Δεν περιμέναμε φυσικά τον Ρικ Πιτίνο για να ανακαλύψουμε ότι το ελληνικό μπάσκετ υστερεί πλέον στο επίπεδο παραγωγής νέων παικτών, καθώς το φαινόμενο έχει επισημανθεί πολλάκις τα τελευταία χρόνια. Η τελευταία διαμάχη που ξέσπασε αφορούσε τον κανονισμό των 6+1 ξένων, διάταξη που σε μεγάλο βαθμό εξυπηρετούσε τις ομάδες που έχουν την πολυτέλεια να έχουν περισσότερους από έξι ξένους στο ρόστερ. Στην τωρινή πραγματικότητα της Basket League, αυτές μετά βίας είναι περισσότερες από τρεις.
Η αναμενόμενη αντίδραση του ΠΣΑΚ ήταν σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένη, όμως ο αριθμός από μόνος του δεν έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Ακόμα και αν από αύριο το πρωί μειώνονταν οι ξένοι σε τέσσερις το επίπεδο του πρωταθλήματος δεν θα βελτιωνόταν σε μία μέρα. Φυσικά οι Έλληνες παίκτες θα εκμεταλλεύονταν την συγκυρία με κάποια βελτιωμένη συμβόλαια, όπως έχουμε δει στο παρελθόν να συμβαίνει στην Τουρκία, όμως όλο αυτό δεν θα συνιστούσε πραγματική πρόοδο: για την ακρίβεια δεν θα ήταν καθόλου πρόοδος.
Η πρόταση δημιουργίας πρωταθλημάτων για τους παίκτες 18-22 έχει λογική, μαζί όμως και αντίλογο: ποια είναι τότε η χρησιμότητα της Α2 κατηγορίας; Ποια είναι η κύριος σκοπός της εκτός από το να λειτουργεί εκτός των άλλων και σαν φυτώριο παικτών που προαλείφονται για την Α1;
Σε κάθε περίπτωση, οι αιτίες της μειωμένης παραγωγής νέων ταλέντων στην χώρα είναι πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους, ακουμπώντας το αμιγές αθλητικό φάσμα σε επίπεδο οργάνωσης και φτάνοντας ως το κοινωνικοοικονομικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Ποιος όμως έχει μεγαλύτερη ευθύνη σε αυτό; Ένας συνεταιρισμός ομάδων που απαρτίζουν την Basket League ή η Ελληνική Ομοσπονδία Καλαθοσφαίρισης; Το ερώτημα είναι προφανώς ρητορικό.
Ο καβγάς, που από ότι φαίνεται έληξε αναίμακτα με παραμονή της υπάρχουσας κατάστασης, μοιάζει να είναι περισσότερο για το πάπλωμα. Το ελληνικό μπάσκετ νοσεί και η θεραπεία δεν είναι η αλλαγή ενός αριθμού, προς τα πάνω ή προς τα κάτω.