Ο Γκούναρ Γκρεν υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Σουηδούς μεσοεπιθετικούς, μετρημένος αρχοντικός και σοβαρός στο παιχνίδι του, αρετές που του χάρισαν το προσωνύμιο ο «Καθηγητής».
Ο Σουηδός μεσοεπιθετικός Γκούναρ Γκρεν (Johan Gunnar Gren) γεννήθηκε στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας στις 31 Οκτωβρίου του 1920. Έγινε γνωστός για την αγωνιστική του παρουσία στην ομάδα της Γκέτεμποργκ, στην πατρίδα του και στην ιταλική Μίλαν. Ήταν μέρος του περίφημου τρίο «Γκρε-No-Λι» της Μίλαν και την Εθνικής ομάδας της Σουηδίας. Ο Γκρεν έχει κερδίσει πολλά βραβεία συμπεριλαμβανομένου του χρυσού Ολυμπιακού μεταλλίου το 1948, του Καλύτερου Παίκτη της Σουηδίας (Guldbollen) το 1946 και ήταν μέλος της σουηδικής εθνικής ομάδας του 1958, που κατέλαβε τη δεύτερη θέση στο Παγκόσμιο Κύπελλο που έγινε στην πατρίδα του. Κύριο χαρακτηριστικό του το μέτρο. Πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν έφθασε στο ζενίθ των δυνατοτήτων του επειδή ακριβώς ήταν μετρημένος, ακόμα και μέσα στο γήπεδο. Από αυτή τη σοβαρότητα του κόλλησαν και το παρατσούκλι του, «Il Professore» (O Καθηγητής). Θεωρείται ένας από τους πιο παραγωγικούς μεσο-επιθετικούς ποδοσφαιριστές της Σουηδίας και το άγαλμα του, έχει ανεγερθεί προς τιμήν του έξω από «Στάδιο Γκάμλα Ούλεβι» στο Γκέτεμποργκ.
Ο πατέρας του ήταν ξυλουργός και μεγάλωσε στη Μαγιόρνα, ένα προάστιο του Γκέτεμποργκ. Από μικρή ηλικία, διακρίθηκε στο ποδόσφαιρο. Στις 7 Οκτωβρίου του 1934, κέρδισε την πρώτη θέση σε ένα διαγωνισμό ταλέντων που διοργάνωσε η τοπική ποδοσφαιρική Ένωση. Αν και μόλις 13 ετών, επισκίασε άλλα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας. Αγωνίστηκε σε διάφορες εφηβικές ομάδες πριν από την μεταγραφή του στην Γκάρντα. Ξεκίνησε να αγωνίζεται επαγγελματικά με αυτήν, το 1937. Έκανε το ντεμπούτο του στο Σουηδικό πρωτάθλημα (Allsvenskan), την 1η Μαΐου του 1938, εναντίον της Μάλμε. Έπαιξε συνολικά σε 54 αγώνες, πετυχαίνοντας 16 γκολ.
Το 1941, μεταγράφηκε στην Γκέτεμποργκ. Κατά την παραμονή του στο σύλλογο της γενέτειράς του, κέρδισε το εθνικό πρωτάθλημα της σεζόν 1941/42 και ήταν ο πρώτος σκόρερ το 1947. Ανακηρύχτηκε επίσης Καλύτερος Παίκτης της Σουηδίας, το 1946. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο πρώτος αγώνας πρωταθλήματος για την Γκέτεμποργκ, ήταν τον Αύγουστο του 1941 εναντίον της παλιάς του ομάδας, της Γκάρντα, μια νίκη με 6-1, σκοράροντας μάλιστα το πρώτο γκολ. Το τελευταίο παιχνίδι του για την Γκέτεμποργκ ήταν στις 6 Ιουνίου του 1949 εναντίον της Νόρκεπινγκ, στο Ούλεβι, ( 0-1). Έπαιξε 164 παιχνίδια για την Γκέτεμποργκ και σκόραρε 78 γκολ.Ακολούθησε η μεταγραφή στην Μίλαν, κάνοντας το ντεμπούτο του, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1949, εναντίον της Σαμπντόρια, στη νίκη με 3-1. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Μιλάνο, έγινε ο «Gre», το πρώτο συνθετικό μιας από τις κορυφαίες τριπλέτες στην ιστορία του Παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Μέρος του διάσημου σουηδικού τρίο «Gre-No-Li», με συμπαίκτες τους συμπατριώτες του Γκούναρ Νόρνταλ (Gunnar Nordahl ) και Νίλς Λίντχολμ (Nils Liedholm), έβγαλαν τον μεγάλο ιταλικό σύλλογο από την ανυποληψία, χαρίζοντάς του τον πρώτο τίτλο μετά από 44 ολόκληρα χρόνια. Τότε είναι που κέρδισε και το ψευδώνυμο «Il Professore», που στα ιταλικά σημαίνει “Ο Καθηγητής”. Κέρδισε τον τίτλο του πρωταθλητή για τη σεζόν 1950/51. Έκανε 133 εμφανίσεις στη «Serie A» για την Μίλαν και σκόραρε 38 γκολ. Το 1953, μεταγράφηκε στην Φιορεντίνα, όπου έκανε 55 συμμετοχές και σημείωσε 5 γκολ.
Ακολούθησε, το 1955, η Τζένοα, με την οποία έκανε 29 συμμετοχές και 2 γκολ. Κουρασμένος από την Ιταλία, γύρισε πίσω στη Σουηδία, το 1956, όπου εντάχθηκε στην Έργκριτε, όπου είχε παράλληλα και καθήκοντα προπονητή. Εκεί τελείωσε και η ποδοσφαιρική του καριέρα.
Έκανε το ντεμπούτο του για τη Σουηδία στις 29 Αυγούστου του 1940, στο Ελσίνκι, με την Φινλανδία (3-2). Κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας έπαιξε 40 αγώνες για την εθνική ομάδα, μέχρι το 1949 με τελευταία παιχνίδια, την νίκη με 3-1 εναντίον της Ιρλανδίας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1950 και μια ισοπαλία, (2-2) σ’ ένα φιλικό κόντρα στην Ουγγαρία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948 στο Λονδίνο, σκοράροντας δύο φορές εναντίον της Γιουγκοσλαβίας στον τελικό του Γουέμπλει.
Ως επαγγελματίας, αποσύρθηκε από τη σουηδική εθνική ομάδα. Ωστόσο, επειδή το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958 ήταν να διεξαχθεί στη πατρίδα του και η σουηδική εθνική ομάδα φαινόταν πολύ αδύναμη για τον ανταγωνισμό, η Σουηδική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία αποφάσισε να στηριχτεί σε κάποιους παλιούς ποδοσφαιριστές. Έτσι, ο Γκρεν επανήλθε αγωνιζόμενος, κατ’ αρχήν, με την εφεδρική ομάδα. Τελικά επιλέχθηκε και ήταν ο γηραιότερος ποδοσφαιριστής του Παγκοσμίου Κυπέλλου, 37 ετών, και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην κατάκτηση της δεύτερης θέσης από την Σουηδική ομάδα. Έπαιξε πέντε αγώνες κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου και σκόραρε ένα γκολ, στο 2-1 εναντίον της Δυτικής Γερμανίας στον ημιτελικό. Ονομάστηκε επίσης και Μέλος της Καλύτερης Ενδεκάδας της Διοργάνωσης του 1958. Η τελευταία του συμμετοχή με τα εθνικά σουηδικά χρώματα, ήρθε στις 26 Οκτωβρίου του 1958, εναντίον της Δανίας, στην Στοκχόλμη, σε μια ισοπαλία 4-4. Ήταν 37 ετών και 350 ημερών. Συνολικά, έκανε 57 εμφανίσεις για την εθνική ομάδα, σκοράροντας 32 γκολ.
Όταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση ακολούθησε καριέρα προπονητή. Άλλωστε, το 1952, στην τελευταία του χρονιά στη Μίλαν, είχε παράλληλα και τον ρόλο του προπονητή, κάτι που επανέλαβε στην Έρκριτε, άλλα και στην ΓΚΑΪΣ, την περίοδο 1963/64. Διετέλεσε επίσης προπονητής της Γιουβέντους για λίγο χρονικό διάστημα, το 1961. Εν συνεχεία προπόνησε κυρίως συλλόγους της πατρίδας του. Αποσύρθηκε οριστικά από το ποδόσφαιρο το 1970. Ο Γκούναρ Γκρεν πέθανε δέκα μέρες μετά την 71η επέτειο των γενεθλίων του, στις 10 Νοεμβρίου του 1991 στο Γκέτεμποργκ.
ΠΗΓΗ: Ευλογημένο ποδόσφαιρο