Μια ιστορία που μοιάζει με παραμύθι. Μια ιστορία που ξεκίνησε από το ναδίρ κι έφτασε στο ζενίθ. Μια ιστορία με πίκρα, δάκρυ πόνο, αλλά και αγώνα και δικαίωση και καταξίωση.

Μια ιστορία που μοιάζει με παραμύθι. Μια ιστορία που ξεκίνησε από το ναδίρ κι έφτασε στο ζενίθ. Μια ιστορία με πίκρα, δάκρυ πόνο, αλλά και αγώνα και δικαίωση και καταξίωση. 
Θα μπορούσε άνετα να γυριστεί και ταινία. Είναι απλά η ζωή του Ρομέλου Λουκάκου, όπως την διηγήθηκε στο «playerstribune». Κι ειλικρινά αξίζει να την απολαύσετε…. Ξεκινάει κάπως έτσι….

ΤΑ ΔΥΣΚΟΛΑ ΧΡΟΝΙΑ

Θυμάμαι ακριβώς την μέρα που δεν είχαμε να φάμε. Θυμάμαι ακριβώς την έκφραση στο πρόσωπο της μητέρας μου μπροστά στην ανοικτή πόρτα του ψυγείου.

Ήμουν έξι χρονών και γύρισα σπίτι για κολατσιό στο διάλειμμα από το σχολείο. Κάθε μέρα τρώγαμε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Ψωμί και γάλα. Όταν είσαι παιδί δεν το σκέφτεσαι αλλά κατάλαβα ότι απλά αυτά ήταν εκείνα που μπορούσαμε να είχαμε. 

Κάποια μέρα γύρισα σπίτι και μπήκα μέσα στην κουζίνα και είδα την μητέρα μου να κρατά ένα μπουκάλι γάλα όπως συνήθως. Όμως το κοίταζε παράξενα και το κούναγε πάνω κάτω. Μετά χαμογελώντας ήρθε να μου βάλει στο ποτήρι σα να μην συνέβαινε τίποτε. Όμως κατάλαβα. Το είχε ανακατέψει με νερό. Δεν είχαμε χρήματα για να κρατήσει το μπουκάλι όλη την βδομάδα. Ήμασταν άποροι. Όχι απλά φτωχοί, άποροι. 

Ο πατέρας μου υπήρξε επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αλλά στο τέλος της καριέρας του δεν είχε καθόλου χρήματα. Το πρώτο που κόψαμε θυμάμαι ήταν η καλωδιακή τηλεόραση. Τέλος το ποδόσφαιρο, τα γκολ, το ματς της ημέρας, το σήμα.

Μετά γύρισα ένα βράδυ σπίτι και δεν άναβαν τα φώτα. Δεν είχαμε ηλεκτρικό για 2-3 βδομάδες κατά διαστήματα. Ήθελα να κάνω μπάνιο αλλά δεν είχε ζεστό νερό. Η μητέρα μου ζέσταινε μια κατσαρόλα στο γκάζι και έρχονταν με μια κούπα και μου έριχνε στο κεφάλι. 

Υπήρχαν μέρες όπου η μητέρα μου πήγαινε στο φούρνο κι έπαιρνε ψωμί βερεσέ. Οι ιδιοκτήτες την ήξεραν όπως ήξεραν κι εμένα και τον μικρό αδερφό μου. Έτσι της έδιναν πολύ ψωμί τηΔευτέρα κι εκείνη το πλήρωνε την Παρασκευή.

Καταλάβαινα ότι παραπαίαμε. Αλλά όταν είδα για πρώτη φορά να αναμιγνύει το γάλα με το νερό συνειδητοποίησα ότι όλα είχαν τελειώσει. Αυτή ήταν η ζωή μας.
Ποτέ δεν είπα τίποτε, δεν ήθελα να την στεναχωρήσω ή να την αγχώσω. Αλλά ορκίστηκα στον Θεό, έδωσα μια υπόσχεση στον εαυτό μου εκείνη την μέρα. Ήταν σα να αφυπνίστηκα. Ήξερα ξαφνικά τι έπρεπε να κάνω και τι ακριβώς θα έκανα.
Δεν μπορούσα να βλέπω την μητέρα μου να ζει έτσι. Όχι τη μητέρα μου, σε καμιά περίπτωση.

ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ

Οι άνθρωποι στο ποδόσφαιρο αρέσκονται να μιλούν για πνευματική δύναμη. Λοιπόν να ξέρετε ότι είμαι ο δυνατότερος που μπορεί να συναντήσετε στην ζωή σας. Γιατί θυμάμαι να είμαστε στα σκοτάδια και να προσευχόμαστε με τον αδερφό και τη μητέρα μου, σκεπτόμενος, πιστεύοντας, ξέροντας ότι θα τα καταφέρω.

Κράτησα την υπόσχεση μέσα μου, αλλά κάποιες φορές γύριζα από το σχολείο κι έβλεπα την μητέρα μου να κλαίει. Έτσι μια μέρα της είπα: «Μητέρα θ’ αλλάξει αυτό. Θα τελειώσει. Θα παίξω ποδόσφαιρο στην Άντερλεχτ και αυτό θα γίνει σύντομα. Θα είμαστε καλά. Δεν θα χρειάζεται ν’ ανησυχείς για τίποτε». Ήμουν έξι χρονών.

Ρώτησα τον πατέρα μου από ποια ηλικία μπορεί κάποιος να παίξει μπάλα. Μου απάντησε από τα 16. Ωραία είπα, από τα 16 λοιπόν. Θα το έκανα.
Θα σου πω κάτι. Κάθε αγώνας που έπαιξα ήταν σαν τελικός. Όταν έπαιζα στο πάρκο ήταν τελικός. Όταν έπαιζα με τους φίλους στο σχολείο ήταν τελικός. Προσπαθούσα να σκίσω την μπάλα κάθε φορά που σούταρα. Με όλη μου τη δύναμη. Ήθελα να ισοπεδώσω τους πάντες. Δεν είχα παιχνίδια, δεν είχα φινέτσα, δεν είχα πλέι-στέσιον. Προσπαθούσα απλά να «σκοτώσω».

ΤΟ ΜΠΟΥΛΙΝΓΚ

Όταν άρχισα να ψηλώνω κάποιοι από τους καθηγητές και τους γονείς άρχισαν να με αγχώνουν. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που άκουσα ένα ενήλικα να λέει «Πόσο χρονών είσαι εσύ; Πότε γεννήθηκες;»
Κι απαντούσα: «Τι; Με κοροϊδεύετε;».

 Όταν ήμουν 11 ετών έπαιζα στις μικρές ομάδες της Λιρς κι ένας γονέας από την άλλη ομάδα κυριολεκτικά προσπάθησε να με σταματήσει πριν μπω στον αγωνιστικό χώρο φωνάζοντας «Πόσο χρονών είναι αυτό το παιδί; Που είναι η ταυτότητα του; Από πού είναι;».
Είχα κλονιστεί. Τι σήμαινε από πού είμαι. Γεννήθηκα στην Άντβερπ, είμαι Βέλγος.

Ο πατέρας μου δεν ήταν εκεί γιατί δεν είχε αυτοκίνητο και δεν μπορούσε να έρθει στα εκτός έδρας ματς. Ήμουν μόνος κι έπρεπε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Πήγα και πήρα την ταυτότητα μου από την τσάντα μου και την έδειχνα σε όλους τους γονείς. Την έδιναν ο ένας στον άλλο και την εξέταζαν και θυμάμαι το αίμα μου να βράζει. Και το μόνο που σκέφτηκα ήταν «Με τσαντίσατε τώρα. Θα… τσακίσω τους γιους σας ακόμη πιο πολύ. Τώρα θα τους καταστρέψω. Θα επιστρέψετε σπίτι με τα παιδιά σας να κλαίνε». 

Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ

Ήθελα να γίνω ο καλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του Βελγίου. Αυτός ήταν ο στόχος μου. Όχι καλός, όχι σπουδαίος, αλλά ο καλύτερος. Έπαιζα με τόσο θυμό γιατί είχα πολλά μέσα μου. Γιατί έτρεχαν τα ποντίκια μέσα στο σπίτι μου. Γιατί δεν μπορούσα να δω τηλεόραση. Για τον τρόπο με τον οποίο με κοίταζαν. Είχα μια αποστολή.

Ο ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΠΑΠΠΟΥΣ

Όταν ήμουν 12 ετών σημείωσα 76 γκολ σε 34 παιχνίδια. Τα σημείωσα όλα φορώντας τα παπούτσια του πατέρα μου. 

Μια μέρα τηλεφώνησα στον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μου. Ήταν ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα της ζωής μου.  Ήταν η επαφή μου με το Κονγκό απ’ όπου κατάγονται οι γονείς μου. Του είπα ότι σημείωσα 76 γκολ και ότι πλέον οι μεγάλες ομάδες με πρόσεχαν. Συνήθως ήθελε ν’ ακούσει τα νέα μου γύρω από την μπάλα, όμως εκείνη την φορά μου είπε: «Θέλω να μου κάνεις μια χάρη». Του απάντησα ότι θες παππού και μου είπε «θέλω να προσέχεις την κόρη μου». Δεν κατάλαβα. Τι ήθελε να μου πει, τι εννοούσε;

Ο παππούς επέμεινε. «Μου το υπόσχεσαι; Θα το κάνεις; Θα προσέχεις το παιδί μου;» Του απάντησα ναι παππού στο υπόσχομαι. Πέντε μέρες αργότερα πέθανε. Και τότε κατάλαβα τι ακριβώς εννοούσε. Στεναχωριέμαι απίστευτα όταν το θυμάμαι γιατί ήθελα να είχε ζήσει λίγο περισσότερο να με δει να παίζω στην Άντερλεχτ. Να δει ότι κράτησα την υπόσχεση μου κι ότι όλα πήγαν καλά. 

Τα κατάφερα στα 16 μου χρόνια, όπως το είχα πει στην μητέρα μου. Άργησα απλά 11 μέρες. 

24 Μαίου 2009
Τελικός πλει-οφ Άντερλεχτ-Σταντάρ Λιέγης.
ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ

Εκείνη ήταν η πιο τρελή μέρα της ζωής μου. Γυρνώντας πίσω στην σεζόν στο ξεκίνημα έπαιζα με την ομάδα Κ19 της Άντερλεχτ. Ο προπονητής συνήθως με πέρναγε ως αλλαγή στα παιχνίδια. Κι εγώ νευρίαζα κι έλεγα πω θα μπορέσω να υπογράψω επαγγελματικό συμβόλαιο όταν αυτός ο προπονητής της Κ19 με βάζει ως αλλαγή;

Έτσι έβαλα ένα στοίχημα μαζί του. Του είπα ότι αν με βάλει βασικό θα σκοράρω 25 γκολ ως τον Δεκέμβριο. Γέλασε. Ουσιαστικά με κορόιδευε. Αλλά μετά σταμάτησε και μου είπε: «Ας βάλουμε στοίχημα λοιπόν. Αν όμως δεν τα βάλεις θα κάθεσαι μόνιμα στον πάγκο».
«Έγινε του απάντησα και συνέχισα. Αν τα βάλω όμως θα καθαρίσεις όλα τα πούλμαν της ομάδας». Μου είπε εντάξει. Και πριν φύγει πρόσθεσα. 

«Επειδή μου αρέσουν, θα φτιάχνεις τηγανίτες για μένα κι όλη την ομάδα, κάθε μέρα».
Ήταν το καλύτερο στοίχημα που είχε βάλει ποτέ άνθρωπος στην γη.

Σκόραρα 25 γκολ ως το Νοέμβριο. Τρώγαμε τηγανίτες πριν από τα Χριστούγεννα!!! Του έδωσα ένα μάθημα. Δεν παίζεις μ’ ένα πεινασμένο παιδί.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

Υπέγραψα το πρώτο επαγγελματικό μου συμβόλαιο με την Άντερλεχτ την μέρα των γενεθλίων μου, στις 13 Μαΐου. Πήγα αμέσως και αγόρασα όλο το πακέτο της καλωδιακής τηλεόρασης με όλα τα αθλητικά. Το βελγικό πρωτάθλημα ήταν τρελό εκείνη την σεζόν. Η Άντερλεχτ και η Σταντάρ Λιέγης είχαν τελειώσει ισόβαθμες. Έτσι ο τίτλος θα κρίνονταν σε δύο μεταξύ τους ματς. Στο πρώτο ματς ήμουν εκτός και το έβλεπα σπίτι μου στην τηλεόραση σαν οπαδός. 
Μια μέρα πριν από τον επαναληπτικό δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον προπονητή της ομάδας των αναπληρωματικών. Μου είπε να ετοιμαστώ γιατί με ήθελα η πρώτη ομάδα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω.

Έφυγα σαν τρελός κι έφτασα αμέσως στο γήπεδο. Μπήκα τρέχοντας στ’ αποδυτήρια. Ο φροντιστής γέλασε και μου είπε. «Μικρέ τι αριθμό θέλεις στην φανέλα;». 
Του απάντησα, δώσε μου την φανέλα με το 9 ή 10.

Γέλασε και μου είπε ότι οι παίκτες της Ακαδημίας έπρεπε να πάρουν νούμερα από το 30 και πάνω. Οπότε διάλεξα το 36. Τέσσερις φορές το 9.

Εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο οι παλαιότεροι παίκτες μ’ έβαλαν να τραγουδάω την ώρα που έτρωγαν. Δεν θυμάμαι πιο τραγούδι είπα. Ήμουν τόσο χαρούμενος που το κεφάλι μου γύριζε. 
Όταν φτάσαμε στο γήπεδο την άλλη μέρα και κατεβήκαμε από το πούλμαν όλοι οι παίκτες φορούσαν ωραία κι ακριβά κουστούμια, εκτός από μένα. Εγώ φορούσα μια παλιά φόρμα της ομάδας κι όλες οι κάμερες έπεσαν πάνω μου. Η απόσταση ως τα’αποδυτήρια ήταν 300 μέτρα. Τρία λεπτά περπάτημα. Όταν μπήκα στ’ αποδυτήρια το τηλέφωνο μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελό. Όλοι οι φίλοι μου με είχαν δει στην τηλεόραση. Είχα 25 μηνύματα σ’ ένα λεπτό. Τρέλα. 

Μπήκα αλλαγή στο 63ο λεπτό. Ήμουν 16 ετών και 11 ημερών. Χάσαμε τον τελικό αλλά εγώ πετούσα στα σύννεφα. Ήταν η στιγμή που είχα κρατήσει την υπόσχεση στον παππού μου, ήξερα ότι όλα θα πάνε καλά. 

Την επόμενη χρονιά τελείωνα το Λύκειο κι έπαιζα στο Γιουρόπα Λιγκ. Πήγαινα στην τάξη με μια τεράστια τσάντα γιατί το απόγευμα πετάγαμε για κάποια άλλη χώρα. 

Πήραμε το πρωτάθλημα άνετα κι ήμουν ο δεύτερος καλύτερος παίκτης της Αφρικής. 

Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

Ήμουν σίγουρος ότι θα τα κατάφερνα αλλά ίσως όχι τόσο γρήγορα. Ξαφνικά όλα τα φώτα της δημοσιότητας ήταν πάνω μου, Περίμεναν όλοι πολλά, ειδικά στην Εθνική Ομάδα στην οποία η αλήθεια είναι ότι δεν έπαιζα καλά για κάποιο λόγο. Το δούλευα όμως. 

Και με τα χρόνια έγινα καλύτερος. Μην τρελαθούμε, ήμουν 17, 18, 19 χρονών!!!
Γελούσα όμως με κάποια δημοσιεύματα. Όταν πήγαινα καλά, με αποκαλούσαν Ρομέλου Λουκάκου, σέντερ φορ του Βελγίου. Όταν δεν έπαιζα καλά με έλεγαν Ρομέλου Λουκάκου, ο Βέλγος επιθετικός με καταγωγή από το Κονγκό.

Είμαι Βέλγος. Υπάρχουν πολλοί μετανάστες στην χώρα, αλλά είμαστε Βέλγοι. Αυτό μας ενώνει.
Κι απορώ που υπάρχουν κάποιοι συμπατριώτες μου που θέλουν να με δουν να αποτυγχάνω. Όταν πήγα δανεικός στην Αγγλία στην Γουέστ Μπρόμιτς και δεν ήμουν καλά, γελούσαν μαζί μου. 

Αλλά δεν πειράζει. Αυτοί δεν ήταν μαζί μου όταν έτρεχαν τα νερά μέσα στο σπίτι μου κι μούχλιαζαν οι τοίχοι. Δεν ήταν μαζί μου όταν δεν είχα τίποτε.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Δώδεκα χρόνια όμως μετά εγώ έπαιζα στο Παγκόσμιο Κύπελλο. Και τώρα αγωνίζομαι σ’ ένα ακόμη Παγκόσμιο Κύπελλο. Κι αυτή την φορά απλά θα το διασκεδάσω. Η ζωή είναι μικρή για στεναχώριες και δράματα. Ο κόσμος μπορεί να λέει ότι θέλει και για μένα και για την ομάδα. 
Όταν ήμουν μικρός δεν είχα τηλεόραση να δω τον Τιερί Ανρί. Τώρα μαθαίνω συνεχώς κάθε μέρα μαζί του. Στέκομαι δίπλα σ’ ένα θρύλο και μου μαθαίνει πώς να βγαίνω στον κενό χώρο όπως έκανε εκείνος. Αυτό για μένα είναι ότι ομορφότερο. 

Απλά θα ήθελα να είναι εδώ ο παππούς μου. Δεν μιλάω για την Πρέμιερ Λιγκ, δεν μιλάω για την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ούτε για το Τσάμπιονς Λιγκ, ούτε για το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Δεν εννοώ αυτό. Ήθελα να δει απλά την ζωή που κάνουμε πλέον και τι απολαμβάνει η οικογένεια μας. 

Θα έδινα τα πάντα για ένα ακόμη τηλεφώνημα μαζί του, για να του τα πω όλα. 
Για να του πω ότι η κόρη του είναι μια χαρά. Ότι δεν κοιμόμαστε πια στο πάτωμα. Ότι δεν κρυώνουμε. Ότι είμαστε καλά. 

Δεν χρειάζεται πια να τσεκάρουν την ταυτότητα μου. Γνωρίζουν ποιος είμαι!!!!