Ο Αμερικανός φόργουορντ έρχεται στο τριφύλλι για να γεμίσει τα παπούτσια του Ντίνου Μήτογλου, όμως οι δυο τους είναι αρκετά διαφορετικοί παίκτες.

Ο Γουάιτ είναι «παίκτης του προπονητή». Όχι οποιουδήποτε προπονητή, αλλά εν προκειμένω του Δημήτρη Πρίφτη. Με αυτόν έκανε αίσθηση στο ελληνικό πρωτάθλημα με τη φανέλα του Άρη, πήρε προαγωγή για το ΝΒΑ και το Μαϊάμι, σε αυτόν επέστρεψε όταν διάλεξε ξανά το δρόμο της Ευρώπης στην Ούνικς Καζάν.

Στα χαρτιά ο 28χρονος Νεοϋορκέζος καταφθάνει στην Αθήνα για να πάρει τη θέση του Ντίνου Μήτογλου στο «4», όμως τα αγωνιστικά τους χαρακτηριστικά διαφέρουν σημαντικά. Ο Γουάιτ είναι ένας αθλητικός φόργουορντ 203 εκατοστών που ανήκει στις δύο θέσεις των φόργουορντ, ξεκινώντας φυσικά από το «4». Τα γρήγορα πόδια του και η ικανότητα του στην άμυνα στη μπάλα μπορούν να τον φέρουν υπό συνθήκες και στο «3», αφού είναι σε θέση να μαρκάρει αντίπαλους περιφερειακούς.

Το επιθετικό του πακέτο είναι αρκετά περιορισμένο και ταιριαστό σε παίκτη με συμπληρωματικό ρόλο. Σε αυτό πιθανότατα έπαιξε η τετραετής περιπλάνηση του σε ΝΒΑ και G League, αφού σε αυτό το διάστημα έπαιξε μόλις 44 αγώνες στον «μαγικό κόσμο» με μέσο όρο 13 λεπτά. Η πιο ελπιδοφόρα χρονιά του ήταν το 2016-17 με 35 ματς (13.5 λεπτά, 2.8π, 2.3ρ), ενώ την επόμενη διετία έπαιξε 9 ματς στο σύνολο.

Τελείωσε το περσινό Eurocup με 10.1 πόντους μέσο όρο σε 21 αγώνες (17 βασικός) με 46% δίποντο και 32% τρίποντο, ξεχωρίζοντας στα ριμπάουντ (5.4 συνολικά, 1.8 επιθετικά). Στην VTB είχε παραπλήσια νούμερα (11.7 πόντοι, 5.2 ριμπάουντ, 47% δίποντο, 35% τρίποντο). Σούταρε 3.8 τρίποντα ανά αγώνα και έπαιρνε σημαντικό κομμάτι της παραγωγικότητας του από τα επιθετικά ριμπάουντ στα οποία έχει έφεση. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί stretch-4 αφού το τρίποντο του είναι ασταθές, με αγαπημένη θέση την κορυφή από την οποία σούταρε πάνω από 50% πέρσι στην VTB.

Το παιχνίδι με πλάτη του είναι εξαιρετικά περιορισμένο, πράγμα που του περιορίζει σημαντικά και την ικανότητα στη δημιουργία από το χαμηλό ποστ. Από την άλλη είναι αξιοπρεπής σουτέρ θέσης, ειδικά αν βρει ρυθμό, ενώ από παιχνίδι με τη μπάλα στο παρκέ… λίγα πράγματα και σχεδόν αποκλειστικά πηγαίνοντας δεξιά.

Στα μεγάλα του όπλα συγκαταλέγεται η αγωνιστικότητα, η έφεση στο ριμπάουντ και η ικανότητα να μαρκάρει διαφορετικές θέσεις και να υπηρετήσει τη μόδα της εποχής, την άμυνα με αλλαγές. Σε αντίθεση με τον Μήτογλου, δεν φαίνεται εύκολο να μετακομίσει στο «5» παρά μόνο σε καταστάσεις… καμικάζι, σε πεντάδες με Σαντ-Ροος, Παπαπέτρου, Χεζόνια (;) και τον ίδιο που σκοπό θα έχουν να κρύψουν το καλάθι με το μέγεθός τους.