Ο θάνατος του Μάιλς Ντέιβις ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για την μουσική και τον πολιτισμό γενικότερα. Έφυγε από τη ζωή στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας στις 28 Σεπτεμβρίου 1991, σε ηλικία 65 ετών.

Ο θάνατος του Μάιλς Ντέιβις ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για την μουσική και τον πολιτισμό γενικότερα. Έφυγε από τη ζωή στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνιας στις 28 Σεπτεμβρίου 1991, σε ηλικία 65 ετών.

Ο Μάιλς Ντιούι Ντέιβις ο τρίτος (Miles Dewey Davis III), όπως είναι το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 26 Μαΐου 1926 στο Όλτον της πολιτείας Ιλινόις. Ήταν το μεσαίο από τα τρία παιδιά μιας ευκατάστατης οικογένειας μαύρων. Ο παππούς του είχε κάνει περιουσία ως λογιστής, αλλά όταν αγόρασε μεγάλη έκταση γης οι λευκοί στράφηκαν εναντίον του.

Ήρθε σε επαφή με τη μαγεία της μουσικής μέσω της ραδιοφωνικής εκπομπής «Ρυθμοί του Χάρλεμ», ακούγοντας Λούις Άρμστρονγκ, Ντιουκ Έλινγκτον, Μπέσι Σμιθ, Κάουντ Μπέιζι. Έτσι, σύντομα άρχισε μαθήματα μουσικής και όταν τελείωσε το δημοτικό έπαιζε ήδη ικανοποιητικά τρομπέτα. Στα δεκαέξι του χρόνια θα γίνει μέλος της ένωσης μουσικών και στα μέσα της δεκαετίας του ’40 θα βρεθεί στη Νέα Υόρκη για να συναντήσει τον Τσάρλι Πάρκερ και τον Ντίζι Γκιλέσπι και να παίξει μαζί τους.
To 1970 κυκλοφορεί το περίφημο άλμπουμ «Bitches Brew», συνεργαζόμενος με μία πλειάδα σπουδαίων μουσικών (Γουέιν Σόρτερ, Τζο Ζάβιναλ, Τσικ Κορία, Τζακ Ντετζονέτ, Τζον ΜακΛάφλιν, Ντέιβ Χόλαντ κ.ά.) και θέτει τις βάσεις του τζαζ – ροκ. Την περίοδο αυτή θα στραφεί προς το ροκ και το φανκ, συνεργαζόμενος με τον Τζίμι Χέντριξ και τον Σλάι Στόουν. Θα παραμείνει ανήσυχος ως το τέλος της ζωής του, αναζητώντας και αργότερα νέες ηχητικές εμπειρίες με τον Prince, τους Cameo, ακόμη και με τη μουσική χιπ χοπ λίγο προτού πεθάνει.

Ως τα μέσα της δεκαετίας του ’70 έζησε μία εντονότατη και πολύ δημιουργική ζωή. Δίσκοι, εμφανίσεις, ναρκωτικά, γυναίκες, άστατη ζωή και γρήγοροι ρυθμοί θα τον φέρουν στα άκρα. Μία ιστορία από την σκοτεινή πλευρά του μεγάλου μουσικού θα θυμηθούμε όπως την περιέγραψε ως αυτόπτης μάρτυρας ο σκηνοθέτης Τζέιμς Γκλίκενχάουζ. 
Ο Ντέιβις αγάπησε τα ιταλικά αυτοκίνητα αλλά πάνω από όλα την Lamborghini Miura. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό είχε ένα ατύχημα διαλύοντας το αγαπημένο του αυτοκίνητο σε ένα παγωμένο δρόμο της Νέας Υόρκης μεταφέροντας μερικές σακούλες λευκής σκόνης. Ο τότε σκηνοθέτης και νυν διευθυντής χρηματιστηριακής εταιρίας και συλλέκτης αυτοκινήτων, Τζέιμς Γκλικενχάουζ, οδηγούσαν στον ίδιο δρόμο και έτρεξαν να τον βοηθήσουν.

Σύμφωνα με τον Γκλίκενχαουζ ο Μάιλς Ντέιβις είχε μαζί του ένα άδειο από σφαίρες περίστροφο Magnum κάτω από το κάθισμα του συνοδηγού. Ο Ντέιβις συχνά δεν σταματούσε σε ελέγχους της αστυνομίας και οδηγούσε γρήγορα προσποιούμενος πως τον κυνηγούν τρομοκρατώντας τους επιβάτες του όπως ο Τζίμι Χέντριξ, που είχε ορκιστεί πως δεν θα έμπαινε ούτε νεκρός με οδηγό τον Ντέιβις. Σε όλους έλεγε πως δεν σταματά για έλεγχο για να μην βρουν το όπλο (ενώ το είχε δηλώσει και ποτέ δεν ήταν γεμάτο). Η αστυνομία της Νέας Υόρκης έβλεπε από τις πινακίδες κυκλοφορίας τον ιδιοκτήτη του και δεν ξεκινούσε καταδίωξη.

Την ημέρα του ατυχήματος το Δεκέμβριο του 1972, ο Ντέιβις έσπασε και τους δύο αστραγάλους του. Η αστυνομία στο πόρισμά της έγραψε πως ο διάσημος μουσικός κοιμήθηκε ενώ οδηγούσε. Όμως ο Γκλίκενχαουζ αποκάλυψε (πολλά χρόνια μετά) πως ο οδηγός της Miura γλίστρησε στη βροχή καθώς προσπαθούσε να κάνει έναν ελιγμό με αρκετά μεγάλη ταχύτητα. «Προσπάθησε να βγει από τον αυτοκινητόδρομο στην έξοδο Στόουν και η πράσινη Miura χτύπησε στο τσιμεντένιο προστατευτικό και κόπηκε στα δύο» αποκάλυψε και πρόσθεσε: «Αμέσως  σταμάτησα το αυτοκίνητό μου και έτρεξα να δω αν ο οδηγός της Lamborghini ήταν καλά. Τον αναγνώρισα αμέσως. Φορούσε δερμάτινο παντελόνι και τα κατάγματα ήταν ορατά. Αιμορραγούσες πολύ με κοίταξε και είπε: “Είναι το αυτοκίνητό μου διαλυμένο;” Του είπα ότι το αυτοκίνητο ήταν χάλια και είπε: “Να ρίξω μια ματιά.” Του περιέγραψα  ότι και τα δύο του πόδια ήταν σπασμένα και δεν μπορεί πάει πουθενά. Έριξα ένα πουκάμισο που βρήκα στα πόδια του και του είπα να κρατά το ύφασμα πάνω από την αιμορραγία με πίεση καθώς ήταν κακό χτύπημα αλλά όχι αρτηριακό. Δίπλα του υπήρχαν δύο μεγάλες πλαστικές σακούλες γεμάτες με λευκή σκόνη στο πάτωμα και η μία είχε σπάσει. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου ήταν γεμάτο από αυτή την σκόνη. Πήρα τις τσάντες και έτρεξα στο φρεάτιο του υπονόμου όπου τις πέταξα. Αμέσως μου φώναξε με βρισιές : “Τι κάνεις εκεί…. ” Χρησιμοποιούσα το νερό της βροχής για να σκουπίσω το αυτοκίνητο όσο καλύτερα μπορούσα. Η αστυνομία έφτασε. Ένας από αυτούς με ρώτησε ποιος ήμουν. Τους είπα μόνο πως βρέθηκα τυχαία κοντά και σταμάτησα. Κοίταξε τον Ντέιβις, πιθανά τον αναγνώρισε και μου είπε να φύγω».

Ο Γκλίκενχάουζ συνεχίζει την διήγηση του λέγοντας: «Χρόνια αργότερα σκηνοθέτησα το “Shakedown” με τον Πήτερ Γουέλερ. Ο Γουέλερ αγαπούσε την μουσική του Ντέιβις και του είπα αυτή την ιστορία. Ένα βράδυ πήγαμε μαζί να τον ακούσουμε. Πήγαμε στα παρασκήνια και ο Γουέλερ επανέλαβε την ιστορία. Ο Ντέιβις έμεινε ήρεμος και είπε: “ Πάντα αναρωτιόμουν ποιος ήταν ο (MFW) λευκός που με έσωσε σε ευχαριστώ” μου έδωσε το χέρι του και έφυγε.»

Σύμφωνα με τον 70χρονο ηθοποιό Πήτερ Γουέλερ, ο Ντέιβις, όσο ήταν στο νοσοκομείο (για πολλούς μήνες) δεν έπαιζε, όμως μετά έκανε εντατικές πρόβες και έγραφε καθημερινά στο υπόγειο στούντιο του σπιτιού του. Ο Γουέλερ έχει αυτές τις εγγραφές σε μπομπίνες, στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη και αποτελούν ακυκλοφόρητο υλικό από την μουσική του Μάιλς Ντέιβις.

Ο 67χρονος Τζέιμς Γκλικενχάουζ είναι ένας Αμερικανός επενδυτής ιδρυτής του Glickenhaus & Co., το χρηματοπιστωτικό γραφείο που ξεκίνησε από τον πατέρα του Σεθ. Ήταν πρώην σκηνοθέτης πριν μπει στον κόσμο των οικονομικών.

Έγραψε, σκηνοθέτησε και παρήγαγε αρκετές ταινίες στη δεκαετία του 1980 και του 1990 συμπεριλαμβανομένης της αμφιλεγόμενης ταινίας «The Exterminator». Για τον κόσμο του αυτοκινήτου είναι ένας συλλέκτης πρώην αγωνιστικών οχημάτων, ειδικά της Ferrari.

Δείτε το τρέιλερ της ταινίας για την ζωή του Μάιλς Ντέιβις εδώ: