Στη διαφορά του Παναθηναϊκού από τον Ολυμπιακό αναφέρεται ο Μάικ Μπατίστ στην αυτοβιογραφία του. Ο πρώην παίκτη του «τριφυλλιού» μιλάει για τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, για το φάουλ του Δημήτρη Διαμαντίδη στον Σκούνι Πεν, στους τελικούς της σεζόν 2006-2007, καθώς επίσης και στην καριέρα του στο «τριφύλλι». Μέρος της αυτοβιογραφίας του δημοσιεύει το «Βήμα της Κυριακής». Αναλυτικά:
Για τα παιδικά του χρόνια: «Ήμασταν σε μια γειτονιά, όπου οι σφαίρες πετούσαν σαν σφήκες το καλοκαίρι και εσύ απλώς έπρεπε να μην είσαι ο άτυχος. Είχα φιλαράκια, που σκοτώθηκαν από σφαίρα. Ο Καρίμ, ο Μάικλ Τζόουνς και κάποιοι ακόμη, που είχαν την ατυχία να βρίσκονται σε λάθος σημείο τη λάθος στιγμή και δεν υπάρχουν πια. Τώρα, που το σκέφτομαι, το γεγονός ότι δεν βρέθηκα στη θέση τους μπορεί να οφείλεται είτε σε τύχη είτε σε πρόληψη. Στη μάνα μου, πάντως, οφείλεται σίγουρα, γιατί πάντα μας έλεγε ιστορίες για να μας τρομάξει και να προστατεύουμε τον εαυτό μας. Ήθελε να μας κρατήσει μακριά από όλα αυτά, γιατί η οικογένειά μου έχει φρικτή εμπειρία από συμμορίες. Η μεγάλη αδελφή μου ήταν μέλος σε μια από αυτές. Ήταν μέσα στα ναρκωτικά, μπαινόβγαινε στις φυλακές και όλο αυτό ήταν μεγάλο τραύμα για τα υπόλοιπα αδέλφια και φυσικά για τη μητέρα μας. Τώρα είναι εντάξει, αλλά τότε ήταν πολύ δύσκολο να βλέπεις έναν δικό σου άνθρωπο, που αγαπάς τόσο πολύ και σε αγαπάει κι αυτός, να υποφέρει εξαιτίας εκείνου του συγκεκριμένου τρόπου ζωής. Είναι μαχαιριά στην καρδιά να βλέπεις τη μεγάλη αδερφή σου να περνά 1,5 χρόνο την πρώτη φορά και μετά άλλα τρία χρόνια στη φυλακή, γιατί συμμετείχε σε κυκλώματα που εξαπατούσαν κόσμο ή διακινούσε ναρκωτικά για λογαριασμό του φίλου της, αναλαμβάνοντας εκείνη την ευθύνη. Είναι μαχαιριά γιατί δεν αντέχεις να δεις έναν δικό σου άνθρωπο, την ίδια σου την αδερφή, πίσω από τις μπάρες της φυλακής και να είσαι υποχρεωμένος να της μιλάς πίσω από αυτό το χοντρό τζάμι με το ακουστικό του τηλεφώνου, όπως στις ταινίες».
Για την έλευσή του στον Παναθηναϊκό: «Θυμάμαι την πρώτη προπόνησή μου στο κλειστό του Σπόρτιγκ και φυσικά δεν είχα ιδέα ούτε πού είναι ούτε τι είναι το Σπόρτιγκ. Εκείνη την περίοδο δεν οδηγούσα καν. Ήμουν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, που οδηγούσε ο φροντιστής μας, Λεωνίδας Ζαρμακούπης. Εκείνος μας πήγαινε και μας έφερνε, οπότε κάποια στιγμή, λέει “φτάσαμε, αυτό είναι το γήπεδο”. Τον ρώτησα “τι εννοείτε; Το γήπεδο είναι μέσα σε πολυκατοικία;”. Ήμουν μαζί με τον Κένιον, ο οποίος ήξερε το γήπεδο και μόνον όταν τους είδα να μου γνέφουν καταφατικά, πείστηκα ότι δεν μου έκαναν πλάκα και ότι αυτή ήταν όντως η έδρα του Παναθηναϊκού. Μπαίνουμε μέσα, ακούω τις μπάλες, οπότε συνειδητοποιώ ότι πρόκειται για γήπεδο μπάσκετ. Ερχόμενος από το ΝΒΑ, όπου όλα τα γήπεδα είναι 18.000 – 20.000 θέσεων, δεν ήταν και τόσο εύκολο για μένα, μολονότι ο Μάνος μου είχε εξηγήσει ότι λόγω των έργων για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, η ομάδα ήταν υποχρεωμένη να μετακομίσει σε ένα μικρότερο γήπεδο. Αλλά τόσο μικροσκοπικό; Κατεβαίνουμε, λοιπόν, τα σκαλιά και αμέσως μετά ανεβαίνουμε τις επόμενες σκάλες, που οδηγούν στο παρκέ του γηπέδου. Και τότε παθαίνω σοκ! «Πού διάολο ήρθα;», ήταν η πρώτη σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου. “Αυτό δεν κάνει ούτε για προπονητήριο”. Έτσι όπως περιβάλλεται με τσιμέντο ο αγωνιστικός χώρος, το γήπεδο έμοιαζε περισσότερο με πισίνα, η οποία σκέφτηκα ότι θα γέμιζε για να διεξαχθούν κολυμβητικοί αγώνες και θα άδειαζε για να φιλοξενούνται οι αγώνες μπάσκετ. Κι έπειτα, οι οπαδοί θα ήταν ακριβώς από πάνω σου σε απόσταση αναπνοής. “Ξέχασέ τα όλα αυτά”, είπα στον εαυτό μου. “Είσαι εδώ για έναν λόγο, με έναν στόχο και το τελευταίο πράγμα που πρέπει να σκέφτεσαι είναι το γήπεδο, που θα χρησιμοποιεί ως έδρα ο Παναθηναϊκός”. Το μπάσκετ, άλλωστε, είναι μπάσκετ. Μπαίνω στα αποδυτήρια, βάζω τα παπούτσια μου και είμαι έτοιμος».
Για τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς: «Γυρίζει ο κόουτς Ομπράντοβιτς και απευθυνόμενος στους πέντε παίκτες που θα έπαιζαν στα τελευταία 5,8 δευτερόλεπτα ρωτάει “τι θέλετε να κάνουμε; Φάουλ και να τους στείλουμε στη γραμμή ή να παίξουμε άμυνα;” Η πεντάδα ήταν Σπανούλης, Διαμαντίδη, Νίκολας, Περπέρογλου και εγώ. Ήταν κάτι σπάνιο για τον κόουτς, ο οποίος σε τόσο κρίσιμες στιγμές συνήθως αποφάσιζε μόνος του, μάς το ανακοίνωνε και ζητούσε απλώς να εκτελέσουμε το πλάνο του. Πρέπει να είχε ξανασυμβεί στο παρελθόν, αλλά δεν θυμάμαι καν το πότε. Τόσο σπάνιο ήταν. Τού απαντάμε, λοιπόν, “θέλουμε να παίξουμε άμυνα”, όλοι και οι πέντε. Είχαμε εμπιστοσύνη στην άμυνά μας και ο στόχος ήταν να μην τους αφήσουμε να σκοράρουν για τρεις. Αν κατάφερναν να σκοράρουν δίποντο, τουλάχιστον θα είχαμε άλλα πέντε λεπτά στην παράταση. “Ωραία, ας παίξουμε άμυνα”, ήταν η αντίδραση του Ομπράντοβιτς και παίρνουμε θέσεις για την επαναφορά της μπάλας από την ΤΣΣΚΑ. Οι προπονητές μας ήξεραν ότι θα έκανε την επαναφορά ο Σμόντις και μου ζητούν να τον αναλάβω εγώ. Αν ξαναδείτε το βίντεο, θα διαπιστώσετε ότι χοροπηδάω για να δυσκολέψω την επαναφορά. Βρίσκει, όμως, τον Σίσκα, ο οποίος ντριμπλάρει μερικές φορές προς τα δεξιά, γυρίζει το κορμί του και εξαπολύει ένα σουτ τριών πόντων χωρίς ισορροπία. Αμέσως λέω “πάει μέσα”! Αυτό σκέφτηκα» (σ.σ. και όμως ο Λιθουανός αστόχησε και ο ΠΑΟ στέφθηκε πρωταθλητής Ευρώπης στο Βερολίνο το 2009).
Για τον Ολυμπιακό: «Πνευματικά ήμασταν κάθε φορά πιο ισχυροί από τους αντιπάλους μας. Στο παρκέ ήμασταν συνήθως καλύτεροι. Όχι πάντα, αλλά τις περισσότερες φορές. Ίσως την περίοδο 2010-11 ο Ολυμπιακός να ήταν λίγο καλύτερος, αλλά πνευματικά ήμασταν πιο δυνατοί. Και όταν βλέπουμε τις δηλώσεις για τους διαιτητές στις εφημερίδες, ξέρουμε ότι σας έχουμε. Εσείς μιλάτε για κάτι άλλο, ενώ εμείς μιλάμε για το παιχνίδι, για το πώς θα σας κερδίσουμε. Είμαστε πιο συγκεντρωμένοι από σας σε αυτό που πρέπει να κάνουμε. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού. Πάντα ψάχνουν για δικαιολογίες, ότι έφταιξε εκείνο ή το άλλο. Εμείς στον Παναθηναϊκό δεν ψάχνουμε άλλοθι. Τίποτε δεν μας έχει δοθεί απλόχερα, όλα τα έχουμε κερδίσει με πολύ κόπο. Τα πρωταθλήματα, τα κύπελλα, τα ευρωπαϊκά τρόπαια. Δουλέψαμε μέρα – νύχτα για να τα κατακτήσουμε. Δεν καθόμασταν με σταυρωμένα χέρια περιμένοντας να έλθει η διοργανώτρια αρχή της Ευρωλίγκας και να μας πει “πάρτε το πρώτο τρόπαιο, μετά το δεύτερο, μετά το τρίτο”. Ουδείς μας χάρισε κάτι. Δουλέψαμε για αυτά που έχουμε κατακτήσει. Αν σταματούσαν να κλαίγονται, ίσως, λέω ίσως, να είχαν κατακτήσει και εκείνοι κάτι, ποιος ξέρει;…»
Για το φάουλ του Διαμαντίδη στον Πεν: «Μη νομίζετε, όμως, ότι θα προσπεράσω την τελευταία φάση με πρωταγωνιστές τον Μήτσο και τον Σκούνι Πεν (σ.σ.: τρίτος τελικός ΠΑΟ – ΟΣΦΠ την περίοδο 2006-07). Ο Ολυμπιακός φωνάζει ακόμη για φάουλ, αλλά ο ίδιος ο Σκούνι δήλωσε ότι αν ήταν διαιτητής δεν θα το έδινε. Το ίδιο και εγώ. Οι αγώνες δεν μπορεί να τελειώνουν έτσι. Πιστεύω ότι εκείνη η απόφαση είναι ο ορισμός του “no call”. Δεν γίνεται ο διαιτητής να αποφασίσει για την τύχη ενός παιχνιδιού. Θυμηθείτε πώς χάσαμε από τη Λιέτουβος Ρίτας στο ΟΑΚΑ την περίοδο 2010-11. Ο Τέπιτς έκανε φάουλ στον Καλίντ Ελ-Αμίν και οι διαιτητές τον έστειλαν να σουτάρει βολές στα 3,1”. Ελάτε τώρα, ποιος φίλαθλος θέλει να δει ένα ματς να κρίνεται με βολές στο τέλος; Αφήστε τους παίκτες να κρίνουν ένα ματς, όπως συνέβη στον τελικό της Ευρωλίγκας με την ΤΣΣΚΑ στο Βερολίνο. Σούταρε ο Σίσκα, η μπάλα βρήκε σίδερο και πανηγυρίσαμε την κατάκτηση ενός ακόμη τροπαίου. Αν έμπαινε θα πανηγύριζε η ΤΣΣΚΑ και εμείς θα δίναμε συγχαρητήρια. Όχι όμως να κρίνει το ματς και δη έναν τελικό, ένα διαιτητικό σφύριγμα. Ήταν επαφή του Πεν με τον Διαμαντίδη; Ήταν φάουλ; Ναι, ήταν. Φαίνεται και από την αντίδραση του Μήτσου. Όχι όμως να κριθεί ένας τελικός από ένα τέτοιο σφύριγμα. Μετά άρχισε η γκρίνια. Όταν, όμως, σε απασχολούν άλλα πράγματα, έχεις ήδη χάσει. Έχεις χάσει. Και όταν βλέπουμε τέτοια πράγματα στις εφημερίδες, ξέρουμε ότι έχεις ήδη ηττηθεί».