Ο Έλληνας-θρύλος της Ελληνικής ορειβασίας μιλάει για τα όσα έχει ζήσει έως τώρα στα ψηλότερα βουνά του κόσμου.
Ο άντρας που αποτέλεσε παράδειγμα προς μίμηση για μια νέα γενιά ορειβατών. Ο Παύλος Τσιαντός μιλάει στη Λέτα Γκαρέτσου για τα βουνά, τις ψηλές κορυφές, τους θανάτους των συντρόφων του στο βουνό αλλά και για όσα συμβαίνουν στα άγρια βουνά.
Μια κατάθεση ψυχής, μια ιστορία γεμάτη υψόμετρο, κακουχία και αλήθεια από έναν άντρα που υπήρξε μέλος της πρώτης επιτυχημένης Ελληνικής αποστολής στο Έβερεστ!
Ανάμεσα σε άλλα είπε:
Για την πρώτη φορά που ανέβηκε στον Όλυμπο:
“Την πρώτη φορά νόμιζα ότι θα πεθάνω (γέλιο) και ότι δεν κάνω για ορειβασία τελικά γιατί ένιωθα ένα τρελό πονοκέφαλο στο καταφύγιο που είναι στα, στο οροπέδιο των μουσών στα 2.600, ο Γιώσος Αποστολιδης το καταφύγιο το πιο ψηλό της Ελλάδας είναι ουσιαστικά και το βράδυ είχα ένα τρε, απίστευτο πονοκέφαλο το οποίο λογικά ήταν λόγω υψομέτρου αλλά εκδηλώθηκε τότε σε εμένα πολύ έντονα. Δεν συμβαίνει στον καθένα, δεν είναι συνηθισμένο στα 2.600 να σου, να έχεις τόσο μεγάλο πονοκέφαλο. Κανονικά σε πιο μεγάλα υψόμετρα, αλλά εμένα μου έτυχε. Δεν είχα τόσο κούραση, πιο πολύ ταχυπαλμία νόμιζα ότι η καρδιά μου πάει να σπάσει”.
Για την πρώτη φορά που ήρθε αντιμέτωπος με το θάνατο συντρόφου του στο βουνό:
“Πήγαμε εκεί τον περίμενα δυο μέρες δυο νύχτες στο αντίσκηνο και κάποια στιγμή, ήδη ο Παναγιώτης ο Κοτρωνάρος που ήταν εκεί πριν από μένα εκεί, αυτός που επεστρεψε δηλαδή άλλες δυο. Όταν περνάνε 4 νύχτες σε υψόμετρο πάνω από 8.000 μέτρα θεωρείται ότι δεν υπάρχει ελπίδα επιβίωσης.
-Ήταν αυτή η συνειδητοποίηση του ότι ναι μεν έχουμε διαβάσει και ξέρουμε ότι μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε αλλά με κάποιο τρόπο, με κάποιον μηχανισμό που το εχουνε μάλλον όλοι όσοι ασχολούνται σε αυτό το επίπεδο πιστεύουμε ότι δεν θα συμβεί σε εμάς. Η στους αμέσως κοντινούς τέλοσπάντων. Οταν συμβαίνει είναι μια συνειδητοποίηση ότι τελικά προσπαθείς να καταλάβεις και το μηχανισμό πως έγινε να αναλύσεις λίγο τον τρόπο, να σκεφτείς λίγο τις συνέπειες. Ξέρεις αλλά τα χεις όλα αυτά μπροστά σου ξαφνικά, δικό άου πράγμα δεν είναι πια μια ιστορία που έχεις διαβάσει σε κάποιο βιβλίο”.
Για τη μέρα που πήγε να χάσει τη ζωή του στο Έβερεστ:
“Η αρχή ήτανε αυτό το κουμπου cough που λένε δηλαδή το βήχα του κουμπου που επειδή υπάρχει μια ξηρασία στην ατμόσφαιρα σε αυτά τα υψόμετρα και ειδικά σε αυτή την περιοχή του Κουμπου που είναι έτσι μια κοιλάδα, ξεκινάει από τον παγετώνα Κουμπου και καταλήγει στην κοιλάδα χαμηλά, όλο αυτό εκεί λέγεται Κουμπου και είναι χαρακτηριστικό ότι πολλούς ορειβάτες τους πιάνει αυτός ο βήχας του Κουμπου και έχουν αναφερθεί περιπτώσεις που έχουν σπάσει πλευρά ορειβατών από τον έντονο βήχα. Όταν σε πιάνει δηλαδή είναι πολύ δυσάρεστο εμένα αυτό μου εξελίχτηκε σε ξηρολαιμια. Μια πρωτόγνωρη ξηρολαιμια ενώ στις προηγούμενες κορυφές τις μεγάλες δεν είχα πρόβλημα αυτή τη φορά με έπιασε και αυτό που λέγαμε πριν ότι στις 8αρες το παιχνιδι είναι διαφορετικό. Αν έχεις ένα μικρό μειονέκτημα μπορεί να μην σε αφήσει για όλο το διάστημα αλλά εύκολα μπορεί να γίνει και πολύ πιο έντονο. Είναι οριακή η κατάσταση. Και έτσι εγώ όταν βρέθηκε στο death zone αυτό εξελίχτηκε σε μια απίστευτη ξερολαιμια που δεν μου επέτρεπε να ανοίγει το λαρύγγι μου όταν όταν καταπινα. Κι αυτό μου δημιούργησε ένα πιστευτός στρες γιατί αισθανόμουνα ότι δεν θα τη βγάλω”.
Για τη σημαντικότερη κορυφή της ζωής του:
“Σίγουρα αυτή η κορφή που ζω τώρα είναι η κόρη μου ας πούμε που μεγαλώνει κάθε μερά και εξελίσσεται. Είναι ένα πρωτόγνωρο γεγονός”.