Σημαντικό και όχι καθοριστικό είναι το ματς με τη Βοσνία για την Εθνική Ελλάδος, τόνισε ο Φερνάντο Σάντος.

Σημαντικό και όχι καθοριστικό είναι το ματς με τη Βοσνία για την Εθνική Ελλάδος, τόνισε ο Φερνάντο Σάντος. Ο Πορτογάλος τεχνικός αναφέρθηκε στις επόμενες αγωνιστικές υποχρεώσεις του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος, ενώ έκανε ειδική αναφορά στον Κώστα Κατσουράνη, τον οποίο συνεχίζει να υπολογίζει. Ο Σάντος μίλησε στην «ΟΠΑΠ TV». Αναλυτικά η συνέντευξή του:

-Λέμε συνεχώς για τα κρίσιμα ματς της εθνικής αλλά στο τέλος διαπιστώνουμε ότι τελικά το κρίσιμο είναι το επόμενο. Που πιστεύετε ότι θα κριθεί η πρόκριση στη Βραζιλία; Στη Βοσνία το Μάρτιο;
«Δεν θα έλεγα ότι είναι ένας αγώνας καθοριστικής σημασίας αυτός στη Βοσνία. Θα έλεγα ότι είναι απλώς ο αγώνας με το μεγαλύτερο ειδικό βάρος από αυτούς που πλέον έχουμε μπροστά μας. Έχουμε ήδη περάσει κάποια πολύ δύσκολα παιχνίδια. Και λέω ότι δεν είναι καθοριστικής σημασίας γιατί υπάρχουν ακόμα πολλά παιχνίδια κρίσιμα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε για παράδειγμα ότι η Βοσνία δεν έχει παίξει ακόμα κανένα ματς με τη Σλοβακία που είναι συνδιεκδικήτρια, μια ομάδα που θα προσπαθήσει μέχρι το τέλος να πάρει το εισιτήριο για τη Βραζιλία. Θα έλεγα ότι είναι πολύ σημαντικό το παιχνίδι με τη Βοσνία κυρίως για το ποια ομάδα θα πάρει την πρώτη θέση που οδηγεί κατευθείαν στο μουντιάλ. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν θα έλεγα ότι είναι το πιο κρίσιμο. Σίγουρα όμως έχει το μεγαλύτερο ειδικό βάρος και σίγουρα είναι πάρα πολύ σημαντικό παιχνίδι. Αλλά από τη στιγμή που υπάρχουν ακόμα τόσα παιχνίδια μπροστά μας δεν θα πρέπει να δώσουμε τόσο δραματική εικόνα για αυτή την αναμέτρηση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αν αυτή η αναμέτρηση βγάλει νικητή, αυτός ο νικητής θα έχει ένα πολύ μεγάλο αβαντάζ για την πρώτη θέση. Μια ισοπαλία θα αφήσει τα πράγματα ανοιχτά μέχρι το τέλος και είναι ένα αποτέλεσμα που βολεύει και τη Σλοβακία».

-Διαβάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας δεκαετίας προκύπτει ότι η Εθνική ομάδα στα κρίσιμα ανταποκρίνεται θετικά, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τους δύσκολους εκτός έδρας αγώνες. Τελικά είναι καλύτερα που αυτό το ματς είναι εκτός έδρας;
«Μιας και μου δίνεται η ευκαιρία να μιλήσω για αυτό, θα ήθελα να ευχαριστήσω πάρα πολύ τον κόσμο για τη στήριξη που μας έδωσε στο τελευταίο εντός έδρας ματς όπου υποδεχτήκαμε τη Βοσνία. Προσπαθήσαμε μέχρι το τέλος και μας ώθησαν. Πρέπει όμως να πούμε ότι οι ποδοσφαιριστές της εθνικής ομάδας έχουν συνηθίσει να παίζουν και εκτός έδρας. Ουσιαστικά αυτό που κάνουν είναι να αντιμετωπίζουν όλους τους αγώνες με τον ίδιο τρόπο, την ίδια θέληση και διάθεση. Αυτό είναι ουσιαστικά που μας έχει φέρει στην ευχάριστη θέση να λέμε ότι ακόμα και εκτός έδρας η εθνική ομάδα είναι δυνατόν να παίρνει θετικά αποτελέσματα. Και πιστεύουμε ότι το ίδιο θα γίνει και στο ματς με τη Βοσνία. Το σημαντικότερο στοιχείο που μας έχει οδηγήσει σε αυτά τα σημαντικά αποτελέσματα εκτός έδρας, είναι το γεγονός ότι είναι μια ομάδα ρεαλίστρια. Μια ομάδα που ξέρει πολύ καλά ότι μπορεί να αγωνιστεί κόντρα σε οποιονδήποτε αντίπαλο και να κερδίσει οποιονδήποτε αντίπαλο. Αυτός είναι και ο στόχος για τον οποίο παλεύουμε σε κάθε αγώνα. Ανεξάρτητα από το που αγωνιζόμαστε. Ταυτόχρονα η εθνική ξέρει καλά ποιες είναι οι δυνάμεις της, ποιες είναι οι αδυναμίες της και με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να κρύψει τις αδυναμίες της και να προβάλλει τα προτερήματα της. Και έχοντας διαβάσει καλά τον αντίπαλο ξέρει που μπορεί να χτυπήσει και που θα πρέπει να προσέξει πάρα πάρα πολύ καλά. Θα έλεγα γενικότερα ότι η ομάδα έχει ρεαλισμό και φιλοδοξία στο μίγμα που χρειάζεται. Δηλαδή έχει τη φιλοδοξία να πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει οποιονδήποτε αντίπαλο, διότι αν δεν το πίστευε αυτό θα υπήρχε φόβος και δεν θα μπορούσε να κερδίσει τον κάθε αντίπαλο. Ταυτόχρονα έχει και το ρεαλισμό να ξέρει ποιες είναι οι δυνατότητες και τι μπορεί να κάνει. Πως μπορεί να πετύχει το θετικό αποτέλεσμα και με αυτόν ακριβώς τον τρόπο να τα καταφέρνει. Ξεκάθαρο δείγμα αυτού του γεγονότος, ότι δηλαδή η εθνική ομάδα καταφέρνει τα τελευταία δέκα χρόνια στο έπακρο να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες που έχει είναι το εξής: Στις τελευταίες πέντε μεγάλες διοργανώσεις η Ελλάδα ήταν παρούσα στις τέσσερις και απουσίασε μόνο από μία. Σε αυτές τις διοργανώσεις κατάφερε να σηκώσει το τρόπαιο μία φορά και την άλλη να προκριθεί στα προημιτελικά, κάτι που είναι πολύ σημαντικό και λίγες ομάδες στην Ευρώπη το έχουν καταφέρει. Πριν από αυτά τα χρόνια, το ελληνικό ποδόσφαιρο είχε να επιδείξει μόνο δύο συμμετοχές σε μεγάλες διοργανώσεις. Μια σε ένα παγκόσμιο κύπελλο και μια σε ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Αυτό είναι ξεκάθαρο δείγμα ότι τα τελευταία χρόνια γίνεται σωστή αξιοποίηση του Έλληνα ποδοσφαιριστή».

-Πρόσφατα πραγματοποιήσατε ένα ταξίδι στη Βραζιλία. Πως είναι εκεί οι υποδομές και ποια εικόνα υπάρχει, σχεδόν δύο χρόνια πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο;
«Έχω πάει πάρα πολλές φορές στη Βραζιλία και πριν από αυτό το φρενήρη ρυθμό που έχουν μπει, μιας και το 2013 θα διοργανώσουν το «Confederations Cup», το 2014 το Παγκόσμιο Κύπελλο και το 2016 τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εγώ που έχω πάει και πριν από χρόνια στη Βραζιλία βλέπω μια πολύ μεγάλη ανάπτυξη, πολλή δουλειά και μια μεγάλη προσπάθεια από τις Αρχές για να μπορέσουν όλα αυτά να είναι έτοιμα. Είναι αλήθεια ότι το έργο τους δεν είναι εύκολο αλλά νομίζω πως βρίσκονται στο σωστό δρόμο. Μιλάμε για τη Βραζιλία που είναι τεράστια χώρα. Για παράδειγμα, το Σάο Πάολο είναι μεγαλύτερο από την Ελλάδα. Σίγουρα υπάρχουν δυσκολίες. Για παράδειγμα είναι μεγάλες οι αποστάσεις μεταξύ των γηπέδων και των προπονητικών κέντρων. Αυτό είναι ένα θέμα το οποίο θα δημιουργήσει κάποια προβλήματα. Ωστόσο υπάρχει καλή διάθεση για να λυθεί αυτό το πρόβλημα. Επίσης, ένα ακόμη πρόβλημα το οποίο είναι γνωστό και σε εμάς που είμαστε μακριά από εκεί, είναι αυτό της ασφάλειας κυρίως στις μεγάλες πόλεις, όπως το Ρίο ντε Τζανέιρο και το Σάο Πάολο. Πλέον, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα. Ενώ παλιά σίγουρα υπήρχε μεγάλος κίνδυνος τα πράγματα τώρα βελτιώνονται και σε αυτό τον τομέα. Από εκεί και πέρα, σε ό,τι αφορά τις υποδομές τα πράγματα εξελίσσονται καλά. Νομίζω ότι οι Αρχές προσπαθούν να βρουν τρόπο να λύσουν τα προβλήματα όπως το κυκλοφοριακό. Υπάρχει ένα θέμα με τα αυτοκίνητα και τα Μέσα Μεταφοράς. Προσπαθούν να βρουν εναλλακτικούς τρόπους για να μειώσουν αυτές τις αποστάσεις και την ώρα που θα χρειάζονται οι ομάδες στο δρόμο».

-Από την πρώτη μέρα που αναλάβατε την εθνική ομάδα ζητήσατε κάποια πράγματα από το επιτελείο της Ομοσπονδίας, κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με το οργανόγραμμα και τις υποδομές. Σε ποιο βαθμό έχουν υλοποιηθεί τα όσα σκεφτόσασταν πριν αναλάβετε την ομάδα;
«Θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε ένα αρκετά καλό δρόμο αυτή τη στιγμή. Αν θέλετε να πούμε με ποσοστά θα έλεγα στο 70%. Κι αυτό διότι πολλά πράγματα από αυτά που έχουμε συζητήσει και τα οποία υπήρχαν στο πλάνο, πλέον βρίσκονται σε λειτουργία. Για παράδειγμα φέτος θα λειτουργήσουν κανονικά τα περιφερειακά πρωταθλήματα έτσι όπως ακριβώς τα θέλουμε για να μπορέσουμε έχουμε και εμείς τις επιλογές των ποδοσφαιριστών. Η εθνική κάτω των 15 ετών έχει ήδη ξεκινήσει, οπότε και σε αυτό τον τομέα είμαστε αρκετά καλά. Αυτό το οποίο λείπει για να μπορέσουμε να πούμε ότι είμαστε κοντά στο 100%, γιατί στο 100% ποτέ δεν πρόκειται να φτάσεις, είναι ουσιαστικά κάποια σημαντικά θέματα που έχουν να κάνουν με τους προπονητές οι οποίοι ακόμα δεν είναι ξεκάθαρο ποιοι θα είναι και ποιες θα είναι οι θέσεις που θα αναλάβουν. Από εκεί και πέρα θα χρειαστεί και χρόνος ώστε να μπορέσουμε να προσαρμοστούμε στα δεδομένα τα οποία υπάρχουν. Αυτό το πλάνο δεν είναι κάτι σταθερό, κάτι στατικό. Είναι κάτι συνεχές το οποίο εξελίσσεται συνεχώς. Συνεχώς παρουσιάζονται νέα δεδομένα στα οποία πρέπει να προσαρμοζόμαστε και εμείς. Επίσης, κάποια πράγματα που δεν είχαμε προβλέψει μπαίνουν και αυτά μέσα στον προγραμματισμό, ενώ κάποια πράγματα δεν πάνε τόσο καλά όπως πιστεύαμε εμείς και ίσως θα πρέπει να τα προσαρμόσουμε ή να τα αφήσουμε τελείως. Οπότε από τη στιγμή που μιλάμε για κάτι που συνεχώς εξελίσσεται εμείς προσαρμοζόμαστε με τα νέα δεδομένα, αλλά θεωρώ ότι θα μπορέσουμε να φτάσουμε σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο περίπου σε τρία με τέσσερα χρόνια. Θα δούμε ξεκάθαρα εκεί τα θετικά αποτελέσματα που θα έχει το πλάνο, σε όλες τις βαθμίδες των εθνικών ομάδων σε όλα τα επίπεδα. Και νομίζω ότι αυτή είναι και η κατάλληλη στιγμή για να μπορέσει να γίνει μια πάρα πολύ καλή δουλειά στο επίπεδο των ακαδημιών. Από τη μία οι εθνικές ομάδες προσπαθούν με αυτό το πλάνο το οποίο υπάρχει να κάνουν το καλύτερο δυνατό και από την άλλη οι ίδιοι οι σύλλογοι πρέπει να καταλάβουν και να επενδύσουν πολύ δυνατά στις ακαδημίες. Όταν λέω να επενδύσουν δεν εννοώ μόνο με το να λένε ότι έχουν ακαδημίες αλλά να βγάλουν ένα κανονικό οργανόγραμμα, να κάνουν ποιοτική δουλειά, να έχουν τους σωστούς προπονητές οι οποίοι θα αναλάβουν να διδάξουν στους νέους ποδοσφαιριστές το πώς παίζεται το ποδόσφαιρο ως μοντέρνο πλέον άθλημα. Αν, λοιπόν, ενωθούν αυτές οι δύο παράμετροι νομίζω ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο μόνο να κερδίσει έχει από μια πολύ δύσκολη περίοδο όπως είναι αυτή της οικονομικής κρίσης. Πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει περάσει από τη θέση του αγοραστή που ήταν πριν κάποια χρόνια, στη θέση του παραγωγού. Το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν έχει την ποιότητα που είχε τα προηγούμενα χρόνια. Πρέπει να καταλάβουν πλέον όλοι ότι η Ελλάδα έχει περάσει στο ρόλο του παραγωγού. Πρέπει η Ελλάδα να παράγει νέους ποδοσφαιριστές οι οποίοι είτε θα είναι έτοιμοι να αγωνιστούν στα εθνικά πρωταθλήματα είτε να τους εξάγουμε στο εξωτερικό. Διότι αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να αγοράζουμε όπως παλιά. Πλέον θα πρέπει να κάνουμε αυτή την αλλαγή. Και νομίζω πως αν γίνει κάτι τέτοιο θα ωφεληθεί και το ελληνικό ποδόσφαιρο αλλά και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές και βέβαια οι σύλλογοι τους».

-Πέρασαν πάνω από δέκα χρόνια από τότε που ήρθατε στην Ελλάδα. Άρα, πλέον, έχετε ολοκληρωμένη άποψη για το τι φταίει και ο Έλληνας ποδοσφαιριστής σπάνια εξελίσσεται ποδοσφαιρικά ως μέλος ενός ελληνικού συλλόγου. Για ποιο λόγο νομίζετε ότι συμβαίνει αυτό;
«Εδώ πέρα συγχέουμε πάρα πολύ τον όρο ταλέντο. Τον χρησιμοποιούμε πολύ βολικά, όποτε θέλουμε και σε όποια περίπτωση θέλουμε. Φτάνουμε να λέμε για έναν ποδοσφαιριστή 22 ετών ότι είναι ταλέντο και έχει ακόμη περιθώρια. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο ποδοσφαιριστής που έχει ταλέντο είναι 15-16 ετών. Από εκεί και πέρα, 22-23 ετών ποδοσφαιριστές είναι ολοκληρωμένοι ποδοσφαιριστές που είτε έχουν τη δυνατότητα και τις προϋποθέσεις για να αγωνιστούν πιο ψηλά είτε δεν τις έχουν. Δεν μπορούμε όμως να μιλάμε για έναν ποδοσφαιριστή 22-23 ετών και να τον λέμε ταλέντο. Δεν υπάρχει ταλέντο σε αυτή την ηλικία. Υπάρχει η δυνατότητα ή όχι να παίξεις. Νομίζω ότι η απάντηση δίνεται από την ίδια την ερώτηση. Είπατε ότι αν ένας ποδοσφαιριστής δεν φύγει νωρίς για το εξωτερικό δεν μπορεί να εξελιχθεί. Από τη στιγμή, λοιπόν, που το λέμε αυτό και το παραδεχόμαστε, αν το δεχόμαστε, αυτό σημαίνει ότι κάτι κακό κάτι στραβό γίνεται εδώ πέρα. Δηλαδή αυτό συνεπάγεται ότι η δουλειά που γίνεται στις ακαδημίες δεν είναι σωστή, γιατί αν φτάνουμε να ευχόμαστε ένας ποδοσφαιριστής 16-17 ή 18 ετών να βρει την ευκαιρία να φύγει στο εξωτερικό για να εξελιχθεί, τότε σημαίνει ότι παραδεχόμαστε πως η δουλειά που γίνεται έξω είναι πολύ καλύτερη σε σχέση με αυτή που γίνεται εδώ. Εφόσον το παραδεχόμαστε αυτό και ξέρουμε ότι είναι αλήθεια, υπάρχει μια απλή επιλογή. Είτε αλλάζουμε είτε δεν αλλάζουμε και συνεχίζουμε στην ίδια κατάσταση. Αυτό το οποίο είχα πει εγώ και πριν από δέκα χρόνια όταν είχα πρωτοέρθει στην Ελλάδα, και δίχως να θέλω να κάνω κριτική αυτή τη στιγμή, είναι πως εκείνα τα χρόνια μόνο ο Παναθηναϊκός είχε σωστές εγκαταστάσεις για να μπορέσει να λειτουργήσει τις ακαδημίες του. Πλέον αυτό το πράγμα δεν υφίσταται. Όλες οι ομάδες διαθέτουν εγκαταστάσεις και μπορούν να κάνουν δουλειά. Αλλά θα πρέπει να γίνεται και σωστή δουλειά. Αν εγώ ήμουν πρόεδρος μιας ομάδας και είχα δύο προπονητές θα έβαζα τον καλύτερο στις ακαδημίες και τον λιγότερο καλό στην πρώτη ομάδα. Αυτό το παράδειγμα το παραθέτω για να μπορέσω να τονίσω το γεγονός ότι στις ακαδημίες θα έπρεπε να γίνεται καλύτερη και ποιοτικότερη δουλειά ακόμα και από την πρώτη ομάδα. Διότι στις ακαδημίες έχεις τη δυνατότητα να φτιάξει ένα νέο ποδοσφαιριστή ο οποίος έχει το ταλέντο και την προοπτική και εσύ του μαθαίνεις πως παίζεται το ποδόσφαιρο. Σε έναν ποδοσφαιριστή 22-23 ετών δεν θα μπορέσεις ποτέ να του μάθεις κάποια πράγματα διότι τα έχει μάθει με ένα συγκεκριμένο τρόπο και δεν μπορείς να τα ξεριζώσεις από μέσα του και να του βάλεις άλλα καινούργια. Και επειδή στους συλλόγους που βρισκόμουν είχε συμβεί πολλές φορές να έχω νέους ποδοσφαιριστές που προέρχονταν από τις ακαδημίες, παρατηρούσα το εξής: οι ποδοσφαιριστές αυτοί είχαν προοπτική, είχαν ταλέντο, αλλά δεν κατανοούσαν καθόλου μα καθόλου τις βασικές αρχές του παιχνιδιού. Τους έκανα βασικές ασκήσεις και με κοιτούσαν λες και έκανα απίθανα πράγματα και μου έλεγαν: «α, έτσι παίζεται το ποδόσφαιρο;». Μιλάμε δηλαδή για πράγματα τα οποία είναι πολύ βασικά, πολύ απλά, αλλά για κάποιον που είναι 16 χρονών και θα τα μάθει εύκολα κάνοντάς τα κτήμα του. Στη συνέχεια θα έρχονται όλα φυσιολογικά. Είναι, όμως, πάρα πολύ δύσκολο όταν βρίσκεσαι στην πρώτη ομάδα και κυνηγάς τίτλους και φιλοδοξίες να μπορέσεις να βρεις το χρόνο για να ασχοληθείς με αυτούς τους νεαρούς ποδοσφαιριστές και να τους βγάλεις αυτά τα λάθος πράγματα που έχουν μάθει και να τους βάλεις αυτά που πρέπει να ήξεραν εξ αρχής. Αυτό που θέλω να πω για κάτι που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι ότι πάρα πολλές φορές ουσιαστικά κάνουμε τα αντίστροφα πράγματα από αυτά που πρέπει να γίνονται. Στην Ευρώπη θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό για κάποιον ποδοσφαιριστή που δεν έχει τη δυνατότητα και τις εμπειρίες να αγωνιστεί στην πρώτη ομάδα στην οποία ανήκει, είναι πολύ φυσιολογικό για αυτές τις ομάδες να δανείζουν αυτούς τους παίκτες ώστε να μπορούν να πάρουν κάποιες εμπειρίες και κάποια παιχνίδια στα πόδια τους για να επιστρέψουν και να διεκδικήσουν θέση βασικού. Εδώ στην Ελλάδα, οποτεδήποτε γίνεται αυτό σκεφτόμαστε αμέσως ότι ο προπονητής δε γουστάρει τον “α” ποδοσφαιριστή που θέλει να δανείσει στη “χ” ομάδα έτσι ώστε να πάρει παιχνίδια στα πόδια του. Τελικά αυτό που γίνεται είναι είτε να μη φεύγει και να φυτοζωεί στην ομάδα που ανήκει καθώς δεν πρόκειται να πάρει ευκαιρίες και να εξελιχθεί μέσα των παιχνιδιών, ή, αν φύγει τελικά και πάει σε κάποια ομάδα, να αισθάνεται και ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής δυσαρεστημένος και να σκέφτεται ότι δεν τον θέλει ο προπονητής. Αυτό έχει ως συνέπεια να μην καταβάλει την προσπάθεια που πρέπει στην ομάδα που πάει. Και πολλές φορές και η ομάδα που πηγαίνει τον δέχεται σαν παρακατιανό και απλά τον παίρνει και τον γυρίζει στην ίδια ακριβώς θέση που τον παρέλαβε χωρίς να τον βοηθάει να εξελιχθεί. Μπορώ να δώσω δύο παραδείγματα Ελλήνων ποδοσφαιριστών οι οποίοι κατάλαβαν πολύ καλά αυτά τα πράγματα που τους είπα. Μιλάω για τον Σωκράτη Παπασταθόπουλο και για τον Στέφανο Αθανασιάδη. Είναι ποδοσφαιριστές που τους πήρα μαζί, τους εξήγησα ότι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν τη δυνατότητα να αγωνιστούν, οπότε θεώρησα  ότι ήταν προτιμότερο για αυτούς να πάνε δανεικοί σε κάποιες ομάδες. Ο ένας πήγε στη Νίκη Βόλου για έξι μήνες, ο άλλος στον Πανσερραϊκό. Εκεί μπόρεσαν να κάνουν πράξη όλα όσα μάθαιναν τόσο καιρό στις προπονήσεις της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ και επέστρεψαν διεκδικώντας θέση βασικού. Και για να μη θεωρηθεί ότι μόνο με μένα συμβαίνει αυτό, πάρτε και το παράδειγμα του Μήτρογλου ο οποίος ήταν στον Ολυμπιακό, έφυγε δανεικός στον Πανιώνιο και στον Ατρόμητο, προσπάθησε πάρα πολύ, βελτιώθηκε πάρα πολύ μέσω των παιχνιδιών πλέον και διεκδικεί θέση βασικού. Αν δεν είχε πάει δανεικός ο Μήτρογλου όλα αυτά τα χρόνια για να αγωνιστεί σας εγγυώμαι ότι τώρα θα βρισκόταν στον Ατρόμητο και μέχρι εκεί θα ήταν η καριέρα του. Τίποτα παραπάνω. Αυτό που επίσης δεν μπορώ να καταλάβω είναι πως ενώ σε άλλες χώρες όπως η Γερμανία, η Ισπανία, η Αγγλία είναι κάτι σωστό και φυσιολογικό να φεύγουν οι ποδοσφαιριστές δανεικοί και αυτό που θεωρείται σωστό σε αυτές τις χώρες δεν είναι σωστό εδώ πέρα. Ή μάλλον εγώ ξέρω γιατί δεν είναι σωστό και θα το πω όσο κι αν μπορεί να μην ακούγεται ωραίο, όσο κι αν μπορεί να είναι σκληρό. Εγώ έχω μάθει να λέω την αλήθεια όπως τη βλέπω εγώ. Αυτό, λοιπόν, έχει να κάνει με το γεγονός ότι ενώ στην Ισπανία υπάρχει ένας Μέσι και ένας Ρονάλντο, εδώ στην Ελλάδα υπάρχουν τέσσερις Μέσι και τέσσερις Ρονάλντο!.. Με λίγα λόγια φουσκώνουμε πολύ εύκολα τα μυαλά των νεαρών ποδοσφαιριστών, τους κάνουμε να πιστεύουν ότι είναι κάτι που δεν είναι και με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά δυσχεραίνουμε πολύ την ανάπτυξη και τη βελτίωσή τους. Τους κάνουμε να πιστεύουν ότι είναι έτοιμοι ποδοσφαιριστές ενώ ουσιαστικά είναι ακόμα στην εξέλιξη και στη βελτίωσή τους. Με αυτόν τον τρόπο και αυτοί σταματούν να δουλεύουν γιατί θεωρούν ότι βρίσκονται στο αποκορύφωμα και ότι δεν χρειάζεται να κάνουν κάτι άλλο.Αυτό που λέω έχει να κάνει και με το ρεαλισμό. Ο ρεαλισμός είναι ένας χαρακτηρισμός που σημαίνει ότι ξέρω τις δυνατότητες μου και πάνω σε αυτές δουλεύω και προσπαθώ για το καλύτερο δυνατό. Δυστυχώς εδώ στην Ελλάδα δεν υπάρχει αυτός ο ρεαλισμός. Στην Ελλάδα ενώ έχουμε ένα θετικό, καθώς ως λαός έχουμε μια τεράστια αγάπη για το ποδόσφαιρο, υπάρχουν νεαροί ποδοσφαιριστές που θέλουν να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο και έχουν δεξιότητα να το κάνουν αυτό. Και αντί να πιανόμαστε από αυτό και να γίνεται σωστή εκμάθηση στην προπόνηση, εμείς βιαζόμαστε πάρα πολύ να αναγάγουμε τους ποδοσφαιριστές σε «παικταράδες» ή σε Μέσι ή σε Ρονάλντο και με αυτόν τον τρόπο να δυσκολεύουμε πάρα πολύ την εξέλιξή τους. Εμείς, λοιπόν, αυτό που πρέπει να κάνουμε για να φτάσουμε σε επίπεδο χωρών όπως η Ολλανδία, η Πορτογαλία που συστηματικά παράγουν ποδοσφαιριστές που είτε τους κρατούν για τις ομάδες τους είτε παίρνουν μεταγραφή για το εξωτερικό, είναι αυτό ακριβώς το πράγμα: να φτάσουμε στη θέση του παραγωγού γιατί πλέον δεν μπορούμε να είμαστε αγοραστές».

-Στα χρόνια που είσαστε στην εθνική ομάδα έχουν κληθεί πάνω από 55 ποδοσφαιριστές. Είχαμε συνηθίσει για πολλά χρόνια την εθνική να στηρίζεται σε έναν κορμό που σπάνια άλλαζε. Η δική σας φιλοσοφία, που λέει ότι όποιος είναι σε φόρμα παίζει, είναι τελικά η σωστή;
«Θέλω να πω πρώτα από όλα πως δεν υπάρχει κάτι σωστό και κάτι λάθος. Είναι απλά θέμα επιλογής του προπονητή. Ο κύριος Ρεχάγκελ είχε στο μυαλό του ένα συγκεκριμένο κορμό ποδοσφαιριστών τους οποίους εμπιστευόταν ανεξάρτητα του αν αγωνίζονταν στις ομάδες τους ή όχι. Σε κάθε περίπτωση αυτή ήταν η δική του ξεκάθαρη επιλογή. Όπως είδαμε ήταν πάρα πολύ επιτυχημένη. Έφερε τεράστιες επιτυχίες στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Απλώς το δικό μου το σκεπτικό δεν είναι αυτό. Το δικό μου το σκεπτικό είναι κάπως διαφορετικό. Εγώ πιστεύω ότι ναι μεν ο ομοσπονδιακός προπονητής θα πρέπει πάνω από όλα να ζει στο παρόν γιατί το παρόν είναι ουσιαστικά που κρίνει και την καριέρα του και αν θα συνεχίσει ή όχι. Αλλά θα πρέπει να έχει και στο μυαλό του το μέλλον. Όταν λέμε στο μέλλον εννοούμε δύο-τρία χρόνια πιο μετά για ποδοσφαιριστές οι οποίοι ενώ αυτή τη στιγμή δεν είναι έτοιμοι να αγωνιστούν από την αρχή στην εθνική Ανδρών και οι οποίοι σε 2-3 χρόνια θα αποτελούν το μέλλον αυτής της ομάδας. Για μένα, λοιπόν, αυτό που πρέπει να κάνω είναι να φέρνω στην εθνική ποδοσφαιριστές οι οποίοι θα αρχίσουν να παίρνουν τον αέρα των αποδυτηρίων της ομάδας, να μαθαίνουν τι σημαίνει να βρίσκεσαι στην εθνική ομάδα των ανδρών, να μαθαίνουν τους κανόνες, τον τρόπο λειτουργίας, τον τρόπο παιχνιδιού, έτσι ώστε να μπορούν όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή να είναι έτοιμοι να επωμιστούν το βάρος της ευθύνης αυτής της φανέλας και να ανταποκριθούν σωστά. Αυτή τη στιγμή ζούμε στο παρόν, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι αν δούμε τους πάνω από πενήντα ποδοσφαιριστές που έχουν κληθεί, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει ένας κορμός 15-16-17 ποδοσφαιριστών. Χωρίς κορμό δεν μπορείς να προχωρήσεις, αλλά πάνω σε αυτόν τον κορμό και έχοντας πάντα στο μυαλό μας το μέλλον φέρνουμε όσο το δυνατόν περισσότερους νέους ποδοσφαιριστές για να μπορέσουν και αυτοί να δουν πως είναι η εθνική ομάδα για να βασιστούμε στο μέλλον σε αυτούς».

-Ποιοι είναι αυτοί οι ποδοσφαιριστές στους οποίους θα χτιστεί η εθνική για τα επόμενα χρόνια;
«Νομίζω ότι αυτοί οι ποδοσφαιριστές είναι όσοι βρίσκονται περισσότερο μαζί μας το τελευταίο διάστημα. Καλούμε νέους ποδοσφαιριστές εδώ πέρα για να μπορέσουμε με αυτό τον τρόπο να δούμε το πώς προσαρμόζονται στην κατάσταση της εθνικής ομάδας. Τους έχουμε δει και ξέρουμε ότι είναι καλοί ποδοσφαιριστές, ξέρουμε τι μπορούν να κάνουν μέσα και έξω από το γήπεδο. Αυτό που μας βοηθάει είναι και τα άλλα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχουν για να ανήκουν στην εθνική ανδρών. Για παράδειγμα είναι το ομαδικό πνεύμα, είναι ο τρόπος λειτουργίας και ο τρόπος που βρίσκονται και αντιμετωπίζουν κάποιες καταστάσεις που βιώνουν στην εθνική ανδρών. Μπορεί δηλαδή ένας ποδοσφαιριστής να είναι πολύ καλός τεχνικά ή με την μπάλα στα πόδια, αλλά να μην «κολλάει» με την εθνική ανδρών για τον έναν ή τον άλλο λόγο. Ενώ κάποιος άλλος ποδοσφαιριστής ο οποίος μπορεί να μη σου γεμίζει πολύ το μάτι να είναι εδώ και να είναι σαν στο σπίτι του και να βοηθήσει πολύ το γκρουπ. Διότι ο τρόπος στην εθνική είναι τελείως διαφορετικός από ό,τι σε ένα σύλλογο όπου κάθε μέρα μπορείς να τον συναντήσεις, μπορείς να του μιλήσεις και να διορθώσεις κάποια πράγματα. Εδώ έχουμε τους ποδοσφαιριστές για ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και σε αυτό το διάστημα πρέπει να βγάλουν τον καλύτερό τους εαυτό και πριν από τις προπονήσεις και κατά τη διάρκεια των προπονήσεων και βέβαια στους αγώνες. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα φιλικά παιχνίδια είναι πολύ σημαντικά για αυτόν ακριβώς το λόγο. Πρέπει να βρεις ποδοσφαιριστές, να γνωρίσουν τι θα πει εθνική ομάδα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως με εξαίρεση τους Καραγκούνη, Κατσουράνη, Γκέκα οι οποίοι είναι σημαντικοί για την ομάδα και δεν ήταν στην αποστολή για την Ιρλανδία λόγω δικής μου επιλογής, το υπόλοιπο γκρουπ ποδοσφαιριστών έχει χαμηλό μέσο όρο ηλικίας. Αυτή, λοιπόν, τη στιγμή μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε ότι το μέλλον της εθνικής ομάδας βρίσκεται εδώ και θα είναι μαζί μας για τα επόμενα χρόνια».

-Το 2014 συμπληρώνετε τέσσερα χρόνια στην εθνική ομάδα. Φαντάζομαι θα θέλατε να το γιορτάσατε με πρόκριση στο μουντιάλ της Βραζιλίας. Ή μήπως και κάτι παραπάνω;
«Με πρόκριση στη Βραζιλία και μια πολύ καλή παρουσία η οποία θα συνοδευτεί τουλάχιστον με ανάλογα αποτελέσματα με αυτά που φέραμε στην Πολωνία».

-Απαντώντας για το οργανόγραμμα τονίσατε ότι σε 3-4 χρόνια θα μπορούμε να δούμε σημαντικά αποτελέσματα. Άρα στο μυαλό σας έχει βρεθεί ο τρόπος για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη καθημερινής τριβής στην προπόνηση, κάτι που προσφέρει μόνο ένας σύλλογος…
«Είναι λίγο πολύπλοκα τα πράγματα πάνω σε αυτό το κομμάτι. Αυτό το ζιζάνιο της καθημερινής τριβής είναι συνέχεια εκεί και προσπαθώ να αντισταθώ, αλλά γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο.»

-Η εθνική ομάδα έχει βρεθεί πολλές φορές το τελευταίο διάστημα στο στόχαστρο. Ή καλύτερα η εθνική έχει αποτελέσει πολλές φορές άλλοθι των συλλόγων. Μάλιστα είχατε παρουσιάσει το αναλυτικό πλάνο των προπονήσεων, πριν από το ματς με τη Βοσνία. Γιατί θεωρείτε ότι συμβαίνει αυτό;
«Αυτά δεν τα λέω εγώ! Εσείς τα λέτε (γέλιο). Η αλήθεια είναι πως θεωρώ ότι υπάρχει πολύ μεγάλη έλλειψη σεβασμού απέναντι στην εθνική ομάδα των ανδρών. Μια έλλειψη σεβασμού που είναι αδικαιολόγητη ως προς το τι προσφέρει αυτή η εθνική ομάδα και οι ποδοσφαιριστές που ανήκουν σε αυτή την ομάδα. Πραγματικά ενοχλήθηκα πάρα πολύ από αυτά τα οποία διάβασα και μου μεταφέρθηκαν και είδα, κυρίως πριν από τον αγώνα με τη Βοσνία. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί συμβαίνει αυτό. Νομίζω πάντως ότι είναι κάτι που πρέπει να σταματήσει. Είναι κάτι που ίσως βολεύει κάποιους να γίνεται. Εμείς σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να το ανεχθούμε διότι προσπαθούμε να κάνουμε την καλύτερη δυνατή δουλειά και κανείς δεν μπορεί να μας προσάψει οτιδήποτε αρνητικό για οτιδήποτε. Η αλήθεια είναι ότι η πλειονότητα του κόσμου ξέρει καλά τι συμβαίνει και συγχαίρει τους ποδοσφαιριστές καθώς υπάρχει ευχαρίστηση στον κόσμο για τη δουλειά που γίνεται στην εθνική. Είναι κρίμα που αυτό δεν ισχύει στο 100%, είναι κρίμα που κάποιοι προσπαθούν να σπιλώσουν το όνομα της εθνικής ομάδας. Εγώ βρίσκομαι στην Ελλάδα πάνω από δέκα χρόνια και βρέθηκαν κάποια πρόσωπα που προσπάθησαν να σπιλώσουν την αξία μου και να ρίξουν λάσπη πάνω στο όνομα που έχω προσπαθήσει και έχω χτίσει δύσκολα. Κι όμως κάποιοι δεν το σέβονται αυτό και θα συνεχίσουν να μην το σέβονται. Αυτό ήταν κάτι που με πείραξε εκείνη τη στιγμή, πλέον το έχω ξεπεράσει. Είναι κάτι που δεν θέλω να ανεχθώ ξανά. Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα η κριτική που γίνεται στο ποδόσφαιρο, αν αυτά που βλέπει μέσα στο γήπεδο τον ικανοποιούν ή όχι, και είναι τελείως διαφορετικό πράγμα να βάζουμε την αξία και την προσπάθεια που καταβάλει κάποιος σε αυτό το οποίο γίνεται. Ουσιαστικά εγώ αυτό δεν μπορώ. Την κριτική την ανέχομαι. Ο καθένας έχει δικαίωμα να έχει την άποψή του. Από εκεί και πέρα, είτε συμφωνώ είτε όχι, προχωράμε. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι όταν κάποιος προσπαθεί να με διαβάλλει και με βγάζει ανεπαρκή σε ένα αντικείμενο στο οποίο δουλεύω επαγγελματικά για πάρα πάρα πολλά χρόνια».

-Ποια η άποψή σας για τους συμπατριώτες σας Φερέιρα και Ζαρντίμ;
«Είναι αξιόλογοι προπονητές και οι δύο. Προπονητές που χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στην Πορτογαλία. Κατά την άποψη μου είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες. Πολύς κόσμος μιλάει θετικά για αυτούς και δεν έχω εγώ να προσθέσω κάτι πάνω σε αυτό».

-Ένα σχόλιο για τον Κώστα Κατσουράνη;
«Ο Κατσουράνης, είτε το θέλουν πολλοί είτε όχι, είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο για την Ελλάδα και το ελληνικό ποδόσφαιρο γενικότερα. Ήταν βασικότατο στέλεχος της ομάδας που κέρδισε το EURO το 2004. Είναι ένας ποδοσφαιριστής ο οποίος έχει καταφέρει να κάνει πάρα πολλά πράγματα στην καριέρα του. Έχει παίξει στο εξωτερικό σε σημαντικές ομάδες και για μεγάλο χρονικό διάστημα, όπως στην Πορτoγαλία για την Μπενφίκα. Νομίζω ότι η ιστορία θα τον αναδείξει μαζί με άλλες σημαντικές προσωπικότητες του ελληνικού ποδοσφαίρου όπως ο Ζαγοράκης, ο Καραγκούνης, ο Τσιάρτας και διάφοροι άλλοι.».

-Ο Καρνέζης είναι τελικά ο τερματοφύλακας που έψαχνε η Εθνική;
«Είναι η επιτομή του ποδοσφαιριστή ο οποίος προσπαθεί πάρα πολύ, ο οποίος θυσιάζει πάρα πάρα πολλά πράγματα. Έχει και αυτός ακούσει πάρα πολλά και έχει περάσει καταστάσεις δύσκολες και είναι πραγματικά η επιτομή του ποδοσφαιριστή που δεν τα παρατάει ποτέ και πιστεύει συνέχεια ότι μπορεί να φτάσει ψηλά. Έχει φιλοδοξία. Θα τον παρομοίαζα με την ιστορία της χελώνας, δηλαδή ένας ποδοσφαιριστής που ξεκίνησε σχετικά αργά αλλά δείχνει ότι το μέλλον του ανήκει και θα φτάσει εκεί που θέλει όσο χρόνο και να του πάρει. Θα έλεγα ότι ο Καρνέζης μαζί με άλλες μία-δύο περιπτώσεις αποτελούν το μέλλον της εθνικής για πάρα πάρα πολλά χρόνια. Είναι κρίμα που αυτή τη στιγμή οι άλλοι δύο τερματοφύλακες (σ.σ. Σηφάκης, Τζόρβας) για τους οποίους μιλάμε δεν αγωνίζονται στους συλλόγους τους. Είναι σε αγωνιστική απραξία. Αν και αυτοί αγωνιζόντουσαν τότε θα παρακολουθούσαμε έναν πολύ δυνατό συναγωνισμό για το νούμερο ένα. Αλλά δυστυχώς αυτή τη στιγμή κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει».