Για όλους και για όλα μίλησε ο Σον Τζέιμς, στην πρώτη του μεγάλη συνέντευξη που φιλοξενήθηκε στον επίσημο ιστότοπο της ΚΑΕ Ολυμπιακός.
Ο Αμερικανός, αναφέρθηκε στα παιδικά του χρόνια, τις πρώτες του ομάδες μέχρι και το πέρασμά του στην Ευρώπη, τη Μακάμπι, τη Μπιλμπάο και φυσικά τον Ολυμπιακό, τον Βασίλη Σπανούλη και τους αδερφούς Αγγελόπουλους.
Αναλυτικά:
Στις 10 Σεπτεμβρίου του 1983 η Μάρβα Τζέιμς έφερε στον κόσμο το πέμπτο (μέχρι εκείνη τη στιγμή) μέλος της οικογένειας που είχε αρχίσει να δημιουργεί με τον Γκόρντον Τζέιμς. Τον Σον. Ο Σον Φιτζάλμπερτ Τζέιμς γεννήθηκε στη Γουιάνα της Νότιας Αμερικής και έπειτα από εφτά χρόνια, οι γονείς του αποφάσισαν, έχοντας πια δημιουργήσει μια 10 μελή οικογένεια, να πάρουν τον Σον και τα εφτά του αδέλφια και να μετακομίσουν στο Μπρούκλιν.
«Θεωρώ πως τα παιδικά μας χρόνια ήταν αγνά. Δύσκολα, αλλά αγνά. Όπως κάθε παιδί, έτσι και εγώ ήθελα να παίζω και όπως κάθε γονιός, έτσι και οι δικοί μου ήθελαν το καλό των παιδιών τους. Γι’ αυτό και αποφάσισαν να μετακομίσουμε στο Μπρούκλιν. Στην αρχή δεν ήταν εύκολο για κανέναν» είπε αρχικά για τα πρώτα χρόνια της ζωής του ο νέος σέντερ του Θρύλου για να συνεχίσει λέγοντας πως «θεωρώ ότι οι γονείς μου έκαναν σπουδαία δουλειά. Το να μεγαλώνεις οκτώ παιδιά μόνο εύκολο δεν είναι» για να έρθει η δική μας ερώτηση για το πώς είναι να μεγαλώνεις σε ένα σπίτι με εφτά αδέλφια.
Έχω τρεις αδελφές και τέσσερα αδέλφια. Η σχέση μου ήταν και παραμένει εξαιρετική με τα αδέλφια μου. Εγώ ήμουν ο πέμπτος στη σειρά και από όσο θυμάμαι, ποτέ δεν είχαμε προβλήματα με τα αδέλφια μου. Ακόμη και σήμερα μιλάμε καθημερινά με όλους. Ο αδελφός μου ο Ντιλρόι και εγώ είμαστε οι μόνοι που συνεχίζουμε να παίζουμε επαγγελματικά μπάσκετ».
Μεγαλώνοντας στο Μπρούκλιν, ο Σον Τζέιμς γνώριζε πως έπρεπε να γίνει σκληρός. Να πάρει τη ζωή στα χέρια του.
«Από τα 14 μου άρχισα να δουλεύω. Έχω δουλέψει σε σούπερ μάρκετ, σε βενζινάδικο, σε fast food και σε κατάστημα που πουλούσε αθλητικά παπούτσια».
Και πότε ήρθε η ενασχόληση με το μπάσκετ, πότε κατάλαβες ότι το μπάσκετ σου ταιριάζει;
«Θέλω να είμαι ειλικρινής. Δεν διάλεξα εγώ το μπάσκετ, αλλά το μπάσκετ διάλεξε εμένα. Μεγαλώνοντας στο Μπρούκλιν, έβλεπα παιδιά με απίστευτο ταλέντο να παίζουν και σκεφτόμουν πως εγώ δεν θα μπορούσα να τα καταφέρω. Δυστυχώς, όμως, πολλοί από αυτούς έπαιρναν τον λάθος δρόμο και έτσι δεν κατάφεραν ποτέ να παίξουν μπάσκετ. Εγώ, από την άλλη, σκεφτόμουν μόνο πως θα καταφέρω να πετύχω τους στόχους μου. Πήγα σε high school και στα 18 μου, με είδε ένας άνθρωπος που ζούσε στο Μπρούκλιν, ο Νόρμαν Όστιν και μου είπε “μπορείς να παίξεις μεγάλο μπάσκετ εσύ”. Ειλικρινά δεν ήξερα τι να του πω. Με πίεσε τόσο και έφτασε να μου πει πως θα μου πληρώσει όλα τα δίδακτρα και ό,τι άλλο θέλω και το μόνο που ήθελε ήταν να αρχίζω να προπονούμαι συστηματικά. Έτσι και έγινε, με βοήθησε, πλήρωσε όλα όσα χρειάζονταν για να αρχίσω να προπονούμαι συστηματικά και στη συνέχεια πήγα στο κολέγιο. Το ότι πήγα στο Notre Dame Prep και στο Northeastern, το οφείλω σε αυτόν τον άνθρωπο».
Τότε ήταν που κατάλαβες ότι μπορείς να κάνεις κάτι μεγάλο στο μπάσκετ;
«Όσο περνούσε ο καιρός, έβλεπα ότι μπορούσα να τα καταφέρω. Και συνέχισα να προπονούμαι συστηματικά, σκληρά, κάθε μέρα όλο και περισσότερα. Ταυτόχρονα, ήθελα να πηγαίνω και καλά στα μαθήματα. Το 2006 αποφάσισα να αλλάξω κολέγιο και να πάω στο Duquesne».
Και ούτε που φανταζόσουν τι πρόκειται να ζήσεις εκεί, σωστά;
«Να φανταστώ αναφέρεσαι σε αυτό που είχε συμβεί σε μια γιορτή του κολεγίου, σωστά»;
Ναι, ακριβώς, θες να μας περιγράψεις τι είχε γίνει τότε;
«Ήταν κάτι που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Όσο ζω, θα το θυμάμαι. Ήταν μια γιορτή του κολεγίου. Ήταν μέσα στο πανεπιστήμιο και σκοπός αυτής της εκδήλωσης ήταν οι παίκτες να έρθουν κοντά με τους φιλάθλους, να μας γνωρίσει ο κόσμος της ομάδας και να τους γνωρίσουμε και εμείς».
Τελικά, όμως, μόνο αυτό δεν έγινε και μάλλον… παραγνωριστήκατε, έτσι δεν είναι;
«(Γέλια) Ακριβώς. Δυστυχώς, δεν γνωρίζω το πώς, ήρθαν στη γιορτή αυτοί και άνθρωποι που δεν είχαν την παραμικρή σχέση με το κολέγιο και με την ομάδα. Εμείς πήγαμε στην εκδήλωση λίγο μετά τις 21:00. Όταν πια είχαμε φτάσει όλοι στον χώρο της εκδήλωσης, κάποιοι από την ομάδα μας φλέρταραν με κάποια κορίτσια. Τα οποία, όμως, ποτέ δεν είπαν ότι είχαν δεσμό. Ξαφνικά υπήρξε τεράστια ένταση, θυμάμαι καθόμουν σε ένα τραπέζι και είδα κόσμο να τρέχει δεξιά και αριστερά και όταν πια ο κόσμος είχε αρχίσει να τρέχει είδα και εγώ δύο ανθρώπους που είχαν βγάλει όπλα και ήταν έτοιμοι να πυροβολήσουν όποιον έβλεπαν μπροστά τους. Προφανώς ήταν θολωμένοι από τη ζήλεια και ήταν οι συνοδοί των κοριτσιών. Ακόμη και σήμερα δεν ξέρω πως πραγματικά ξεκίνησε όλα αυτό. Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω, είχα παγώσει ώσπου άρχισαν να πέφτουν σφαίρες παντού. Όλοι αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελοί προς κάθε κατεύθυνση. Ο Σαμ Ασάολου, δέχτηκε δύο σφαίρες στο κεφάλι, εγώ δέχτηκα μια σφαίρα στο αριστερό μου πόδι, έτρεχα και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει, πέντε από τις σφαίρες είχαν βρει στόχο, αλλά εγώ απλά έτρεχα να σωθώ. Σκέψου, καθόμουν με δύο φίλους μου και μιλούσαμε και δέκα λεπτά μετά ήμουν χτυπημένος από μια σφαίρα στο πόδι χωρίς καν να έχω καταλάβει τι έχει συμβεί. Πρέπει να πυροβόλησαν πάνω από 20 φορές, είδα αδελφικούς μου φίλους να πέφτουν κάτω από τις σφαίρες, όπως ο Σαμ, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τους βοηθήσω. Όταν πια φύγαμε από όλο αυτό και βρεθήκαμε κοντά στην εστία που μέναμε, κατάλαβα πως το πόδι μου με πονούσε απίστευτα πολύ. Πίστευα πως είχα γυρίσει τον αστράγαλο του αριστερού μου ποδιού, αλλά όταν έβγαλα το παπούτσι συνειδητοποίησα πως είχα δεχτεί σφαίρα. Είχα αίματα παντού στο πόδι, στην κάλτσα, στο παπούτσι, αλλά λόγω των όσων είχαν γίνει και τις απίστευτης αδρεναλίνης, δεν το είχα καταλάβει. Όταν οι σφυγμοί έπεσαν, τότε κατάλαβα πως κάτι κακό είχε συμβεί. Μίλησα στον Άαρον (σ.σ. Τζάκσον, νυν παίκτης της ΤΣΣΚΑ Μόσχας) και του είπα “φίλε είσαι καλά;”, μια σφαίρα είχε περάσει δίπλα από το χέρι του. Εκείνος κοιτούσε το κενό. Λίγα λεπτά πριν όλοι μας είχαμε βρεθεί μια ανάσα από τον θάνατο. Τότε πήρα τη σύζυγο μου, Μελίσα, τηλέφωνο, προσπάθησα να της εξηγήσω τι είχε συμβεί και της ζήτησα να έρθει να με βρει στο γήπεδο του ποδοσφαίρου στο οποίο είχαμε φτάσει με τον Άαρον προσπαθώντας να ξεφύγουμε από όλο αυτό. Η Μελίσα, η οποία φοιτούσε και αυτή στο κολέγιο, ήρθε αμέσως να με βρει. Πρώτα, όμως, πέρασε από όλα όσα είχαν γίνει, είδε φίλους μου κάτω με σφαίρες στο κεφάλι, είδε αίματα παντού, περιπολικά και ασθενοφόρα και μέχρι να έρθει να με βρει πραγματικά είχε χάσει πολλά χρόνια από τη ζωή της. Ήρθε κλαίγοντας, με είδε και τότε ήταν που ανακουφίστηκε αφού κατάλαβε πως εγώ δεν είχα κάτι πολύ σοβαρό. Μετά μπήκαμε στο ασθενοφόρο, αλλά εγώ προσπαθούσα να βρω τους φίλους μου, έπαιρνα συνέχεια τηλέφωνο τον Σαμ, τον Άαρον και όλους τους άλλους, αλλά κανείς δεν τον σήκωνε. Μέχρι που άκουσα μια γιατρό να μιλάει στον ασύρματο του ασθενοφόρου και να λέει πως δύο από αυτούς που έχουν χτυπηθεί μάλλον δεν θα τα κατάφερναν. Έβαλα τα κλάματα, πίστευα πως οι φίλοι μου έχουν πεθάνει. Τελικά όλοι τους ζουν και ο Σαμ, αν και τα πρώτα χρόνια, δεν μπορούσε να μιλήσει λόγω των σφαιρών που είχε δεχτεί στο κεφάλι, τώρα είναι μια χαρά. Πρόκειται για μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου και εύχομαι να μην ζήσει ποτέ κανείς άνθρωπος».
Το τέλος εκείνης της σεζόν σε βρήκε πολύ κοντά στο ΝΒΑ, τελικά, όμως, δεν κατάφερες ποτέ να παίξεις εκεί, γιατί;
«Στο τέλος εκείνης της σεζόν είχα επιλεγεί μεταξύ των 60 καλύτερων παικτών από όλα τα κολέγια της Αμερικής. Και πήγα στο camp, ήταν απίστευτο, βρισκόμουν ανάμεσα σε παίκτες όπως ο Ντέρικ Ρόουζ, ο Ράσελ Ουέστμπρουκ, ο Μάικλ Μπίσλεϊ και πολλοί άλλοι. Μάλιστα μου είχαν πει πως με την παρουσία που είχα στις πρώτες προπονήσεις, θα μπορούσα να βρεθώ ανάμεσα στους 20 καλύτερους. Δυστυχώς, όμως, σε μια προπόνηση, λίγες ημέρες μετά, τραυματίστηκα. Έσπασα το χέρι μου στην πρώτη προπόνηση που έκανα με τους Κλίβελαντ Καβαλίερς και έτσι για έναν μήνα το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν συνεντεύξεις με διάφορες ομάδες. Δεν ήθελα να πάω στη D-League και κάπως έτσι αποφάσισα να έρθω στην Ευρώπη».
H Mπνέι Χασαρόν ήταν η πρώτη ομάδα που σε προσέγγισε και τελικά κατάφερε να αποσπάσει την υπογραφή σου, ήταν εύκολη απόφαση;
«Η απόφαση ήταν εύκολη όπως και η προσαρμογή από τις ΗΠΑ στο Ισραήλ. Είχε έρθει η στιγμή να πάρω τη ζωή στα χέρια μου και όταν ο ατζέντης μου με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι έχω μια προσφορά για 120 χιλιάδες τον χρόνο για τρία χρόνια, δεν το σκέφτηκα καθόλου. Ήμουν ήδη παντρεμένος τέσσερα χρόνια με τη σύζυγο μου, Μελίσα, και έτσι είπα αμέσως το “ναι”. Στη συνέχεια, όμως, συνειδητοποίησα πως ο τότε ατζέντης μου δεν γνώριζε τόσο καλά τι συμβαίνει στην Ευρώπη. Όταν ολοκλήρωσα την πρώτη σεζόν, ήρθαν προτάσεις για εμένα ακόμη και 400 χιλιάδων δολαρίων τον χρόνο. Είχα υπογράψει, όμως, κλειστό τριετές συμβόλαιο με την Μπνέι Χασαρόν και είχε αποφασίσει να το τιμήσω. Πάντα κρατάω τον λόγο μου και όταν υπογράφω ένα συμβόλαιο, το τιμώ ό,τι και εάν γίνει. Πέρασα τέλεια στη Μπνέι Χασαρόν και πραγματικά θα το είχα μετανιώσει εάν είχα σπάσει τότε εκείνο το συμβόλαιο για να φύγω. Μετά τη Μπνέι, ήρθε η Μακάμπι Τελ Αβίβ. Ήμουν ήδη τρία χρόνια στο Ισραήλ και γνώριζα τα πάντα για την Μακάμπι Τελ Αβίβ. Το Τελ Αβίβ είναι ένα ξεχωριστό μέρος για να μείνει κανείς και η Μακάμπι μια ομάδα που όποιος και να με ρωτήσει θα του πω χωρίς δεύτερη σκέψη να πάει. Οι Ισραηλινοί είναι άνθρωποι σκληροί, αλλά ειλικρινά εγώ πέρασα πάρα πολύ όμορφα εκεί».
Μάλιστα έγινες και ο πρώτος μη Ισραηλινός που πήρε το χρίσμα του αρχηγού στη Μακάμπι…
«Ακριβώς. Θυμάμαι είχαμε πάει σε ένα δείπνο της ομάδας όταν οι κύριοι Μπλατ και Μιζράχι αποφάσισαν να ενημερώσουν όλα τα μέλη της ομάδας για την απόφαση τους. Με ήξεραν τι τύπος είμαι τόσο εντός όσο και εκτός παρκέ και έτι αποφάσισαν να με χρίσουν αρχηγό της ομάδας. Θυμάμαι πάγωσα. Δεν είχα τι να πω. Ήμουν δύο χρόνια στη Μακάμπι και είχα καταφέρει να γίνω αρχηγός αυτής της ομάδας. Ειλικρινά είναι από τις στιγμές που δεν θα ξεχάσω ποτέ στην καριέρα μου».
Επόμενος σταθμός της καριέρας σου, η Αρμάνι Τζινς Μιλάνο. Εκεί, όμως, τα πράγματα δεν πήγαν όπως θα ήθελες, έτσι δεν είναι;
«Το Μιλάνο; Δεν έχω τρόπο να το χαρακτηρίσω. Δεν έχω λόγια. Εγώ είμαι επαγγελματίας, εγώ έκανα τα πάντα. Μέσα και έξω από το παρκέ, αλλά δεν ήθελαν να παίζω. Μου έδωσαν όλα τα λεφτά του συμβολαίου μου, αλλά δεν ήθελαν να παίζω. Ειλικρινά ακόμη και σήμερα δεν κατάλαβα γιατί με απέκτησαν αφού τελικά δεν ήθελαν να παίζω. Από τη μεριά μου φέρθηκα 100% επαγγελματικά. Έκανα προπονήσεις, έκανα βάρη, στα ραντεβού της ομάδας ήμουν πάντα πρώτος, αλλά εκείνοι είχαν πάρει την απόφαση τους. Εκείνη η ομάδα ήταν γεμάτη ταλέντο και πολλούς παίκτες με ισχυρό “εγώ” που τους ενδιέφερε ο εαυτός τους. Έτσι αποφάσισαν να μην με χρησιμοποιήσουν ξανά ώστε να αγωνίζονται κάποιοι άλλοι παίκτες. Εγώ, ήξεραν πως ό,τι και εάν μου έκαναν, δεν θα μιλούσα, δεν θα αντιδρούσα και δεν θα χάλαγα ποτέ το κλίμα στην ομάδα. Γι’ αυτό και έγινε ό,τι έγινε. Ίσως, κάποιοι άλλοι παίκτες θα αντιδρούσαν. Κάπως έτσι όλα τελείωσαν εκεί».
Και τότε ήρθε η Μπιλμπάο…
«Στο Μπιλμπάο ήταν όλα εξαιρετικά, δούλεψα με απόλυτους επαγγελματίες. Ζούσαμε σε μια όμορφη πόλη που άρεσε στη σύζυγο και τα παιδιά μου, είχαμε πολλούς φίλους εκεί και η ομάδα είχε κάτι το ξεχωριστό. Είχε ταλέντο και δίψα για διάκριση. Ο προπονητής ήταν εξαιρετικός, ο ο οργανισμός καλά δομημένος και οργανωμένος και όλα πήγαιναν καλά. Είχαμε ταλέντο και χημεία και γενικά πηγαίναμε καλά θεωρώ. Πραγματικά απόλαυσα τους τρεις μήνες που έμεινα εκεί. Και τότε ήρθε ο Ολυμπιακός. Ε, εκεί, δεν έχεις και πολλά να σκεφτείς. Λες “ναι” πριν καν ακούσεις τι έχουν να σου πουν. Το είχα πει και στη σύζυγο μου κατά τη διάρκεια της παραμονής μας στο Μπιλμπάο, πως από αυτή την ομάδα θα φεύγαμε μόνο εάν συνέβαινε κάτι τρομερό και φοβερό. Ε, αυτό το τρομερό και φοβερό είναι ο Ολυμπιακός. Και πιστέψτε με, δεν το έκανα για τα χρήματα. Ούτε καν το σκέφτηκα αυτό. Το έκανα γιατί ο Ολυμπιακός σου δίνει τη δυνατότητα να γίνεις νικητής».
Για τον Ολυμπιακό τι γνώριζες μέχρι εκείνη τη στιγμή;
«Τα πάντα (γέλια). Και ποιος δεν ξέρει τον Ολυμπιακό; Όλος ο μπασκετικός πλανήτης μιλάει γι’ αυτή την ομάδα. Εγώ το μόνο που μπορώ να σου πω είναι πως δεν μου άρεσε να παίζω στο ΣΕΦ. Το σιχαινόμουν (γέλια). Πρόκειται για ένα γήπεδο που κανείς δεν θέλει να παίζει μιας και η ατμόσφαιρα είναι πάντα καυτή. Θυμάμαι ένα ματς με τη Μακάμπι όπου δεν μπορούσα να ακούσω τι λέει ο κόουτς Μπλατ με τον οποίο είχαμε απόσταση ούτε ενός μέτρου. Πραγματικά πρόκειται για μια από τις πιο καυτές έδρες της Ευρώπης. Και τώρα έζησα αυτή τη μαγική ατμόσφαιρα στο ματς με τη Μπαρτσελόνα. Ο κόσμος μας έδωσε τρομερή ώθηση, αλλά τον θέλουμε δίπλα μας σε όλα τα ματς, όχι μόνο σε αυτό με τη Μπαρτσελόνα. Αν το γήπεδο είναι έτσι σε όλα τα ματς, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα και κανέναν. Ξέρω πως οι αντίπαλοι μας θα περνάνε νύχτες κόλασης εδώ. Και μόνο που με ζήτησε ο Ολυμπιακός, ήταν αρκετό για εμένα, δεν ήθελα να ακούσω τίποτα άλλο. Είπα στον ατζέντη μου, “τέλειωσε τη δουλειά… χθες”. Πρόκειται για την ομάδα που πήρε δύο φορές την Ευρωλίγκα κόντρα σε όλα τα προγνωστικά, απέναντι σε θηριώδη μπάτζετ. Για εμένα αυτή η ομάδα είναι οι μαχητές της Ευρώπης, δεν υπάρχει ομάδα σαν τον Ολυμπιακό σε όλη την Ευρώπη και είμαι υπερήφανος, νιώθω ευλογημένος και τυχερός που είμαι μέρος αυτής της ομάδας».
Πολλοί από τους παίκτες που παίρνουν την απόφαση να παίξουν στον Ολυμπιακό, λένε πως ένας από τους λόγους που το κάνουν είναι ο Σπανούλης. Για εσένα, ήταν ένας λόγος και αυτός;
«Ο Σπανούλης φυσικά και είναι λόγος. Λίγοι είναι οι παίκτες-Θρύλοι σε όλη την Ευρώπη. Τον θυμάμαι εδώ και χρόνια, και τι δεν έχει καταφέρει. Είναι φοβερός εντός παρκέ, αλλά όπως διαπιστώνω, είναι και εκτός παρκέ πραγματικός αρχηγός. Ο απόλυτος ηγέτης».
Πολλοί από τους παίκτες που ήρθαν στον Ολυμπιακό και αγωνίστηκαν στη θέση του σέντερ, όπως ο Ντόρσεϊ, ο Ντάνστον και ο Χάινς, έφυγαν και πήραν απίστευτα μεγάλα συμβόλαια.
«Δεν είναι ο Βασίλης ότι τους έχει κάνει εκατομμυριούχους. Ο Βασίλης τους έκανε κάτι πολύ πιο σημαντικό. Τους έκανε νικητές. Ο Κάιλ ήρθε στον Ολυμπιακό και τα πήρε όλα, ο Ντόρσεϊ το ίδιο, ο Ντάνστον κι αυτός. Όλοι τους δίπλα στον Σπανούλη έγιναν νικητές. Ο Βασίλης είναι ο στόχος όλων των αντιπάλων στην άμυνα, έτσι όλοι οι υπόλοιποι παίκτες μιας πεντάδας μπορούν να κάνουν το παιχνίδι τους καλύτερο και πιο παραγωγικό λόγω της προσαρμογής της άμυνας των αντιπάλων στον Βασίλη. Έτσι και έγινε με τους παίκτες αυτούς, ο Βασίλης τους έμαθε να νικούν. Κανείς δεν θέλει στην ομάδα του κάποιον που χάνει συνέχεια. Ακόμη και εάν βάζει 30 πόντους σε κάθε ματς. Κανείς δεν θα πάρει κάποιον που χάνει».
Πριν λίγες ημέρες, συνάντησες και τους προέδρους, στο γεύμα που διοργάνωσαν για τα μέλη όλης της ομάδας. Η γνώμη σου;
«Τι σημασία έχει η δική μου γνώμη; Για τους προέδρους του Ολυμπιακού μιλάει όλη η Ευρώπη. Και μόνο να δει κάποιος βίντεο με τον τρόπο που πανηγυρίζουν, καταλαβαίνει εύκολα πόσο γουστάρουν αυτό που κάνουν. Πόσο τρελοί είναι για την ομάδα και πόσο λατρεύουν το μπάσκετ. Μακάρι και εγώ να τους χαρίσω τέτοιες στιγμές. Όσο μιλήσαμε, φαίνονται άνθρωποι απλοί που έχουν πάνω από όλα την ομάδα. Και αυτό είναι ό,τι καλύτερο για έναν παίκτη. Να ξέρει πως ο ιδιοκτήτης της ομάδας στην οποία αγωνίζεται θα τον έχει πάντα ευτυχισμένο και προτεραιότητα».