρωσία και μου ζήτησε να του φέρω κάτι ασπιρίνες που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα. Πήγα στο μαγαζί και ζήτησα δέκα, αλλά δεν μου έδιναν περισσότερες από 1-2. Ταυτόχρονα, έβλεπα που περίμεναν στην ουρά για μία φραντζόλα ψωμί και άλλα αγαθά. «Βρε πατέρα, εσύ μου έλεγες ότι όλα στον κομμουνισμό θα είναι δωρεάν, ότι θα υπάρχει δικαιοσύνη, σπουδές για όλους. Εδώ όμως δεν μου δίνουν ούτε ασπιρίνες». Και ο μπαρμπα Γιάννης απαντούσε ότι ο ανθρώπινος παράγων αλλοιώνει τα πάντα. Αντί να δίνουν τα λεφτά στον φτωχό λαό, τον εκμεταλλεύονται και τα ξοδεύουν σε εξοπλισμούς. Δεν υπάρχει αγάπη στην καρδιά. «Εάν εφάρμοζαν τη θεωρία του Λένιν και του Μαρξ, μπορεί να ήταν όλα τέλεια», μου έλεγε. Η θεωρία είναι σωστή. Αλλά πότε εφαρμόστηκε και πού, μου λες;»
– Ζήσατε τη δολοφονία του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, ενώ το πραξικόπημα σας βρήκε στον Πειραιά, σε ηλικία 20 χρονών.
«Κατέβηκα στον Ολυμπιακό το 1966, ωστόσο δεν είχα δικαίωμα συμμετοχής σε επίσημους αγώνες. Έκανα μόνο προπονήσεις, αλλά με είχαν βάλει στο Λιμενικό και είχαμε μόλις επιστρέψει από κάποιο παιχνίδι της Εθνικής Ενόπλων. Μοίραζα 2-3 συμπαίκτες μου με το αυτοκίνητο στα σπίτια τους και στον γυρισμό από τα Μέγαρα, όπου άφησα τον Σάκη Κουβά, βλέπω μπροστά μου τανκς. Τανκς! Μας σταματάνε τρεις στρατιώτες και μας προστάζουν: «Γρήγορα στα σπίτια σας». Τους δείχνω το πηλίκιο του λιμενοφύλακα και μου λένε: «Να πας στη μονάδα σου τότε». Γύρισα σπίτι, αλλά τα ξημερώματα χτύπησε το κουδούνι».
– Κακό σημάδι, κουδούνι μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα.
«Ήταν μήνυμα από τη μάνα μου. «Πήραν τον πατέρα σου και τον πήγαν στο Αστυνομικό Τμήμα Καστέλλας». Έτρεξα τρομαγμένος. Μπροστά στους αστυνομικούς, ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου, που φάνηκα θρασύς. «Είμαι ο Γιώργος ο Κούδας», τους είπα. Είχα και άγνοια κινδύνου. Πού να ξέραμε, τι σημαίνει δικτατορία; Ευτυχώς έπιασε το κόλπο, βοήθησαν και κάποιοι από τον Ολυμπιακό, οπότε τον άφησαν, τον πατέρα μου».
– Παραμείνατε στο στόχαστρο, ως αριστεροί;
«Η αλήθεια είναι ότι δεν αντιμετώπισα προβλήματα στα χρόνια της χούντας. Ήμουν και ήσυχος χαρακτήρας. Απέφευγα τη δράση και μετρούσα τα πράγματα. Δεν ήθελα να πληρώσει η οικογένειά μου, για κάτι που θα έκανα εγώ. Τρομάζεις, όταν βλέπεις να παίρνουν τον πατέρα σου. Τι είδους αριστερός είμαι, πιστεύω ότι το έδειξα με τη στάση ζωής μου. Ποτέ δεν κοίταξα μόνο την πάρτη μου. Έτσι γεννήθηκα, έτσι γαλουχήθηκα. Μικρός θυμάμαι τα στρατιωτικά τολ, έξω από το γήπεδο της Τούμπας που τότε χτιζόταν. Στο καθένα από αυτά ζούσαν 5-10 οικογένειες προσφύγων. Και κάποιοι φασίστες, ρατσιστές της εποχής, μας συμβούλευαν να μη περνάμε από εκεί. «Αυτοί είναι από την Κωνσταντινούπολη», έλεγαν, «Είναι Τούρκοι». Μα τι Τούρκοι; Δεν είναι αυτοί άνθρωποι σαν εμάς; Και μάλιστα κυνηγημένοι, ξεριζωμένοι».
– Το «Βούλγαροι» ήρθε αργότερα.
«Όχι. Από τότε υπήρχε. Στον πρώτο αγώνα μου κιόλας, τις 21 Δεκεμβρίου 1963 στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας με αντίπαλο τον Εθνικό Πειραιώς, μας φώναζαν από την εξέδρα «Βούλγαρους». Δεκαεφτά χρονών παιδί εγώ, με έπιασε το παράπονο. Ένιωσα πολύ άσχημα. «Έλληνας είμαι», έλεγα στον πατέρα μου. «Μακεδόνας». Εικοσιεφτά χρόνια στον ΠΑΟΚ, με δίδαξαν ότι στο DNA του είναι δημοκρατικό σωματείο. Αυτό το πανεπιστήμιο πέρασα εγώ. Το ανοιχτό, του δρόμου. Έζησα στους κόλπους του ΠΑΟΚ, από τότε που θεμελίωναν το γήπεδο της Τούμπας, το 1956-57. «Σπάσε μια υπογραφούλα», μου είπαν τότε, μόλις με είδε ο Βίλι Σέφσκι να κοντρολάρω εύκολα τη μπάλα. Και μόλις υπέγραψα: «Καπάντζα! Πιάστηκε το πουλάκι».
– Και δεν σας ενοχλεί η σημερινή εικόνα, με τους χρυσαυγίτες στην εξέδρα;
«Το πρόβλημα με το κράτος μας, είναι ότι περνάει νόμους και δεν τους εφαρμόζει. Ο καθένας έχει δέκα παράθυρα. Δεν μπορούμε να εξαλείψουμε ένα φαινόμενο, αλλά μπορούμε να το διαχειριστούμε. Πώς να αλλάξεις το πιστεύω κάποιου; Προσωπικά θα προσπαθούσα να αλλάξω τη λογική και τη συμπεριφορά τους. Εάν έχεις μέσα σου το κακό, μη δηλητηριάζεις και τους άλλους. Κράτα το για τον εαυτό σου και για το σπίτι σου.
– Η Θεσσαλονίκη ζει ταραγμένη εποχή, με το μακεδονικό.
«Ο κόσμος είναι απογοητευμένος από την πολιτική. Πρώτη φορά αριστερά, ισχυρίζεσαι. Αφού είναι έτσι, μη κάνεις τα ίδια λάθη των άλλων και μη λες ψέματα. Κοίταξε τον κόσμο στα μάτια και δώσε του ελπίδα. Τα ζήσαμε τα «θα» και τα «αν». Μη τα γυρίζεις μία έτσι και μία αλλιώς. Ξέρουμε ποιος μας έβαλε μέσα, πάμε παρακάτω τώρα. Όσα έχουμε πάθει ως λαός, τα έχουμε πάθει από λάθη δικά μας. Έτσι δεν είναι; Ακόμα και οι πρόγονοι που έδωσαν τα φώτα στον Κόσμο είμαι σίγουρος ότι θα τσακώνονταν μεταξύ τους. Τον έχουμε στο αίμα μας τον διχασμό…»
– Χρήματα πιάσατε ποτέ στα χέρια σας;
«Όταν έφερα στο σπίτι το πρώτο χιλιάρικο, πριμ για μία νίκη επί του Ολυμπιακού, ο πατέρας μου με έπιασε από τον γιακά. Ήταν άσχετος από ποδόσφαιρο και πολύ αυστηρός. Το δικό του μεροκάματο ήταν 100-120 δραχμές. Αλλά και εγώ συνέχισα να εργάζομαι παράλληλα με τη μπάλα. Δούλευα σε ένα ξενοδοχείο, όπου από γκρουμ έφτασα να γίνω ρεσεψιονίστ. Το πρακτορείο του ΟΠΑΠ που βλέπετε, με αφίσες από παίκτες όλων των ομάδων, το έχω από το 1972. Ποτέ δεν σταμάτησα να δουλεύω, όσο το ποδόσφαιρο ήταν ερασιτεχνικό. Τα λεφτά από τα πριμ τα πήγαινα στο σπίτι και τα έδινα στην οικογένεια. «Πόσα θέλεις;» με ρωτούσε πάντοτε ο πατέρας. «Πόσα χρειάζεσαι;» Μου άρεσε να ντύνομαι με ωραία ρούχα. Όταν όμως αγόραζα καινούρια παπούτσια η μάνα μου έκλαιγε, γιατί ήξερε ότι μέσα σε μία εβδομάδα θα άνοιγαν από το ποδόσφαιρο, στα μάρμαρα του Διοικητηρίου».
– Με τον πατέρα σας τα σπάσατε όταν κατεβήκατε στον Πειραιά για να παίξετε στον Ολυμπιακό. Μείνατε δύο χρόνια εκεί, ώσπου η μετεγγραφή ματαιώθηκε.
«Δεν του άρεσε στον πατέρα μου, που ήμουν αθλητής. Έβγαζε το Θ και έλεγε ότι αθλητής ίσον αλήτης. Εκείνος ήθελε να παίξω στον Ολυμπιακό, αλλά ο Παντελάκης δεν σκόπευε να με πουλήσει. Ούτε η δικτατορία ήθελε να προχωρήσει αυτή η μεταγραφή. «Φοβόμαστε ότι θα γίνει εμφύλιος και θα κοπεί η Ελλάδα στα δύο», μου έλεγαν οι συνοδοί στα ταξίδια της Εθνικής Ενόπλων. Εγώ τι μπορούσα να κάνω; Τότε είχα δύο οικογένειες>: τον ΠΑΟΚ και την πραγματική μου οικογένεια. Η διαφωνία του πατέρα μου με τον Παντελάκη ήταν σαν σύγκρουση γιγάντων. Δύο δημοκρατικοί άνθρωποι φέρθηκαν σαν φασίστες και σκοτώθηκαν μεταξύ τους! Έτσι, πέρασαν δύο χρόνια χωρίς να παίζω σε αγώνες. Του έλεγα: «Πατέρα, τι θα κάνω αν μείνω στον Πειραιά; Να γίνω καφετζής στο μαγαζί σου; Εκτελωνιστής μήπως;» Είχα καψουρευτεί κιόλας, τη μετέπειτα πρώτη γυναίκα μου, αλλά αυτό ήταν άλλη ιστορία. Από το 1968 και για έξι χρόνια, δεν μιλούσαμε με τον πατέρα μου. Μόνο στη μάνα μου τηλεφωνούσα κρυφά».
– Και δεν τον συναντούσατε ποτέ;
«Ένα βράδυ πήγα αργά από την ταβέρνα του στο Πασαλιμάνι, την ώρα που σχολούσε. Κόλλησα το πρόσωπο στο τζάμι του αυτοκινήτου και τον κοίταζα παγωμένος. Αλλά σηκώθηκα και έφυγα. Αργότερα μου τηλεφώνησε η μητέρα μου: «Βρε Γιώργο, δεν ντρέπεσαι; Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί δεν του μίλησες; Τον ξέρεις τον μπαρμπα Γιάννη, όλο το βράδυ έκλαιγε». Τελικά τα ξαναβρήκαμε μετά τον γάμο της αδελφής μου, το 1974. Στη ζωή, μαθαίνεις να συγχωρείς. Όταν συγχωρεθείς για την αμαρτία σου, θα συγχωρήσεις και εσύ τον άλλον για τη δική του. Στους γονείς μου έδωσα τα πάντα, στα τελευταία χρόνια της ζωής τους, για να ξεπληρώσω όσα μου πρόσφεραν εκείνοι».
– Παρατηρώ ότι μιλάτε συνεχώς, για τον πατέρα σας. Και με συγκινείτε.
«Εγώ να δείτε, πώς συγκινούμαι όταν τον θυμάμαι. Ο μπαρμπα Γιάννης ο Κούδας ήταν γεμάτος ανθρωπιά. Αυτός τοποθέτησε τα θεμέλια, για να γίνω εγώ άνθρωπος. Έχω πάνω μου τη σφραγίδα του».
– Επιστρέψατε δριμύτερος στον ΠΑΟΚ, το 1968.
«Την είχα πάρει από καιρό την απόφασή μου. Ο εγωισμός μου με βοήθησε να μείνω δυνατός. Όταν έβαλα το δεύτερο γκολ στον Παναθηναϊκό, στον τελικό του Κυπέλλου του 1972, τότε και μόνο τότε πήγα να πανηγυρίσω στην εξέδρα. Ένιωθα ότι χρωστούσα σε αυτόν τον κόσμο έναν τίτλο, ιδίως μετά τον χαμένο τελικό του 1970, με τον Άρη, όταν αστόχησα σε πέναλτι. Ήταν κάτι σαν δικαίωση, αυτό το τρόπαιο, το πρώτο του ΠΑΟΚ».
– Γιατί αποφεύγατε συστηματικά τον πανηγυρισμό με τους φιλάθλους;
«Το γκολ ήταν η δική μας στιγμή. Των παικτών. Ο κόσμος είχε όλο τον χρόνο να πανηγυρίσει αργότερα. Άλλωστε, το γκολ δεν ανήκει μόνο στον σκόρερ, αλλά και σε αυτόν που έδωσε την πάσα, στον άλλον που έκοψε τον αντίπαλο, στον τερματοφύλακα, σε όλους τους συμπαίκτες. Ακόμα και όταν ο Γκουερίνο πέτυχε το 1-0 που θα μας έδινε το πρωτάθλημα του 1976, απέναντι στην ΑΕΚ, πήγα και τον κατέβασα από την Θύρα 4. «Να τελειώσουμε τη δουλειά και πανηγυρίζουμε μετά», τον μάλωσα. Αν μας ισοφαρίσουν και χάσουμε τον τίτλο, τι θα κάνεις μετά; Θα πας στην εξέδρα ζητήσεις συγγνώμη; Ο μεγάλος παίκτης είναι αυτός που μπορεί να ελέγχει τα συναισθήματα της στιγμής. Κάποιες στιγμές, βέβαια, ξεφεύγουμε όλοι».
– Θα γινόσασταν ξανά σημαία του ΠΑΟΚ, εάν ξεκινούσατε την καριέρα σας σήμερα;
«Δεν ξέρω πώς θα λειτουργούσα και πώς θα ήταν ο χαρακτήρας μου. Ναι, θα ήθελα να παραμείνω ίδιος. Θα ήταν εφικτό, ίσως; Είναι και διαφορετικοί οι πειρασμοί. Τότε αρνήθηκα τις προτάσεις από το εξωτερικό επειδή υπήρχε ο φόβος για το άγνωστο. Θα συναντούσα το ίδιο κλίμα, αν πήγαινα να ζήσω στην Ισπανία; Θα ήμουν και εκεί αρχηγός; «Έλα στη Μπάρτσα», μου είπε ο Κρόιφ. «Και τι να έρθω να κάνω; Να σου γυαλίζω τον πάγκο και να περιμένω να τραυματιστείς;» Εμένα δεν με ενδιέφεραν τα χρήματα. Με ενδιέφερε να παίζω μπάλα».
– Τι συμβουλή θα δίνατε, αν σας πλησίαζε σήμερα ένα παιδί;
«Αυτό που θα επιλέξει να κάνει στη ζωή του, να το αγαπήσει όσο γίνεται περισσότερο. Όπως έκανα εγώ. «Να μπούμε στο γήπεδο να παίξουμε για να το χαρούμε», έλεγα στους συμπαίκτες μου. «Και αν είναι να έρθει και το πριμάκι, θα έρθει». Επίσης, να φέρεται αντρίκεια και να φοράει παντελόνια. Παντελόνια φοράει εκείνος που λέει την αλήθεια, ώστε να είναι ο λόγος του συμβόλαιο. Όπως ήταν του Παντελάκη».
– Ο Έλληνας έχει αλλάξει πολύ στα χρόνια που πέρασαν.
«Το πνευματικό επίπεδο στις νεότερες γενιές είναι αυξημένο. Εμείς σκεφτόμασταν μέχρι το 4 ή το 5, αλλά τα σημερινά παιδιά φτάνουν στο 9 και στο 10. Δεν είχαμε την πληροφορία και τα ερεθίσματα, τότε. Το μόνο που παραμένει αναλλοίωτο είναι το «μαλάκα». Δεν ακούς άλλη κουβέντα! Ξέρετε τι έλεγε ο πατέρας μου; «Το μαλάκωσες πολύ, βρε παιδί μου…».
– Ο Γιάννης Ιωαννίδης σας συμβούλευσε να γίνετε πιο σκληρός.
«Δεν τον άκουσα, όμως. Ούτε ήμουν σκληρός χαρακτήρας ούτε έγινα ποτέ. Δύσκολο, να αλλάξει ο άνθρωπος. Μπορώ να συγχωρήσω ακόμα και το πιο μεγάλο λάθος. Όποιος δεν κάνει λάθος, στη ζωή, δεν μαθαίνει».
– Μέσα στο γήπεδο της Τούμπας έστησαν το άγαλμά σας. Θυμάμαι τη συγκίνησή σας, από τα ρεπορτάζ των ημερών.
«Δεν υπάρχει πια, όμως. Το γκρέμισαν οι «επιστήμονες» και δεν ξαναφτιάχτηκε. Έβαλαν προτομή του Κατσούρη στη θέση του. Πάντως δεν μου αρέσει η προβολή. Όταν πρωτοείδα τη φωτογραφία μου σε πρωτοσέλιδο, τρόμαξα. Μάλιστα ο τίτλος έλεγε ότι «ο Κούδας αξίζει 2 εκατομμύρια» και ο περιπτεράς πρόσθεσε ένα μηδενικό και το έκανε 20. Δεν ήξερα πού να κρυφτώ».
– Ακολούθησε, πολύ αργότερα, το περίφημο τραγούδι του Μανώλη Ρασούλη.
«Ούτε που το ήξερα εγώ, όταν το πρωτάκουσα τυχαία στο ραδιόφωνο.
«Ούτε που το ήξερα εγώ, όταν το πρωτάκουσα τυχαία στο ραδιόφωνο.
«Τι έκανα και λένε το όνομά μου;» αναρωτήθηκα. Δεν είχε και αθλητικά εκείνη την ημέρα. Όταν σήμερα με συστήνουν σε κάποια κυρία, απαντώ: «Μπορεί να μη με γνωρίζετε, αλλά είμαι βέβαιος ότι με έχετε χορέψει». Ίσως και πάνω σε κάποιο τραπέζι! Είναι φοβερό το τραγούδι, από κάθε άποψη. Στίχοι, μουσική, εκτέλεση. Ο άνθρωπος που έγραψε τα λόγια, ο Πέτρος Βαγιόπουλος, ήταν γείτονάς μου».
– Ποια στιγμή της ζωής σας θα θέλατε να ζήσετε ξανά;
«Δεν είναι εύκολο να απομονώσω μόνο μία. Αλλά πώς να μη θυμάσαι τη συνάντηση με έναν Μίκη Θεοδωράκη, έναν Μάνο Κατράκη; Ή το αγκάλιασμα με τον Νίκο Σταυρίδη; Οι άνθρωποι αυτοί έγραψαν την Ιστορία. Μπορεί να πέρασαν 30-40 χρόνια από τότε που τους γνώρισα, αλλά τους θυμάμαι ακόμα με νοσταλγία».
– Ο σημερινός Κούδας ποιος είναι;
«Ο τωρινός αρχηγός του ΠΑΟΚ, o Βιεϊρίνια. Μπορεί να έσπασε το καλούπι που έβγαλε τον Κούδα, αλλά βλέπω δικά μου στοιχεία στην ταυτότητά του. Είναι ηγέτης, όχι μόνο στο γήπεδο, αλλά και στα αποδυτήρια. Τη ζηλεύω τη σημερινή ομάδα και θα ήθελα να ξαναγίνω νέος για να παίξω σε αυτήν».
– Σε αγωνιστικά χαρακτηριστικά, υπάρχει σήμερα παίκτης που έχει ίδιο στυλ με το δικό σας; Σας πρόλαβα, αλλά σας θυμάμαι αμυδρά και στα τελειώματα.
«Ο Λιονέλ Μέσι, αλλά τα πέντε στοιχεία που είχα εγώ εκείνος τα έχει κάνει εκατό. Τον βλέπω και παραμιλάω. Αμφιβάλλω αν θα ξαναγεννηθεί τέτοιος παίκτης. Βέβαια εγώ κάπνιζα τα τσιγάρα μου και ήμουν μποέμ, ενώ οι τωρινοί παίζουν δώδεκα μήνες ποδόσφαιρο, στον βωμό του χρήματος. Πρέπει να καταλάβουν οι υπεύθυνοι, ότι ο αθλητής δεν είναι μηχανή. Θα καεί και το κορμί και το μυαλό τους. Ακόμα και το αυτοκίνητο θέλει σέρβις πότε πότε».
– ‘Εχετε θέση συμβούλου στην ΠΑΕ ΠΑΟΚ, Ο Ιβάν Σαββίδης τι σημαίνει για εσάς;
«Είναι το θείο δώρο που έστειλε ο Θεός στον ΠΑΟΚ! Βάζει τα λεφτά του, αλλά πάνω απ’ όλα είναι άνθρωπος και σέβεται την καταγωγή του. Δίνει ψωμί για να φάει ο κόσμος και βοηθάει όσους έχουν ανάγκη. Μόλις πρόσφατα δώρισε 250.000 ευρώ για να προμηθευτεί καινούρια μηχανήματα η Πολυκλινική του ΑΧΕΠΑ, αυτή που δώρισε ο Γιώργος Παντελάκης. Κάθε Κυριακή, προσφέρει μέρος των εισπράξεων σε παιδιά που αντιμετωπίζουν προβλήματα».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ