Ο γιος του Τζορτζ Μπεστ, Κάλουμ προχώρησε σε αποκαλύψεις για τις τελευταίες στιγμές του πατέρα του, μέσω του βιβλίου που εξέδωσε.

Ο γιος του Τζορτζ Μπεστ, Κάλουμ προχώρησε σε αποκαλύψεις για τις τελευταίες στιγμές του πατέρα του, μέσω του βιβλίου που εξέδωσε. Ο Κάλουμ Μπεστ περιγράφει την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν ο Μπεστ τις τελευταίες του ώρες, αλλά και τα τελευταία του λόγια.


Αρχικά, αναφέρει το βιβλίο του: «Όταν τον είδα σοκαρίστηκα. Το δέρμα του ήταν κίτρινο και τα μάτια του περίεργα. Για εβδομάδες και στη συνέχεια για μήνες ο πατέρας μου περνά τις μέρες του συνδεδεμένος στο μηχάνημα αιμοκάθαρσης βλέποντας τηλεόραση. Δεν του είχαμε πει το τι του συμβαίνει ή τον λόγο που βρισκόταν εδώ. Το φθινόπωρο του 2005, ο πατέρας μου είναι αναίσθητος και συνδεδεμένος με ένα μηχάνημα που τον κρατάει στην ζωή. Είναι άσχημο αυτό που λέω, αλλά έμοιαζε σαν κάτι από ταινία θρίλερ έτσι όπως είχε γίνει. Μικροσκοπικός, μόνο δέρμα και κόκαλα. Λίγες μέρες μετά, είδα τον πατέρα μου όπως δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ. Πάντα ήταν τόσο όμορφος, όμως τώρα το πρόσωπό του με τρομάζει. Τα κόκαλα από τα μάγουλά του είχαν πεταχτεί, το δέρμα του κίτρινο και έκανε γρήγορες κινήσεις με το κεφάλι του. Έδειχνε πανικόβλητος».


Στη συνέχεια, συμπλήρωσε: «Όταν μπήκα στο δωμάτιο με κοίταξε και μου είπε: “Μπέστι, πρέπει να με βοηθήσεις. Κάνουν γ@@@@@@α πάρτι εδώ μέσα”. “Μπαμπά τι εννοείς, δεν καταλαβαίνω”, του απάντησα. Και συνέχισε “τους άκουσα χτες Μπέστι, εκεί πέρα. Έπιναν ποτά, υπήρχαν κορίτσια και έκαναν πάρτι”. Μια νοσοκόμα που ήταν κοντά μου είπε πως είχε παραισθήσεις. Άκουγε το βράδυ τον ήχο από τα μηχανήματα και τον μπέρδευε στο μυαλό του με τους ήχους που άκουγε όταν πήγαινε στα πάρτι. Με τρόμαξε, αλλά μετά γέλασα. Απ’ όλα τα πράγματα που θα μπορούσε να φανταζόταν, αυτός είχε παραισθήσεις ότι γινόταν πάρτι με γυναίκες και ποτά. Δεν θα γέλαγα όμως αν ήξερα ότι αυτές ήταν οι τελευταίες του κουβέντες σε μένα. Από την στιγμή αυτή και μετά ήταν αναίσθητος. Οι νοσοκόμες μου λένε να του μιλάω γιατί ακόμη μπορεί να με ακούσει».


Τέλος, μίλησε και για τις τελευταίες στιγμές του πατέρα του: «Μια μέρα, ο μάνατζερ του του πατέρα μου ο Φιλ Χιους, έρχεται γρήγορα σε ένα άλλο δωμάτιο του νοσοκομείου που κοιμόμουν και με ξυπνάει. “Έλα γρήγορα έχουν επείγον meeting”, μου λέει. Ο γιατρός τότε μας είπε πως “δεν υπάρχει κάτι άλλο που μπορούμε να κάνουμε, θα πρέπει να ξεσυνδέσουμε το μηχάνημα”. Τι εννοούσε με αυτό; Κανείς δεν μου είχε πει κάτι, ώσπου κατάλαβα πως ήρθε το τέλος. Άρχισα να ουρλιάζω, ήμουν τόσο λυπημένος. Πήγα στο δωμάτιο του πατέρα μου, έκατσα δίπλα του και έγειρα το κεφάλι μου πάνω από το κρεβάτι του. Ένας από τους γιατρούς ξεσυνδέει το μηχάνημα και ο πατέρας μου σβήνει. Είναι 59 χρονών. Σκύβω στο αυτί του και του ψιθυρίζω “σ’ αγαπώ”, τον φυλάω στο μέτωπο και φεύγω από το δωμάτιο. Τότε έρχεται μια νοσοκόμα και μου λέει: “Ξέρω πως είναι δύσκολη η στιγμή, αλλά πρέπει να αποφασίσετε αν θέλετε να δωρίσετε κάποια από τα όργανά του”. Δεδομένου την αρρώστια του, ρωτάω ποιο όργανο θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο και μου απαντάει “τα μάτια του”. Τα μάτια του; Αυτό ήταν που τον έκανε να ξεχωρίζει. Όλοι λάτρευαν τα μάτια του, ήταν το αγόρι του Μπέλφαστ με τα μπλε μάτια. Η θεία μου η Μπάρμπαρα, η αδερφή του πατέρα μου είναι μαζί μου. Αφού συζητάμε καταλήγουμε στο να τα δωρίσουμε. Ο πατέρας μου λάτρευε να βοηθάει ανθρώπους. Είναι σίγουρα το σωστό».