Ο Ζόλταν Τσίμπορ ήταν ένας, καταπληκτικός μεσοεπιθετικός, με μοναδική ταχύτητα και τεχνική κατάρτιση, μέλος της θρυλικής Ουγγαρίας της δεκαετίας του ’50, η οποία παρά τους Πούσκας, Κοκτσίς, Μπόζικ και Κουμπάλα, έμεινε «Βασίλισσα χωρίς Στέμμα».
Ο Ούγγρος αριστερός ακραίος επιθετικός Ζόλταν Τσίμπορ (Zoltán Czibor Suhai), γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου του 1929, στο Καποσβάρ, στη νοτιοδυτική Ουγγαρία, νότια της λίμνης Μπάλατον. Έπαιξε για αρκετούς ουγγρικούς συλλόγους, συμπεριλαμβανομένων της Φερεντσβάρος και της Χόνβεντ, αλλά και για την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας πριν απ’ την ένταξή του στη Μπαρτσελόνα. Αγωνιζόταν κυρίως ως αριστερό εξτρέμ ή ακόμη σαν κεντρικός επιθετικός και διακρίθηκε για την αξιοσημείωτη τεχνική του κατάρτιση, το δυνατό σουτ, τον καλό ρυθμό και τον εξαιρετικό έλεγχο της μπάλας.. Εξέχων μέλος των «Μαγικών Μαγυάρων», της Βασίλισσας Χωρίς Στέμμα εθνικής ουγγρικής ομάδας, που μάγεψε τον ποδοσφαιρικό κόσμο τη δεκαετία του 1950, μετά την Ουγγρική Επανάσταση του 1956 μετακόμισε στην Ισπανία όπου έγινε ένα εξέχον μέλος της επιτυχημένης ομάδας της Μπαρτσελόνα στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Μετά από 3 σεζόν στη Μπάρτσα, έπαιξε για την τοπική αντίπαλό της, την Εσπανιόλ για τη σεζόν 1961/62. Μετά από σύντομες θητείες στη Βασιλεία, την Αούστρια Βιέννης και την Πρίμο Χάμιλτον, αποσύρθηκε ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής και επέστρεψε στην Ουγγαρία. Πέθανε εκεί το 1997, σε ηλικία 68 ετών.
Ήταν γιος ενός σιδηροδρομικού και ως αγόρι ασκούνταν στον κλασσικό αθλητισμό, επιτυγχάνοντας ιδιαίτερα καλά αποτελέσματα στο άλμα εις ύψος. Είχε άλλα 6 αδέλφια και ως έφηβος αγωνίστηκε για τη Komárom AC, στην οποία έπαιζαν τα 2 από τα αδέλφια του και τη Komárom MÁV, την ομάδα των σιδηροδρομικών της πόλης, όπου αγωνιζόταν ο άλλος αδελφός του, ενώ και ο ίδιος εργαζόταν ως μηχανοδηγός. Κατά τη διάρκεια ενός αγώνα, εναντίον της Dёrom, τον Μάιο του 1948, τον παρατήρησε ο Σάντορ Μέζεΐ (Sándor Mezei), ο προπονητής της εθνικής ομάδας Νέων της Ουγγαρίας, που τον κάλεσε στην επιλογή. Στη συνέχεια, έπαιξε για τη Φερεντσβάρος, όπου κέρδισε το πρώτο του Ουγγρικό πρωτάθλημα, το 1949. Μετά από μια περίοδο στη Τσέπελ, πήγε στον σύλλογο του Ουγγρικού στρατού, τη Χόνβεντ.
Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του Ουγγρικού ποδοσφαίρου, που προχώρησε ο Γκούσταβ Σέμπες (Gusztáv Sebes), στις αρχές της δεκαετίας του 1950, προκειμένου να βελτιωθούν τα ουγγρικά ταλέντα, έφερνε ότι καλύτερο είχε η χώρα και τους χώριζε σε δύο ομάδες, τη Kispest και την MTK Hungária, η οποίες μετατράπηκαν στις ομάδες του Στρατού και της Αστυνομίας, αντίστοιχα, αλλάζοντας τα ονόματά τους σε Honvéd (Χόνβεντ, σημαίνει Άμυνα) και Vörös Lobogo (Βόρος Λόμπογκο, σημαίνει Ερυθρός Αστέρας), όπου οι παίκτες είχαν στρατιωτική πειθαρχία.
Εντάχθηκε στη Χόνβεντ το 1953, όπου συμπαίκτες του υπήρξαν οι Ούγγροι διεθνείς, Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás), Σάντορ Κόκτσις (Sándor Kocsis) και Γιόζεφ Μπόζικ (József Bozsik). Κατά την παραμονή του στον σύλλογο, σκόραρε 100 γκολ σε 175 αγώνες και κέρδισε δύο ακόμη ουγγρικά πρωταθλήματα, το 1954 και το 1955. Τελείωσε το 1955 ως ο Κορυφαίος Σκόρερ στο πρωτάθλημα μετά από την επίτευξη 20 τερμάτων. Το 1956, η Χόνβεντ έπαιξε στο Κύπελλο Πρωταθλητριών και ηττήθηκε στο πρώτο παιχνίδι 2-3 από την Αθλέτικ Μπιλμπάο, στην Ισπανία. Όμως, ακριβώς τότε, πίσω στη Βουδαπέστη, ξέσπασε η Ουγγρική Επανάσταση! Οι παίκτες αποφάσισαν να μην γυρίσουν πίσω στην Ουγγαρία και κανόνισαν ο επαναληπτικός με την Αθλέτικ, να διεξαχθεί στο Χέιζελ, στις Βρυξέλλες. Ωστόσο, γρήγορα στο παιχνίδι, ο γκολκίπερ της Χόνβεντ τραυματίστηκε και χωρίς να επιτρέπονται τότε οι αλλαγές, ο Τσίμπορ πήρε θέση στα γκολπόστ. Ο αγώνας έληξε ισόπαλος 3-3 και με σύνολο 5-6, αποκλείστηκαν.
Ο αποκλεισμός άφησε τη Χόνβεντ στο κενό! Οι παίκτες κάλεσαν τις οικογένειές τους στη Βουδαπέστη και παρά την αντίθεση από τη FIFA και τις ουγγρικές αρχές, οργάνωσαν μια ποδοσφαιρική περιοδεία στην Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Βραζιλία, για εξεύρεση οικονομικών πόρων ή και επίτευξη κάποιας μεταγραφής. Μετά την επιστροφή τους στην Ευρώπη, χώρισαν τους δρόμους τους. Κάποιοι, συμπεριλαμβανομένου του Μπόζικ, επέστρεψαν στην Ουγγαρία ενώ άλλοι, συμπεριλαμβανομένων των Τσίμπορ, Κόκτσις και Πούσκας, βρήκαν νέους συλλόγους στην Δυτική Ευρώπη.
Ο Τσίμπορ αρχικά, πήγε στην Ιταλία και έπαιξε σε κάποιους ανεπίσημους αγώνες για τη Ρόμα. Το συμβόλαιο που υπέγραψε μαζί της ήταν άκυρο, λόγω των κυρώσεων ως λιποτάκτες που επέβαλε για ένα χρόνιο η FIFA, πριν ένας άλλος διάσημος Ούγγρος πρόσφυγας, ο Λάζλο Κουμπάλα (László Kubala Stecz), τον πείσει μαζί με τον Σάντορ Κόκτσις να υπογράψει στη Μπαρτσελόνα. Σκόραρε στο ντεμπούτο του στη La Liga, στη νίκη με 6-0 επί της Βαλένθια και ως μέρος μιας ομάδας που περιλάμβανε επίσης τον Αντόνι Ράμαλιετς (Antoni Ramallets Simón), τον Εβαρίστο (Evaristo de Macedo Filho) και τον Λουίς Σουάρεθ (Luis Suárez Miramontes), κέρδισε πρωτάθλημα & Κύπελλο στην Ισπανία το 1959 και πρωτάθλημα & Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων το 1960. Παρά το γεγονός ότι δεν έπαιξε στον τελικό του Κυπέλλου, σκόραρε 2 φορές στον τελικό του Κυπέλλου Εκθέσεων, όταν η Μπαρτσελόνα κέρδισε τη Μπέρμιγχαμ με 4-2. Η Μπάρτσα, με τον Τσίμπορ αγωνίστηκαν επίσης στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών του 1961, όπου παρότι σκόραρε, ηττήθηκαν με 2-3 από τη Μπενφίκα.
Μετά από 3 σεζόν στους «μπλαουγκράνα», μεταγράφηκε στη τοπική τους αντίπαλο, την Εσπανιόλ για τη σεζόν 1961/62. Μετά από σύντομες θητείες στην ελβετική Βασιλεία, την Αούστρια Βιέννης και τη Primo Hamilton FC, στο Τορόντο του Καναδά, αποσύρθηκε ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής το 1965.
Έκανε το ντεμπούτο του για την εθνική ομάδα της Ουγγαρίας το 1949. Αγωνίστηκε σε 43 διεθνείς αγώνες και σημείωσε 17 γκολ. Μαζί με τον Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás), τον Σάντορ Κόκτσις (Sándor Kocsis), τον Γιόζεφ Μπόζικ (József Bozsik) και τον Νάντορ Χιντεγκούτι (Nándor Hidegkuti), αποτέλεσαν τον πυρήνα της «Aranycsapat» (Άραντσαπατ =Η Χρυσή Ομάδα) που πήγε αήττητη για 32 συνεχόμενα παιχνίδια. Το ρεκόρ αυτό, συνεχίζει να στέκεται μέχρι και σήμερα! Κατά τη διάρκεια αυτής της αήττητης περιόδου, έγιναν Ολυμπιονίκες, το 1952 νικώντας τη Γιουγκοσλαβία στον τελικό του Ελσίνκι με τον Τσίμπορ να σκοράρει στον τελικό σε μια νίκη 2-0. Κατανίκησαν επίσης την Αγγλία δύο φορές, τη πρώτη φορά 6-3 στο Στάδιο Γουέμπλεϊ, τον Νοέμβριο του 1953 και στη συνέχεια σε 7-1 στη ρεβάνς της Βουδαπέστης, το 1954. Το 1953 κατέκτησαν επίσης το Διεθνές Κύπελλο Κεντρικής Ευρώπης. Αυτή η πορεία, έφτασε στο τέλος της, στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1954, στην Ελβετία, όταν ηττήθηκαν 2-3 από τη Γερμανία, με τον Τσίμπορ να σκοράρει το 2ο γκολ της Ουγγαρίας μόλις στο 10ο λεπτό του αγώνα. Μαζί με τον Φέρεντς Πούσκας και τον Ουρουγουανό Πέδρο Τσέα (Pedro Cea), είναι οι μόνοι ποδοσφαιριστές που έχουν σκοράρει σε τελικό Ολυμπιακών Αγώνων και το Παγκοσμίου Κυπέλλου!
Η μετά το ποδόσφαιρο ζωή του είναι συνδεδεμένη με τη πόλη της Βαρκελώνης για πολλά χρόνια. Το 1966 χώρισε τη σύζυγό του, η οποία πήρε τα παιδιά τους μαζί της συμπεριλαμβανομένου ενός με ειδικές ανάγκες γιου, ο οποίος έχασε τα πόδια του εξαιτίας μιας πυρκαγιάς σε ασανσέρ. Ως αποτέλεσμα του διαζυγίου, αναγκάστηκε να πουλήσει μια λέσχη που διατηρούσε με το όνομα «Ο Γαλάζιος Δούναβης», την οποία έχει αγοράσει με χρήματα που κέρδισε από το ποδόσφαιρο. Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1990, μετά τη πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και έγινε πρόεδρος της Komárom AC, στην ομάδα όπου ξεκίνησε να παίζει ως αγόρι.
Ο Ζόλταν Τσίμπορ, πέθανε στο Γκιόρ, τη 1η Σεπτεμβρίου του 1997, σε ηλικία 68 ετών.
ΠΗΓΗ: Ευλογημένο ποδόσφαιρο, Wikipedia.
Ζόλταν Τσίμπορ: Ο «Βασιλιάς χωρίς Στέμμα»
Ο Ζόλταν Τσίμπορ ήταν ένας, καταπληκτικός μεσοεπιθετικός, με μοναδική ταχύτητα και τεχνική κατάρτιση, μέλος της θρυλικής Ουγγαρίας της δεκαετίας του ’50, η οποία παρά τους Πούσκας, Κοκτσίς, Μπόζικ και Κουμπάλα, έμεινε «Βασίλισσα χωρίς Στέμμα».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ