Ο Φαουστίνο Ασπρίγια (Faustino Hernán “Tino” Asprilla Hinestroza), γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1969, στην Τουλουά, μια πόλη στην κοιλάδα Κάουκας στην ανατολική Κολομβία, στους πρόποδες των Άνδεων. Έγινε γνωστός κυρίως για τη ποδοσφαιρική του θητεία στην ιταλική Πάρμα, την αγγλική Νιούκαστλ και την εθνική ομάδα της Κολομβίας , σε μια ποικιλία επιθετικών θέσεων στους αγωνιστικούς χώρους και τις ομάδες που αγωνίστηκε. Αν και ποτέ δεν υπήρξε ένας παραγωγικός σκόρερ, ήταν ένας γρήγορος, ευέλικτος και ικανότατος ποδοσφαιριστή, γνωστός για το ταλέντο του, τη δημιουργικότητα, τη δύναμη και τον ρυθμό, καθώς και την ικανότητά του να δημιουργεί ευκαιρίες και να σκοράρει θεαματικά γκολ.
Ωστόσο, παρά το ομολογουμένως αστείρευτο ταλέντο του, ήταν επίσης γνωστός για τον ευέξαπτο χαρακτήρα του και την αμφιλεγόμενη προσωπικότητά του, τόσο εντός όσο και εκτός γηπέδου. Κέρδισε πέντε τίτλους στην Ευρώπη με την Πάρμα, έπαιξε σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα (1994 και 1998) και ψηφίστηκε ως ένας από τους Κορυφαίους 5 Κολομβιανούς Ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών. Το 1993, ονομάστηκε από τη FIFA ως ο 6ος Καλύτερος Παίκτης στον κόσμο. Ήταν γνωστός από τους ποδοσφαιρόφιλους στην πατρίδα του, ως «El Pulpo» (Το Χταπόδι) για την ακόρεστη όρεξη του.
Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην Κάρλος Σαρμιέντο Λόρα, σύλλογο στη γενέτειρά του και το 1988, στα 18 του χρόνια, έκανε ντεμπούτο επαγγελματικά στη Ντεπορτίβο Κουκουτά, στην πρώτη κατηγορία της Κολομβίας. Από εκεί μεταγράφηκε την επόμενη χρονιά στην Ατλέτικο Νασιονάλ του Μεντεγίν, με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα το 1991. Σημειώνοντας 35 γκολ σε 78 παιχνίδια τράβηξε την προσοχή αρκετών, κυρίως, ιταλικών ομάδων με την Πάρμα να κερδίζει την υπογραφή του για περίπου 11 εκατομμύρια δολάρια το 1992.
Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην νέα του ομάδα, συμβάλλοντας να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους συλλόγους στην Ιταλία και την Ευρώπη. Ήταν μέλος της ομάδας που κέρδισε το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης του 1992/93, πετυχαίνοντας τέσσερα γκολ σε οκτώ αγώνες. Ήταν ο κορυφαίος παίκτης στη νίκη με 2-1 επί της Ατλέτικο Μαδρίτης στον ημιτελικό στην Ισπανία. Στις 13 Απριλίου του 1993, υπέστη έναν τραυματισμό στο δεξί του πόδι μετά από ένα αμφιλεγόμενο περιστατικό στη Τουλουά, την γενέτειρά του.
Η οικογένειά του είπε ότι είχε ένα ατύχημα στο σπίτι, αλλά η αστυνομία ανέφερε ότι είχε ένα ατύχημα όταν, σε κατάσταση αλλοφροσύνης, είχε κλωτσήσει την πόρτα ενός λεωφορείου. Ο τραυματισμός αυτός του στέρησε και την συμμετοχή στον τελικό, όπου η Πάρμα νίκησε την βελγική Αντβέρπ 3-1 και κατέκτησε τον τίτλο. Στο ιταλικό πρωτάθλημα αξιοσημείωτο είναι ότι, μ’ ένα περίφημο δικό του φάουλ-γκολ από 30 μέτρα περίπου, μέσα στο Σαν Σίρο, έσπασε το αήττητο 58 αγώνων της πρωταθλήτριας Μίλαν.
Την ίδια χρονιά, κατέκτησε επίσης το Ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ με ανατροπή (2-0), πάλι με την Μίλαν στο Σαν Σίρο, έχοντας ηττηθεί με 1-0 στο πρώτο αγώνα, στο Ένιο Ταρντίνι. Την επόμενη περίοδο 1993/94, έπαιξε πάλι στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων άλλα, η Άρσεναλ με 1-0 τους στέρησε το δικαίωμα να διατηρήσουν τον τίτλο τους. Το 1994/95, η Πάρμα αγωνίστηκε πάλι στον τελικό μιας μεγάλης ευρωπαϊκής διοργάνωσης, αντιμετωπίζοντας την συμπατριώτισσα Γιουβέντους στον τελικό του Κυπέλλου UEFA. Ο Ασπρίγια έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πορεία της Πάρμα προς στον τελικό, με τρία γκολ στα δύο παιχνίδια των ημιτελικών εναντίον της γερμανικής Μπάγερ Λεβερκούζεν. Ήταν στην αρχική ενδεκάδα και στους 2 τελικούς όπου η Πάρμα νίκησε την Γιουβέντους με συνολικό σκορ 2-1 και κατέκτησε το τρόπαιο.
Στο απόγειο της καριέρας του στην Πάρμα, κέρδιζε κατά μέσο όρο 90.000 δολάρια την εβδομάδα. Πώς θα δαπανηθούν; Ο ίδιος ανέφερε …
“Όταν ανταγωνίζεσαι με τον Κρέσπο (Hernan Crespo), τον Βερόν (Juan Sebastian Veron) και τα άλλα αγόρια από την Πάρμα για να δείξω ότι είμαι καλύτερος, έπρεπε να έχω και το καλύτερο αυτοκίνητο. Πήγα, λοιπόν και αγόρασα μια Ferrari 360 βαμένη με κίτρινα και μπλε χρώματα που ταίριαζαν με αυτά της Πάρμα.”
Στις 10 Σεπτέμβρη του 1995, ο κολομβιανός επιθετικός, άργησε 15 λεπτά στην προπόνηση πριν από ένα παιχνίδι εναντίον της Ίντερ. Ο προπονητής του, Νέβιο Σκάλα (Nevio Scala), διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό και ακολούθησε σοβαρός καυγάς για την αργοπορία του. Ο Ασπρίγια, σύμφωνα με αναφορές των μέσων ενημέρωσης, είπε στον τεχνικό τι σκέφτηκε γι’ αυτόν.
Κατά την έναρξη της σεζόν 1995/96, φάνηκε να μην υπολογίζεται και τον Φεβρουάριο του 1996, έχοντας παίξει μόνο 6 παιχνίδια σε 5 μήνες, πήρε μεταγραφή στην Νιούκαστλ, για περίπου 7 εκατομμύρια λίρες. Ρόλο στον παραγκωνισμό του είχαν παίξει και διάφορα περιστατικά, με τον δεσμό που διατηρούσε με μια ηλικιωμένη ιταλίδα πρώην ηθοποιό. Αυτά τα τρία χρόνια που αγωνίστηκε στην Πάρμα, σκόραρε 25 γκολ σε 84 εμφανίσεις στην Serie A, τερματίζοντας 2 φορές στην 3η και μια φορά στην 5η θέση του πρωταθλήματος. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες της πιο επιτυχημένης περιόδου της Πάρμα στη ιστορία της. Πέρα από τους ευρωπαϊκούς τελικούς συμμετείχε και στον τελικό του κυπέλλου Ιταλίας της περιόδου 1994/95, όπου ηττήθηκε απ’ την Γιουβέντους.
Όταν οριστικοποιήθηκε η μεταγραφή του στην Νιούκαστλ, πρωτοεμφανίστηκε στο Σεντ Τζέιμς Παρκ κατά την διάρκεια μια χιονοθύελλας φορώντας ένα φανταχτερό γούνινο παλτό. Από τότε, οι οπαδοί των «Ανθρακωρύχων» του κόλλησαν το παρατσούκλι «Τίνο». Εκείνη την εποχή, η Νιούκαστλ κοντραριζόταν με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για την κατάκτηση του πρωταθλήματος, αφού ήταν πρωτοπόρος στο πρωτάθλημα για ένα μεγάλο μέρος της σεζόν. Έκανε το ντεμπούτο του στο πρωτάθλημα στη νίκη, εκτός έδρας, με 2-1, επί της αιωνίου αντιπάλου, Μίντλεσμπρο στο Ριβερσάιντ, μπαίνοντας ως αλλαγή στο ημίχρονο με το σκορ 1-0 υπέρ της Μίντλεσμπρο. Έκανε αμέσως αισθητή την παρουσία του, δημιουργώντας το γκολ της ισοφάρισης. Δυστυχώς, όλο τον υπόλοιπο χρόνο παραμονής του στην πόλη της βόρειας Αγγλίας, θα μαστιζόταν από ασυνέπεια και με εκτός γηπέδου περιστατικά, με συνέπεια να κατηγορηθεί ως ένας από τους λόγους που η Νιούκαστλ έχασε τον τίτλο της περιόδου 1995/96 από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Την επόμενη περίοδο, η Νιούκαστλ, τερμάτισε στη δεύτερη θέση και πάλι, πίσω από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Ο ρόλος του ήταν σε μεγάλο βαθμό μειωμένος, αν και διατήρησε τις καλύτερες εμφανίσεις του για το σύλλογο στο Κυπέλλου UEFA, σκοράροντας 5 γκολ. Ένας άγριος πανηγυρισμός του σε γκολ που σκόραρε εναντίον της Μετς, βγάζοντας την φανέλα του και κρεμώντας την στο σημαιάκι του κόρνερ, του στοίχισε μια κίτρινη κάρτα, που σήμαινε και τον αποκλεισμό του από το επόμενο παιχνίδι του Κυπέλλου UEFA εναντίον της Μονακό. Η σεζόν 1997/98 ήταν και η τελευταία του Ασπρίγια στην Νιουκαστλ. Με την πώληση του επιθετικού Λες Φέρντιναντ (Les Ferdinand) στην Τότεναμ και το σοβαρό τραυματισμό του Άλαν Σίρερ (Alan Shearer) ήταν η πρώτη επιλογή μαζί με τον άπειρο Γιον Νταλ Τόμασον.
Συμμετέχοντας στο Τσάμπιονς Λιγκ, το καλύτερο παιχνίδι του Ασπρίγια για την Νιούκαστλ, ήρθε σε μια νίκη 3-2 επί της Μπαρτσελόνα, σε ένα αξέχαστο παιχνίδι στο Σεντ Τζέιμς Παρκ, όπου πέτυχε χατ-τρικ. Μέχρι το τέλος του Ιανουαρίου του 1998, με Νιούκαστλ να είναι εκτός στόχων πρωταθλήματος και Τσάμπιονς Λιγκ, ήρθε και το απότομο τέλος της συνεργασίας με τον σύλλογο, όταν προπονητής ανέλαβε ο Κένι Νταλγκλίς (Kenny Dalglish), ο οποίος είχε εξαντλήσει την υπομονή του με την ασυνέπεια του Κολομβιανού, αλλά και με κάποιες γελοιότητες με φωτογράφηση στο Playboy, εισηγήθηκε την πώλησή του πίσω στην Πάρμα για 6 εκατομμύρια λίρες. Για την Νιούκαστλ σκόραρε 9 γκολ σε 48 εμφανίσεις στο πρωτάθλημα, αλλά είχε μια εντυπωσιακή επίδοση με 9 γκολ σε 11 ευρωπαϊκά παιχνίδια.
Η νέα του καριέρα στον ιταλικό σύλλογο, δεν είχε καμιά σχέση με την πρώτη, εμφανώς εκτός φόρμας, αλλά και με έναν τραυματισμό στο γόνατο που κουβαλούσε από την Νιούκαστλ, πέτυχε 1 γκολ σε 22 εμφανίσεις. Παρ’ όλα αυτά εμπλούτισε τη συλλογή του με ένα Κύπελλο Ιταλίας και ένα Κύπελλο UEFA. Μετά, ακολούθησε μια περίοδος όπου αγωνίστηκε σε διάφορα μέρη του κόσμου, ξεκινώντας από την Βραζιλία και την Παλμέιρας, όπου συμμετείχε σε παιχνίδια για το Κόπα Λιμπερταδόρες και το Διηπειρωτικό. Ακολούθησε για ελάχιστο χρονικό διάστημα η Φλουμινένσε. Το 2001 τα δικαιώματα του αγοράστηκαν από την μεξικάνικη Ατλάντε. Στη συνέχεια, γύρισε πίσω στην Κολομβία για να παίξει για την Ατλέτικο Νασιονάλ μέχρι τα τέλη του 2002.
Στις αρχές του 2003, η Ουνιβεριτάδ ντε Τσίλε απέσπασε την υπογραφή του ως αντίδραση στην μεταγραφή του Ιβάν Ζαμοράνο (Iván Luis Zamorano Zamora) στην Κόλο-Κόλο. Είχε μια καλή σεζόν, παρ’ όλο που ο γιατρός της ομάδας είπε ότι δεν κατάλαβε πώς ο Ασπρίγια έπαιζε ποδόσφαιρο με το γόνατό του σε άθλια κατάσταση. Τελείωσε την καριέρα του, στην Αργεντινή, στις τάξεις της Εστουντιάντες, όπου δεν πήρε πολύ χρόνο συμμετοχής, λόγω του χρόνιου τραυματισμού. Μνημονεύεται όμως για τα 3 γκολ που πέτυχε σε έναν αγώνα με την Μπαρτσελόνα από τον Ισημερινό για το Κόπα Λιμπερταδόρες.
Συμμετείχε στην εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Κολομβίας στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1994 και του 1998, στα Κόπα Αμέρικα του 1993 και του 1995 και τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης το 1992. Έπαιξε συνολικά 57 παιχνίδια για τη χώρα του, σκοράροντας 20 γκολ.
Ο «Τίνο» Ασπρίγια συνέχισε να είναι μια διασημότητα στην Κολομβία. Συνεχίζει τις εκκεντρικότητες παρ’ όλο που έχει αποσυρθεί πολλά χρόνια απ’ το ποδόσφαιρο. Η ρούμπα εξακολουθεί να είναι μεγάλος σύμμαχος του και τα άλογα το χόμπι του.