Συγκλονιστικές στιγμές στο Ολίμπικο της Ρώμης, όπου ο Φραντσέσκο Τότι έδωσε την τελευταία του παράσταση με τη φανέλα της αγαπημένης του Ρόμα.
Μετά από 24 χρόνια στους «τζιαλορόσι», ο Τότι «κρέμασε» τα παπούτσια του φορώντας τη φανέλα της ομάδας στην οποία έμεινε πιστός για μια ζωή.
Οι φίλοι της Ρόμα κατέκλυσαν το Ολίμπικο (70.000) ευχαριστώντας με το δικό τους τρόπο το είδωλό τους, που αρκετές φορές δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τη συγκίνηση και τα δάκρυά του.
Παίρνοντας το μικρόφωνο μετά το τέλος του αγώνα, ο Τότι είπε:
«Ήρθε η ώρα… Δυστυχώς, έφτασε αυτή η στιγμή που ευχόμουν να μην έρθει ποτέ. Αυτές τις μέρες έχουν ειπωθεί τόσα πολλά πράγματα για μένα, όμορφα, πολύ όμορφα. Ήσασταν δίπλα μου στα εύκολα και στα δύσκολα, για αυτό θέλω να σας ευχαριστήσω όλους», είπε εμφανώς συγκινημένος και συνέχισε: «Όλες αυτές τις μέρες έκλαιγα μόνος, συνέχεια, σαν τρελός, γιατί 25 χρόνια δεν γίνεται να ξεχαστούν. Με εσάς που με στηρίξατε πάντα… Σας ευχαριστώ όλους, παρότι δεν είναι εύκολο.
Γράψαμε ένα γράμμα για εσάς. Δεν ξέρω αν θα καταφέρω να το διαβάσω. Θα προσπαθήσω. Πρέπει να αναπνεύσω. Συγγνώμη, δεν είναι εύκολο. Θα το κάνω, αλλά θα αργήσω. Αν πεινάτε, είναι ώρα για δείπνο. Θα μείνω εδώ για άλλα 25 χρόνια ακόμα».
Στη συνέχεια διάβασε το γράμμα που είχε ετοιμάσει:
«Ευχαριστώ, Ρόμα.
Ευχαριστώ τη μητέρα μου και τον πατέρα, τον αδερφό μου, τους συγγενείς μου και τους φίλους μου.
Ευχαριστώ τη σύζυγό μου και τα τρία μου παιδιά.
Θέλω να ξεκινήσω από το τέλος, από τα αντίο, γιατί δεν ξέρω αν θα καταφέρω να διαβάσω αυτές τις γραμμές.
Είναι αδύνατον να συνοψίσεις 28 χρόνια σε λίγες προτάσεις.
Θα ήθελα να το κάνω με ένα τραγούδι ή ποίημα, αλλά δεν μπορώ να γράψω κανένα.
Όλα αυτά τα χρόνια προσπάθησα να εκφραστώ μέσω των ποδιών μου, τα οποία έκαναν τα πάντα πιο εύκολα για μένα από τότε που ήμουν παιδί.
Μιλώντας για παιδικά χρόνια, μπορείτε να μαντέψετε ποιο ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι; Μια μπάλα ποδοσφαίρου, φυσικά. Και είναι ακόμα.
Έρχεται η ώρα που μεγαλώνεις -έτσι μου είπαν, και αυτό αποφάσισε ο χρόνος.
Καταραμένος χρόνος.
Στις 17 Ιουνίου του 2001, όλοι θέλαμε ο χρόνος να περάσει λίγο πιο γρήγορα.
Ανυπομονούσαμε να ακούσουμε τον διαιτητή να σφυρίζει για τελευταία φορά.
Ακόμα και τώρα ανατριχιάζω όταν το σκέφτομαι.
Σήμερα, ο χρόνος ήρθε να μου χτυπήσει τον ώμο και να μου πει:
“Πρέπει να μεγαλώσουμε. Από αύριο θα είσαι ενήλικος. Βγάλε αυτό το σορτσάκι και τα παπούτσια, γιατί από σήμερα είσαι άντρας. Δεν μπορείς πια να απολαμβάνεις τη μυρωδιά του γρασιδιού, τον ήλιο στο πρόσωπό σου όπως πέφτεις προς το τέρμα του αντιπάλου, την αδρεναλίνη να σε καταλαμβάνει, την ευχαρίστηση των πανηγυρισμών”.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων μηνών, αναρωτήθηκα γιατί ακόμα με ξεσηκώνει αυτό το όνειρο.
Φαντάσου ότι είσαι παιδί, βλέπεις ένα καλό όνειρο και η μητέρα σου σε ξυπνάει για να πας σχολείο.
Θέλεις να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι. Προσπαθείς να γλιστρήσεις ξανά πίσω στο όνειρο, αλλά δεν θα μπορείς ποτέ.
Αυτή τη φορά δεν είναι όνειρο, αλλά πραγματικότητα.
Και δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να γυρίσω πίσω.
Θέλω να αφιερώσω αυτό το γράμμα σε όλους εσάς, όλα τα παιδιά που με υποστηρίξατε.
Όσους ήταν παιδιά χθες, που μεγάλωσαν και έγιναν γονείς και στα παιδιά του σήμερα, που ίσως φωνάζουν “Tottigol”
Μου αρέσει να σκέφτομαι πως για εσάς, η καριέρα μου έγινε ένα παραμύθι.
Τώρα είναι το πραγματικό τέλος.
Θα βγάλω αυτή τη φανέλα για τελευταία φορά.
Θα την φυλάξω, ακόμα και αν δεν είμαι έτοιμος να πω “φτάνει”. Ίσως δεν θα είμαι ποτέ.
Συγχωρέστε με που δεν έδωσα συνεντεύξεις και δεν ξεκαθάρισα τις σκέψεις μου, αλλά δεν ήταν εύκολο για εμένα να “σβήσω το φως”.
Φοβάμαι. Δεν είναι ο ίδιος φόβος που νιώθεις όταν στέκεσαι μπροστά στο τέρμα, έτοιμος να εκτελέσεις πέναλτι.
Αυτή τη φορά δεν μπορώ να σκεφτώ πως θα μοιάζει το μέλλον μέσα από τις τρύπες του διχτυού.
Επιτρέψτε μου να φοβάμαι.
Αυτή τη φορά, είμαι εγώ που χρειάζομαι εσάς και την αγάπη που πάντα μου δείχνετε.
Με την υποστήριξή σας, κατάφερε να γυρίσω σελίδα και να ριχτώ σε μια νέα περιπέτεια.
Ήρθε η ώρα να ευχαριστήσω όλους τους συμπαίκτες μου, τους προπονητές, τους διευθυντές, τους προέδρους και όλους όσους συνεργαστήκαμε.
Για τους οπαδούς και το “Curva Sud”, που αποτελούν το φως για όλους τους Ρωμαίους.
Το να γεννιέσαι στη Ρώμη και να είσαι οπαδός της Ρόμα είναι προνόμια.
Το να είσαι αρχηγός αυτής της ομάδας είναι τιμή.
Είστε –και πάντα θα είστε- η ζωή μου. Δεν θα σας διασκεδάζω πια με τα πόδια μου, αλλά η καρδιά μου πάντα θα είναι εκεί για εσάς.
Τώρα, θα κατέβω τα σκαλοπάτια και θα μπω στα αποδυτήρια που με υποδέχτηκαν ως παιδί και που τώρα αποχωρώ ως άνδρας.
Είμαι υπερήφανος και χαρούμενος που ζήσαμε 28 χρόνια αγάπης.
Σας αγαπώ».