Διαβάστε την συγκινητική και διασκεδαστική επιστολή του Τζοέλ Εμπίντ στο ThePlayersTribune. Ο σούπερσταρ των Σίξερς περιγράφει τα παιδικά του χρόνια στο Καμερούν, πως έμαθε να σουτάρει από το… youtube και γιατί φώναζε «Κόμπι» όταν σούταρε σαν πιτσιρικάς.
It’s story time
«Σας ορκίζομαι, η ζωή μου είναι σαν ταινία.
Είναι ταινία.
Ξέρω σαχλούς τύπους που λένε κάτι τέτοια γιατί αγόρασαν, ξέρω ‘γω, ένα SUV, αλλά σας ορκίζομαι ότι μπορώ να το πω στ’αλήθεια. Θα σας το αποδείξω παρακάτω…
Αυτή είναι μια πραγματική ιστορία. Με το χέρι στο Ευαγγέλιο. Μετανάστευσα από το Καμερούν σε ηλικία 16 ετών, χωρίς να ξέρω καθόλου αγγλικά, χωρίς να ξέρω ούτε έναν άνθρωπο στην Αμερική, χωρίς να είμαι σε θέση να αντιληφθώ την κουλτούρα πέρα από τη βασική χιπ-χοπ. Ξέρω ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που ξέρουν την ιστορία μου, αλλά δεν νομίζω ότι καταλαβαίνουν στ΄ αλήθεια πόσο παλαβή είναι. Είχα ξεκινήσει να παίζω μπάσκετ κυριολεκτικά – κυριολεκτικά – τρεις μήνες πριν μου προσφερθεί η ευκαιρία να παίξω στο high school της Φλόριντα.
Μπορούσα να καρφώσω, αλλά δεν μπορούσα να πιάσω τη μπάλα.
Έτσι πήγα στην προπόνηση την πρώτη ημέρα, και ήμουν τόσο κακός που ο προπονητής με έδιωξε από το γήπεδο. Δεν ήξερα τι έκανα. Ήμουν τόσο λεπτοκαμωμένος, τόσο εύθραυστος. Αλλά το χειρότερο ήταν ότι όλοι οι συμπαίκτες μου γελούσαν και με έδειχναν με το δάχτυλο, σαν τα κωλόπαιδα στις μαθητικές ταινίες. Ήταν τρελό. Κοιτούσα αυτούς τους τύπους, καλά καλά δεν καταλάβαινα τι έλεγαν και ήμουν σε φάση «γαμώτο ρε παιδιά, ας έχουμε πίστη στη διαδικασία» (let’s start the process).
Αυτοί ήταν σε φάση «μπα, είσαι χάλιας».
Φίλε, γύρισα στο δωμάτιό μου και έκλαψα. Σκεφτόμουν πως αυτό είναι τρελό. Τι κάνω εδώ; Δεν μπορώ να παίξω. Γυρίζω σπίτι.
Αλλά την ώρα που καθόμουν στο δωμάτιο μου ακούγοντας Lil Wayne ή κάτι τέτοιο, σκεφτόμενος αυτούς τους τύπους που έσπαγαν πλάκα μαζί μου, ξαφνικά η ανταγωνιστική μου πλευρά υπερίσχυσε. Μου έδωσαν μεγάλο, μεγάλο κίνητρο. Το λατρεύω όταν κάποιοι λένε ότι δεν μπορώ να κάνω κάτι. Με κάνει να θέλω απεγνωσμένα να τους αποδείξω ότι κάνουν λάθος. Οπότε είπα στον εαυτό μου, «
εντάξει, θα δουλέψω και μετά θα δουλέψω μέχρι να είμαι καλός. ΚΟΜΠΙ».
Βελτιωνόμουν συνεχώς, ειδικά γύρω από τη στεφάνη, αλλά ακόμη δεν μπορούσα να σουτάρω. Οπότε ξεκίνησα να δουλεύω μαζί με ένα συμπαίκτη μου, τον Μάικλ Φρέιζερ τον δεύτερο. Τον θυμάστε; Ο τύπος ήταν σουτέρ. Θανατηφόρος σουτέρ. Είχε βάλει 11 τρίποντα σε ένα παιχνίδι. Οπότε μετά την προπόνηση έκανα ασκήσεις τριπόντου μαζί του και φυσικά με διέλυε. Δεν ήμουν σε φόρμα, δεν ήξερα τα βασικά. Πετάω τούβλα. Αλλά δεν άντεχα να χάνω από αυτόν τον τύπο κάθε μέρα. Ήμουν τόσο ανταγωνιστικός που σκέφτόμουν πως πρέπει να τον κερδίσω. Πρέπει να βρω τον τρόπο.
Οπότε ένα βράδυ άραζα. Χάζευα στο Youtube και σκέφτομουν πώς να λύσω αυτό θέμα με το σουτ.
Ψάχνω στην εύρεση:
ΠΏΣ ΝΑ ΣΟΥΤΑΡΕΤΕ ΤΡΙΠΟΝΤΑ.
Μπα.
ΠΏΣ ΝΑ ΣΟΥΤΑΡΕΤΕ ΣΩΣΤΑ
Μπα.
Εκείνη τη στιγμή μου ήρθε η ιδέα. Πληκτρολόγησα τις μαγικές λέξεις.
ΛΕΥΚΟΙ ΣΟΥΤΑΡΟΥΝ ΤΡΙΠΟΝΤΑ.
Ακούστε, ξέρω ότι αυτό είναι στερεότυπο, αλλά έχετε δει ποτέ έναν φυσιολογικό 30χρονο λευκό να σουτάρει τρίποντο; Ο αγκώνας τους είναι μαζεμένος, φίλε. Τα γόνατα τους έχουν λυγίσει. Η μηχανική τους είναι τέλεια. Πάντα. Πως είναι με τους μεγαλύτερους τύπους στην Αμερική, που φοράνε πάντα σορτς EVERLAST στο παρκέ; Αυτός ο τύπος είναι πάντα πρόβλημα, το σορτσάκι του είναι πάντα μούσκεμα.
Αυτοί είναι οι τύποι από τους οποίους έμαθα από το Youtube. Τυχαίοι άνθρωποι που σούταραν τρίποντα με άψογο στυλ. Εγώ και ο Μάικλ θα παίζαμε μετά την προπόνηση για ώρες και απλά προσπαθούσαμε να μιμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο σούταραν τη μπάλα, κι έτσι ξεκίνησα να είμαι ανταγωνιστικός. Ήταν τρελό, γιατί από τη στιγμή που κατάφερα να σκοράρω από λίγο πιο μακριά άλλαξε όλο το παιχνίδι μου. Οι ομάδες δεν μπορούσαν πια να με σημαδέψουν, και ξεκίνησα να τα πηγαίνω πολύ καλύτερα.
Ξέρω πως πολλοί θα πουν ότι υπερβάλλω, αλλά αυτή είναι μια πραγματική ιστορία. Δεν ήξερα ποιος ήταν ο Τζέι-Τζέι Ρέντικ σε εκείνο το σημείο. Γνώριζα ελάχιστα για το ΝΒΑ γιατί κανείς δεν το παρακολουθούσε στο Καμερούν. Και όχι, δεν ενοοώ ότι ήμασταν τόσο φτωχοί που δεν είχαμε τηλεόραση. Είχαμε τηλεόραση. Είχαμε μια αρκετά φυσιολογική ζωή. Οι Αμερικανοί έχουν τρελές ιδέες για την Αφρική, νομίζουν ότι είναι μια μεγάλη χώρα.
Όχι, ο λόγος που δεν μπορούσαν να παρακολουθήσω NBA ήταν ότι η μητέρα μου ήταν πάρα πολύ αυστηρή γύρω από το σχολείο. Δεν αστειευόταν. Δεν μπορούσα ποτέ να ξενυχτήσω για να παρακολουθήσω τα παιχνίδια. Κάθε μέρα το πρόγραμμα ήταν: ξύπνα, φάε, πήγαινε στο σχολείο από τις επτά ως τις πέντε, μελέτησε μελέτησε μέχρι τα μεσάνυχτα. Σας λέω, το σχολείο είναι πολύ εύκολο στην Αμερική. Στο Καμερούν είναι παλαβό. Το δημοτικό είναι σαν κολέγιο. Δεν είχα φίλους γιατί το μόνο που έκανα ήταν να κοιμάμαι και να μελετώ τα μαθήματά μου.
Θυμάμαι την εποχή που στο Καμερούν είχαμε τη Χρυσή Γενιά, στο Μουντιάλ του 2002. Ήμουν οκτώ ετών και εκλιπαρούσα τη μητέρα και τον πατέρα μου να με αφήσουν να πάω να παίξω ποδόσφαιρο. Αλλά δεν το συζητούσαν. Οπότε όταν μεγάλωσα έγινα λίγο πιο τολμηρός και ξεγλιστρούσα από το σπίτι για να παίξω.
Υπήρχε ένα διάστημα μίας ώρας μετά το σχολείο στην οποία η μητέρα μου δεν είχε επιστρέψει ακόμη και το ποδοσφαιρικό γήπεδο ήταν ακριβώς δίπλα στο σπίτι μας, οπότε είχα σχέδιο. Έτρεχα σπίτι μετά το σχολείο και τοποθετούσα την τσάντα μου πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, ανοίγοντας ένα βιβλίο πάνω του, υπογραμμισμένο, σαν να είμαι σε φάση διαβάσματος, παντού μολύβια και χαρτιά. Μόλις τα ετοίμαζα όλα, έτρεχα στο γήπεδο. Έγινα τόσο καλός σε αυτό το σχέδιο που μπορούσα να ακούσω το αυτοκίνητο της μητέρας μου που ερχόταν από το βάθος του δρόμου. Ήταν στην άλλη άκρη και αν ήμουν πολύ μακριά από΄εκεί, όποιος έπαιζε τερματοφύλακας μπορούσε να δει το αυτοκίνητο και έβαζε τις φωνές: «Τζοέλλλλλ! Η μαμά σου έρχεται, τρέχα!».
Και έτρεχα στο σπίτι, έκρυβα τα παπούτσια μου και καθόμουν στο τραπέζι ιδρωμένος, σαν να σκεφτόμουν πολύ έντονα, σε σημείο λιποθυμίας. Είχα 25 δευτερόλεπτα πριν η μαμά μου παρκάρει, βγάλει τα παπούτσια της και μπει στο σπίτι για να σιγουρευτεί ότι διαβάζω.
Καθόμουν εκεί με ένα ποτήρι χυμό ή κάτι τέτοιο και χαμογελούσα με στυλ «για σου μαμά, εγώ είμαι, ο καλός σου γιος».
Η πρώτη φορά που είδα αγώνα του ΝΒΑ ήταν στους τελικους του 2009.
Λέικερς εναντίον Μάτζικ.
Ντουάιτ. Πάου. Όντομ. ΚΟΜΠΙ.
Δεν είχα δει ποτέ κάτι τέτοιο. Παρακολουθούσα αυτούς τους τύπους να σουτάρουν με 100% ευστοχία. Όλα πήγαιναν μέσα. Ο τρόπος που κινούνταν, η αθλητικότητα τους, μου φαίνονταν τα πιο κουλ πράγματα στον κόσμο.
Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα: αυτό θέλω να κάνω.
Παρακάλεσα τη μητέρα και τον πατέρα μου. Τους παρακάλεσα για ένα χρόνο.
Ο πατέρας μου μου είπε πως «κανένας δεν παίζει μπάσκετ στο Καμερούν. Να παίξεις βόλεϊ».
Και σκέφτηκα, «τι; Βόλεϊ;»
Σε εκείνη την περίοδο είχα ήδη αρχίσει να ακούω αμερικανική χιπ χοπ στο ίντερνετ και προσπαθούσα να τραγουδάω τους στίχους για να φαίνομαι κουλ, ακόμα και αν δεν ήξερα γρι αγγλικά. Κυκλοφορούσα στο σχολείο τραγουδώντας τραγούδα του Lil Wayne και της Ciara. Τα θυμάστε; Οι μοναδικές φράσεις που μπορούσα να προφέρω στα αγγλικά ήταν «Hello, good morning» και μετά «I ain΄t never had nobody do me like you» (σ.σ στίχος τραγουδιού).
Αυτή ήταν η επαφή μου με την αμερικανική κουλτούρα, Bow Wow, Kayne και Κόμπι. Μερικές φορές πήγαινα στο γήπεδο δίπλα στο σπίτι μου και κάθε φορά που σούταρε φώναζα «Κόμπι!».
Φανταστείτε το. Είμαι εκεί, σουτάρω τούβλα, φωνάζω Κόμπι, σε ένα σπασμένο καλάθι στο Καμερούν.
Επτά χρόνια αργότερα, έπαιζα απέναντι στον Κόμπι.
Είναι ταινία. Είναι αλήθεια ταινία.
Όταν άνθρωποι ακούνε την ιστορία μου, σκέφτονται πως «εντάξει, ανακάλυψαν αυτό το τεράστιο ταλέντο στην Αφρική, αυτός ο τύπος ήρθε εδώ και άρχισε να «σκοτώνει» στο παρκέ». Στο Κάνσας, στο ΝΒΑ, παντου.
Μπα. Δεν το πιάνετε καν.
Όταν ήμυον 16, ο Λουκ Εμπα Α Μούτε με προσκάλεσε στο camp που διοργανώνει κάθε καλοκαίρι στο Καμερούν και ο μοναδικός λόγος ήταν επειδή ήμουν 2.08. Ήμουν τόσο αγχωμένος που δεν εμφανίστηκα καν την πρώτη ημέρα. Τη δεύτερη εμφανίστηκα, με έβαλαν στο παιχνίδι και κάρφωσα στο πρόσωπο κάποιου.
Νομίζω ότι φοβόμουν τόσο πολύ που η αδρεναλίνη μου κυριάρχησε.
Από το πρώτο παιχνίδι. Δεν κάρφωσα απλώς. Κάρφωσα στο πρόσωπο κάποιου.
ΩΠΑ.
Ήμουν φυσικά κάκιστος, αλλά ήταν αρκετό. Μπορούσαν να δουν κάτι σε μένα. Κέρδισα μια θέση στο Basketball Without Borders στη Νότιο Αφρική. Δύο μήνες αργότερα βρισκόμουν σε ένα αεροπλάνο, πηγαίνοντας στη Φλόριντα, όπου θα πήγαινα λύκειο.
Ένα χρόνο αργότερα διάλεξα το κολέγιο του Κάνσας.
Δεν ήξερα καν τι ήταν η March Madness. Δεν ήξερα ποιες ήταν οι καλές ομάδες. Ο μοναδικός λόγος που διάλεξα το Κάνσας ήταν γιατί ο Λουκ μου είπε πως «το Κάνσας είναι το καλύτερο, να πας εκεί».
Οπότε πήγα στο Κάνσας.
Αυτή που ακολουθεί είναι ακόμη μια αληθινή ιστορία, μα το Θεό.
Στην πρώτη μου προπόνηση στο Κάνσας, ο Ταρίκ Μπλακ μου κάρφωσε τόσο δυνατά τη μπάλα που σχεδόν τα παράτησα. Ο Ταρίκ μου κάρφωσε τη μπάλα και εγώ έψαχνα εισιτήρια για να γυρίσω σπίτι. Ήταν τελειόφοιτος, άντρας. Δεν ήξερα τι μου γινόταν. Πήρε το ριμπάουντ από δικό του άστοχο σουτ και μου κάρφωσε τόσο δυνατά, τόσο που όλα μου φαινόταν ότι κινούννταν σε αργή κίνηση.
Η μπάλα κατέληξε στο κεφάλι μου. Το χειρότερο ήταν ότι όλη η γυναικεία ομάδα του Κάνσας ήταν στις κερκίδες, παρακολουθώντας. Όλο το γήπεδο γελούσε σε βάρος μου. Ήταν τρελό, σαν σίριαλ.
Αμέσως μετά πήγα κατευθείαν στο γραφείο του Μπιλ Σελφ και είπα: «δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν μπορώ να παίξω με αυτούς τους τύπους».
Και ο Μπιλ μου είπε: «Τι; Είσαι σοβαρός; Σε δύο χρόνια θα είναι Νο.1 στο ντραφτ του ΝΒΑ».
Το θέμα είναι ότι με είχαν προειδοποιήσει ότι όλοι οι προπονητές στο κολλέγιο λένε ψέμματα. Οπότε νόμιζα ότι προσπάθησε να με καλοπιάσει. Οπότε σκέφτηκα πως εντάξει, θα συνεχίσω, τουλάχιστον θα μου μείνει ένα πτυχίο, κάτι που θα κάνει τη μαμά μου χαρούμενη.
Το μοναδικό πράγμα που με έκανε να συνεχίσω ήταν ο τρόπος που με μεγάλωσαν οι γονείς μου. Πάντα μας έλεγαν να συνεχίσουμε να δουλεύουμε, ό,τι και να συνέβαινε. Είχα ένα DVD από τον προπονητή μου στο Καμερούν, το οποίο μου το είχε στείλει όταν είχα πρωτοπάει στην Αμερική. Ήταν μια ταινία μιας ώρας με τον Χακίμ Ολάζουον και άλλους θρυλικούς ψηλούς. Παρακολουθούσα εκείνο το DVD κάθε μέρα για τρία χρόνια. Μελετουσα τον τρόπο που κινούνταν ο Χακιμ και προσπαθούσα να τον μιμηθώ.
Τα κατάφερα στο high school, τα κατάφερα και στο Κάνσας.
Έβαζα στο μυαλό μου τη σκέψη πως ήμουν ένας καλός παίκτης. Η δύναμη του μυαλού είναι απίστευτη. Στην πραγματικότητα ήμουν χάλια. Αλλά έπειθα τον εαυτό μου ότι ήμουν ο Χακίμ. Και ξεκίνησα να βελτιώνομαι. Και μετά ξεκίνησα να ξεχωρίζω.
Υποκρινόμουν στο δρόμο μου για το ΝΒΑ. Ειλικρινά βρέθηκα εκεί παρακολουθώντας Youtube και μένοντας στο γήπεδο. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς. Θυμάστε τη στιγμή που ο Κέβιν Γκαρνέτ κέρδισε τον τίτλο με τους Σέλτικς και ούρλιαζε σαν τρελός: «ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΊΝΑΙ ΔΥΝΑΤΑΑΑΑΑΑΑΑ».
Αυτό με αγγίζει. Αυτή είναι η ζωή μου. Συνέβη τόσο γρήγορα που σχεδόν δεν βάζει νόημα.
Η πιο σουρεαλιστική στιγμή ήταν όταν ο Κόμπι αποσυρόταν, και έπαιξε το τελευταίο του παιχνίδι στη Φιλαδέλφεια. Μετά το παιχνίδι μας έφτιαξαν ένα μικρό χώρο προκειμένου να μιλήσουμε για ένα λεπτό. Μπήκε μέσα, του έσφιξα το χέρι και του είπα «ξέρω ότι σου το λένε όλοι, αλλά εγώ κυριολεκτικά ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ εξαιτίας σου επτά χρόνια πριν. Όποτε έκανα ένα σουτ, φώναζα «ΚΟΜΠΙΙΙΙΙ!».
Γέλασε και μιλήσαμε για ένα λεπτό, και λίγο πριν φύγει μου είπε μια ατάκα Κόμπι. Στους περισσότερους ανθρώπους δεν σημαίνει τίποτα, αλλά για μένα ήταν σουρεαλιστικό. Ήταν σαν στιγμή από βιντεοπαιχνίδι.
Είπε, με τον τρόπο του, «Ο.Κ, νεαρέ. Συνέχισε να δουλεύεις. Συνέχισε να δουλεύεις».
Ευχαριστώ Κόμπι. Ευχαριστώ Χακίμ. Ευχαριστώ, μαμά και μπαμπά. Ευχαριστώ Κάνσας. Ευχαριστώ Φιλαδέλφεια. Ευχαριστώ, Lil Bow Wow. Σας ευχαριστώ, τυχαίοι λευκοί άνθρωποι.
Είναι σαν ταινία σας λέω».
Πρωτότυπο κείμενο: https://www.theplayerstribune.com/en-us/articles/joel-embiid-its-story-time