Ο Ντιρσέου υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους μέσους του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, με απίστευτη τεχνική και δύναμη, ο οποίος άλλαξε σε 25 χρόνια καριέρας, 20 ομάδες, κερδίζοντας το παρατσούκλι, ο «Τσιγγάνος».
Ο Βραζιλιάνος επιθετικός μέσος Ντιρσέου Χοσέ Γκιμαράες, περισσότερο γνωστός απλά ως Ντιρσέου (Dirceu José Guimarães), γεννήθηκε στις 15 Ιουνίου του 1952, στη Κουριτίμπα, τη πρωτεύουσα της πολιτείας Παρανά στη νότια Βραζιλία. Έπαιξε με πολλές ομάδες, αλλά είναι περισσότερο γνωστός για τη θητεία του στη Μποταφόγκο και την εθνική ομάδα της Βραζιλίας, καθώς και πολλές ιταλικές ομάδες στη δεκαετία του 1980 και στις αρχές αυτής του 1990. Ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής, που έκανε τα πάντα στον αγωνιστικό χώρο, χάρις στην τεχνική κατάρτιση που διέθετε, παράλληλα με την αξιοζήλευτη φυσική του κατάσταση! Ένα «μηχανάκι» μέσα στον αγωνιστικό χώρο, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ο ποδοσφαιρικός «τσιγγάνος» της εποχής του. Δεν είναι τυχαίο ότι στα 25 χρόνια που κράτησε η ποδοσφαιρική του καριέρα, πέρασε συνολικά από 20 ομάδες, έχοντας μάλιστα συμμετάσχει και σε ομάδες ποδοσφαίρου σάλας, ενώ το αξιοσημείωτο είναι ότι δεν δέχτηκε ποτέ του ούτε μία κόκκινη κάρτα!
Ξεκίνησε με την Κοριτίμπα, συνεχίζοντας στις Μποταφόγκο (1971-1975), Φλουμινένσε (1975-1977) και Βάσκο ντα Γκάμα στη πατρίδα του, πριν περάσει ένα χρόνο στο Μέξικο με την Αμέρικα. Το 1979, υπέγραψε για την Ατλέτικο Μαδρίτης , μένοντας μέχρι το 1982. Πήγε στην Ιταλία για την Ελλάς Βερόνα, το πρώτο από τους 5 ιταλικούς συλλόγους της Serie A που άλλαξε διαδοχικά κάθε χρόνο, με τελευταία την Αβελίνο τη σεζόν 1986/87, πριν επιστρέψει στην Βάσκο ντα Γκάμα. Πήγε στις ΗΠΑ για να ακολουθήσουν κι άλλες μικρές ομάδες στην Ευρώπη, με τελευταία την Ατλέτικο Γιουκατάν στο Μέξικο, όπου και έκλεισε την καριέρα του το 1995. Κέρδισε 44 διεθνείς εμφανίσεις (14 ανεπίσημες), από τον Ιούνιο του 1973 και το Μάιο του 1986 με την εθνική ομάδα της Βραζιλίας, πετυχαίνοντας επτά γκολ, παίζοντας σε 3 Παγκόσμια Κύπελλα (1974, 1978, 1982), παίζοντας σε 11 αγώνες με 3 γκολ σε τελική φάση. Είχε το παρατσούκλι «Formiga» (Φορμίγκα =Το Μυρμήγκι) λόγω της ακούραστης εργασίας του μέσα στο γήπεδο!
Ξεκίνησε από τις ακαδημίες του συλλόγου της γενέτειράς του, της Κοριτίμπα το 1960 και μια δεκαετία αργότερα, προβιβάστηκε στην πρώτη ομάδα με την οποία έκανε ντεμπούτο στις 13 Απριλίου του 1970, σε ένα διεθνές φιλικό με την ΤΣ.Σ.ΚΑ. Σόφιας, στη Κουριτίμπα. Μέχρι το 1972 είχε 26 συμμετοχές και 1 γκολ, κατακτώντας μαζί της δύο πρωταθλήματα της πολιτείας του Παρανά το 1971 και το 1972. Μάλιστα αρκετά χρόνια αργότερα έλεγε με παράπονο ότι ποτέ η πόλη του δεν τον τίμησε όσο αυτός βρισκόταν εν ζωή. Η πολύ καλή του παρουσία στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972, ώθησε τους ιθύνοντες της Μποταφόγκο για να τον αποκτήσουν από τους “κόξα” και να τον κάνουν δικό τους. Με τους “φογκάο” αγωνίστηκε από το 1973 έως το 1976 σε 52 αγώνες και 9 γκολ, για να έρθει στην συνέχεια η Φλουμινένσε και να τον κάνει μέλος της περίφημης «Máquina Tricolor» (Η Τρίχρωμη Μηχανή) με την οποία κατέκτησε το πρωτάθλημα της πολιτείας του Ρίο το 1976, έχοντας 22 συμμετοχές και 2 γκολ.
Το 1977 ο πρόεδρος της «Φλού», Φρανσίσκο Χόρτα (Francisco Horta), προχώρησε σε μια πρωτοποριακή κίνηση ανταλλαγής παικτών από την ίδια πόλη. Έτσι λοιπόν, ο Ντιρσέου παραχωρήθηκε στην Βάσκο Ντα Γκάμα ως αντάλλαγμα για δύο ποδοσφαιριστές, μια κίνηση που αποδείχτηκε θετική για την πλευρά των «ασπρόμαυρων», αφού με 25 συμμετοχές και 2 γκολ ο «τσιγγάνος» τους οδήγησε εκείνη την χρονιά στην κατάκτηση του πρωταθλήματος της πολιτείας του Ρίο. Το 1978 δέχτηκε μια πολύ δελεαστική προσφορά από το Μέξικο και πιο συγκεκριμένα από την Αμέρικα, την οποία και αποδέχθηκε. Παρότι τα λεφτά ήταν καλά ο ίδιος «υπέφερε» στον αγωνιστικό χώρο αφού όντας η «φίρμα» του πρωταθλήματος αντιμετωπίστηκε από τους αντιπάλους του με σκληρό και πολλές φορές με αντιαθλητικό τρόπο με ένα ρεπερτόριο που περιείχε από τράβηγμα των μαλλιών έως και φτυσίματα. Έτσι μετά από 45 συμμετοχές και 2 γκολ αποφάσισε να δοκιμάσει για πρώτη φορά την τύχη του στην «Γηραιά Ήπειρο».
Πρώτος του σταθμός η Ισπανία και η Ατλέτικο Μαδρίτης την φανέλα της οποίας φόρεσε για μια τριετία, από το 1979 έως το 1982, με απολογισμό 84 συμμετοχές και 18 γκολ, για να ακολουθήσει μια πενταετής περιοδεία του στα γήπεδα της Ιταλίας, από το 1982 έως το 1987 αγωνιζόμενος διαδοχικά σε Βερόνα, Νάπολι, Άσκολι, Κόμο και Αβελίνο αντίστοιχα. Στο καμπιονάτο, είχε γεμάτες χρονιές, με συνολικά 134 συμμετοχές και 20 γκολ, αναδεικνυόμενος μάλιστα, την περίοδο 1985/86, ως ο Κορυφαίος Παίκτης του πρωταθλήματος! Τη τελευταία του σεζόν βοήθησε την Αβελίνο να κατακτήσει την 8η θέση στη Serie Α’, την υψηλότερη θέση που είχε πότε η ομάδα στην ιταλική Serie A’!
Το 1988, επέστρεψε στην χώρα του και στην Βάσκο Ντα Γκάμα, όπου όμως ύστερα από 7 μόλις παιχνίδια και ενώ είχε έρθει σε διένεξη με το προπονητή του Σεμπαστιάο Λαζαρόνι (Sebastião Lazaroni), αποφάσισε να αποχωρήσει, αποδεχόμενος την πρόσκληση του παλιού του συμπαίκτη και τότε προπονητή, Κάρλος Αλμπέρτο (Carlos Alberto Torres), μετακομίζοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες, για λογαριασμό των Μαϊάμι Σάρκς. Το 1990 επέστρεψε στην Ιταλία, για την Εμπολιτάνα, αγωνιζόμενος παράλληλα και στην ομάδα ποδοσφαίρου σάλας Χάρβεϊ Μπολόνια και παρότι ήταν σε προχωρημένη ποδοσφαιρική ηλικία αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους οπαδούς της ομάδας ώστε το γήπεδο να ονομαστεί προς τιμήν του σε «Stadio Dirceu Jose Guimaraes». To 1992 αγωνίστηκε για 4 μήνες στην Μπενεβέντο και στην ομάδα ποδοσφαίρου σάλας της Ανκόνα, για να ακολουθήσει η Τουρκία και η Ανκαραγκουτσού! Κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια στην Ατλέτικο Γιουκατάν στο Μεξικό το 1995.
Φόρεσε την φανέλα της Εθνικής Βραζιλίας 44 φορές, με τις 14 από αυτές σε ανεπίσημα παιχνίδια, με 8 γκολ και πήρε μέρος σε 3 τελικές φάσεις Παγκοσμίου Κυπέλλου και στο Ολυμπιακό Τουρνουά του Μονάχου το 1972. Ξεκινώντας από τα γήπεδα της Δυτικής Γερμανίας το 1974, πήρε μέρος στα 3 παιχνίδια της 2ης φάσης, αλλά και στον μικρό τελικό απέναντι στην Πολωνία. Στην Αργεντινή, το 1978, αγωνίστηκε στα 6 παιχνίδια της «σελεσάο», αλλαγή στο 80ο λεπτό στον πρώτο και βασικός στους υπόλοιπους, πετυχαίνοντας 3 γκολ τα 2 από αυτά απέναντι στο Περού, ενώ σκόραρε και στον μικρό τελικό με την Ιταλία, γράφοντας το τελικό 2-1. Ανακηρύχθηκε ως ο 3ος Καλύτερος Παίκτης του τουρνουά!
Το 1982, έκλεισε τον κύκλο του στα Παγκόσμια Κύπελλα, στην Ισπανία με μόνο μία παρουσία, στην πρεμιέρα απέναντι στην Σοβιετική Ένωση. Συνολικά, έπαιξε σε 11 αγώνες με 3 γκολ στη τελική φάση της διοργάνωσης. Είχε επιλεγεί και για το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1986 στο Μέξικο, όμως ένας τραυματισμός κατά την διάρκεια της προπόνησης, σε σύγκρουση με τον τερματοφύλακα Πάουλο Βίκτορ (Paulo Victor) λίγες ημέρες πριν αναχωρήσει η αποστολή ανάγκασε τον Τέλε Σαντάνα (Telê Santana da Silva) να τον αντικαταστήσει. Ο ίδιος ο Ντιρσέου δεν έκρυψε την δυσφορία του κατηγορώντας τον τότε γιατρό της εθνικής ομάδας Νέιλορ Λάσμαρ (Neylor Lasmar) αλλά και τον Σαντάνα για το κόψιμο!
Τον είπαν τσιγγάνο, επειδή άλλαζε τις ομάδες σαν τα πουκάμισα. Στο Έμπολι, στην Ιταλία, είχε εταιρεία που νοίκιαζε λιμουζίνες, ενώ στην Ανκόνα είχε ανοίξει ένα μπαρ το οποίο ονόμασε «Το Φως του Φεγγαριού»! Μέχρι το τέλος της ζωής του έπαιζε ποδόσφαιρο! Μετά από 17 χρόνια περιπλανήσεων έξω από τη Βραζιλία, γύρισε στη πατρίδα του.
Μια εβδομάδα μετά την άφιξή του, επιστρέφοντας από μια ποδοσφαιρική βραδιά στη Μπάρα Ντε Τιχουίκα, με παλιούς συμπαίκτες του στο Ρίο ντε Τζανέιρο, μαζί με τον Ιταλό φίλο του Πασκουάλε Σάτζιο (Pasquale Sazio), υπήρξαν θύματα της ανευθυνότητας παιδιών που παραβίασαν ερυθρό σηματοδότη και χτύπησαν το αυτοκίνητό του. Ο Ντιρσέου και ο φίλος του σκοτώθηκαν επί τόπου τις πρώτες πρωινές ώρες της 15ης Σεπτεμβρίου του 1995! Ήταν 43 ετών και άφησε πίσω του 3 παιδιά, ενώ η γυναίκα του ήταν ήδη έγκυος στο 4ο παιδί τους! Το παράπονό του ήταν ότι δεν τιμήθηκε ποτέ του, γι’ αυτά που πρόσφερε!
ΠΗΓΗ: Ευλογημένο ποδόσφαιρο, Wikipedia.
Ντιρσέου: Ο «Τσιγγάνος»
Ο Ντιρσέου υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους μέσους του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, με απίστευτη τεχνική και δύναμη, ο οποίος άλλαξε σε 25 χρόνια καριέρας, 20 ομάδες, κερδίζοντας το παρατσούκλι, ο «Τσιγγάνος».
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ