Ο Πιερίνο Πράτι υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μέσους του ιταλικού ποδοσφαίρου και την Μίλαν, με πολλά τρεξίματα και απίστευτη πάσα, ο οποίος έμεινε γνωστός με το παρατσούκλι το «παράσιτο».
Ο Ιταλός επιθετικός Πιερίνο Πράτι (Pierino Prati), γεννήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 1946, στο Τσινιζέλο Μπαλσάμο της Λομβαρδίας, περίπου 10 χλμ. απ’ το Μιλάνο. Ήταν σε θέση να παίζει οπουδήποτε κατά μήκος της πρώτης γραμμής, ως επιθετικός, ως δεύτερος επιθετικός, ως εξτρέμ ακόμα και ως επιθετικός μέσος. Στη Μίλαν, όπου έκανε και την μεγάλη καριέρα, συχνά αναπτυσσόταν από την αριστερή πλευρά, διακρινόμενος για τον ρυθμό του, την τεχνική του κατάρτιση, τη ικανότητα στις μεταβιβάσεις και το ισχυρό και ακριβές σουτ του. Ξεκίνησε την καριέρα του παίζοντας στη Serie C1 με τη Σαλερνιτάνα, κερδίζοντας τον τίτλο και την άνοδο σε Serie B κατά τη διάρκεια της περιόδου 1965/66. . Ήταν γνωστός με το παρατσούκλι «το παράσιτο»!
Ξεκίνησε την καριέρα του παίζοντας στην Σαλερνιτάνα, στην Γ’ κατηγορία, κερδίζοντας την άνοδο κατά τη διάρκεια της πρώτης του σεζόν 1965/66. Τη επόμενη περίοδο μεταγράφηκε στη Μίλαν, όπου υπό την καθοδήγηση του Νερέο Ρόκο (Nereo Rocco), στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές του 1970, πέτυχε μεγάλη διεθνή και εγχώρια επιτυχία, κερδίζοντας ένα Πρωτάθλημα και 2 Κύπελλα Ιταλίας, ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών, δύο Κύπελλα Κυπελλούχων και ένα Διηπειρωτικό Κύπελλο, σχηματίζοντας ένα εξαιρετικό δίδυμο με τον Τζιάνι Ριβέρα (Gianni Rivera). Για τη Μίλαν, έπαιξε 143 παιχνίδια πρωταθλήματος, σκοράροντας 72 γκολ. Συνολικά, με την φανέλα των «ροσονέρι» σκόραρε 102 γκολ σε 209 παιχνίδια.
Έκανε ντεμπούτο με τη Μίλαν στις 18 Σεπτεμβρίου του 1966, στη νίκη (2-1) επί της Βενέτσια, αλλά στη συνέχεια δόθηκε δανεικός στην, Β’ κατηγορίας, Σαβόνα έως το τέλος της περιόδου 1966/67. Επανήλθε την επόμενη χρονιά στη Μίλαν, βοηθώντας την να κατακτήσει τον τίτλο του 1967/68, τελειώνοντας τη σεζόν ως πρώτος σκόρερ στο ιταλικό πρωτάθλημα με 15 γκολ. Ήταν από τα βασικά στελέχη της κατάκτησης του Κυπέλλου Πρωταθλητριών 1968/69, σκοράροντας χατ-τρικ στον τελικό, στη νίκη (4-1) επί του Άγιαξ και 6 γκολ συνολικά στη διοργάνωση. Ήταν ο τελευταίος ποδοσφαιριστής που σημείωσε χατ-τρικ σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών/Τσάμπιονς Λιγκ. Μόνο ο Φέρεντς Πούσκας (Ferenc Puskás -δύο φορές) και ο Αλφρέντο Ντι Στέφανο (Alfredo Di Stefano) -και οι δυο με τη Ρεάλ Μαδρίτης- είναι οι μόνοι που έχουν επιτύχει κάτι ανάλογο.
Έφυγε από τη Μίλαν, το 1973 και για τις επόμενες 4 περιόδους, έως το 1977, αγωνίστηκε για την Ρόμα, όπου σε 82 εμφανίσεις σημείωσε 28 γκολ. Ακολούθησε για μια σεζόν η Φιορεντίνα. Τελείωσε την καριέρα του στην Β’ κατηγορία για την Σαβόνα, το 1981, με ενδιάμεσο σταθμό, 6 παιχνίδια το 1979, για τους Ρότσεστερ Λάνσερς στη Βορειοαμερικάνικη Λίγκα. Συνολικά, αγωνίστηκε για 12 σεζόν στην ιταλική Σέριε Α’, συμμετέχοντας σε 233 παιχνίδια και σημειώνοντας 100 γκολ.
Έκανε το ντεμπούτο του για την εθνική Ιταλίας στις 6 Απριλίου του 1968, σκοράροντας ένα γκολ στην ήττα (3-2) από την Βουλγαρία στο πρώτο αγώνα των προημιτελικών για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1968. Σκόραρε και ένα άλλο στη νίκη με 2-0 στον επαναληπτικό. Έπαιξε τον πρώτο τελικό αγώνα, μαζί με τον Πιέτρο Αναστάζι (Pietro Anastasi), αλλά αντικαταστάθηκε από τον Λουίτζι Ρίβα (Luigi Riva) στον επαναληπτικό, όταν και η Ιταλία κατέκτησε το τρόπαιο, νικώντας 2-1 την Γιουγκοσλαβία, στη Ρώμη. Έκτοτε ήταν η αλλαγή του Ρίβα στην εθνική ομάδα. Έφτασε στο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970, χάνοντας (1-4) από τη Βραζιλία. Συνολικά, αγωνίστηκε 14 φορές για την «σκουάντρα ατζούρα», έως το 1974, σκοράροντας 7 φορές.