Ο Λούις Μόντι, έπαιξε δύο τελικούς Μουντιάλ με δύο διαφορετικές Εθνικές Ομάδες κι έμεινε στην ιστορία για τον δυναμισμό του και τα εντυπωσιακά σωματικά του προσόντα.
Ο Αργεντίνος και πολιτογραφημένος Ιταλός μέσος, Λουίς Μόντι (Luis Felipe Monti), γεννήθηκε στις 15 Μαΐου του 1901, στο Μπουένος Άιρες. Έχει τη διάκριση του να έχει αγωνιστεί σε 2 τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου με δύο διαφορετικές εθνικές ομάδες. Έπαιξε τον πρώτο από αυτούς τους τελικούς με την πατρίδα του, την Αργεντινή το 1930, όταν ηττήθηκε από την Ουρουγουάη και τον δεύτερο, με την Ιταλία το 1934, ως ένας Oriundi, χάρη στην ιταλική καταγωγή του. Αυτή τη δεύτερη φορά, ήταν στην πλευρά των νικητών επί της Τσεχοσλοβακίας. Υπήρξε ένας σκληρός, πειθαρχημένος και με ισχυρή θέληση (στα όρια του αδίστακτου) παίκτης, που τον χαρακτήριζε η σκληρή του όψη και η επιβλητική παρουσία μέσα στο γήπεδο. Παράλληλα, όμως είχε πολύ καλές τεχνικές δεξιότητες, που έκαναν πολύ δύσκολη την αντιμετώπισή του, ενώ δέσποζε η ηγετική του φυσιογνωμία. Ως μόνη του αδυναμία, καταγράφεται μια έλλειψη συγκέντρωσης, φρόντιζε όμως να είναι πάντα εκεί που τον ήθελαν οι συμπαίκτες του. Έπαιξε ως επιθετικός κεντρικός μέσος στο απαρχαιωμένο/ντεμοντέ σύστημα «Metodo», μια θέση περίπου ισοδύναμη με του αμυντικογενούς κεντρικού μέσου σήμερα. Ως εκ τούτου, μάρκαρε τον αντίπαλο κεντρικό μεσοεπιθετικό, όταν η ομάδα του αμυνόταν, αλλά και ήταν ο βασικός πλέι μέικερ στη μεσαία γραμμή, όταν η ομάδα του επιτίθονταν, λόγω της εξαιρετικής μεταβίβασης και τη δημιουργικότητάς του. Είχε το παρατσούκλι «Doble Ancho» (Η Δίφυλλη Ντουλάπα), λόγω της επιβλητικής του παρουσίας μέσα στο γήπεδο!
Ξεκίνησε την καριέρα του, το 1921 με την Ουρακάν, με την οποία κέρδισε το πρώτο από τα πολλά πρωταθλήματα που κατέκτησε στη καριέρα του. Την επόμενη χρονιά υπέγραψε με την Μπόκα Τζούνιορς, αλλά έφυγε χωρίς να παίζει σε κανένα παιχνίδι. Εντάχθηκε στη Σαν Λορέντζο, όπου για πάνω από 9 χρόνια, έζησε την πιο ευημερούσα περίοδο της καριέρας του στην Αργεντινή, σκοράροντας 40 γκολ σε 202 παιχνίδια πρωταθλήματος, κατακτώντας επιπλέον 3 πρωταθλήματα Αργεντινής. Αυτές οι επιτυχίες του Μόντι στην Αργεντινή, καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια της Ερασιτεχνικής Εποχής του ποδοσφαίρου της χώρας, αφού έπαιζε παράλληλα και σε άλλες ομάδες, δεδομένου ότι η παρουσία των δύο ομοσπονδιών, AAF και AAM, επέτρεπε στους παίκτες να παίρνουν μέρος σε δύο πρωταθλήματα ταυτόχρονα.
Για πρώτη φορά κλήθηκε να εκπροσωπήσει την εθνική ομάδα της Αργεντινής, το 1924. Κέρδισε το πρωτάθλημα της Νότιας Αμερικής, τον πρόδρομο του Κόπα Αμέρικα του 1927 και το Αργυρό Μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928, στο Άμστερνταμ. Βασικός παίκτης στην ομάδα της Αργεντινής, στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της ιστορίας, νικώντας τη Γαλλία, το Μέξικο, τη Χιλή και τις Ηνωμένες Πολιτείες, έφτασε στον τελικό της διοργάνωσης του 1930. Σημείωσε δύο γκολ κατά διάρκεια αυτής της πορείας, γράφοντας ιστορία με το πρώτο, στο 81ο λεπτό του αγώνα, το μοναδικό εναντίον της Γαλλίας, αφού είναι ο Πρώτος Αργεντίνος που σκόραρε σε Παγκόσμιο Κύπελλο. Παράλληλα όμως, αρκετοί αντίπαλοί του υπέφεραν από την αντιμετώπισή του. Κάποιες πηγές εικάζουν ότι μετέφερε έναν σοβαρότατο τραυματισμό στον τελικό, ενώ κάποιες άλλες ότι είχε δεχθεί απειλές θανάτου από δύο φασίστες της Σικελικής Μαφίας. Θεωρήθηκε ότι έπαιξε στη σκιά σε όλο τον αγώνα, αλλά η αλήθεια είναι ότι έκανε ένα ήσυχο παιχνίδι στον τελικό, όπου η Αργεντινή ηττήθηκε από την Ουρουγουάη με 2-4. Με την «αλμπιτσελέστε», κατέκτησε 4 διεθνή τρόπαια, όλα εναντίον της Ουρουγουάης, 3 φορές το Κύπελλο Newton, το 1924, το 1927 και το 1928 και το Κύπελλο Lipton το 1928.
Το 1931, υπέγραψε στη Γιουβέντους, καθώς είχε την ιταλική υπηκοότητα, από την πλευρά της Ιταλίδας μητέρας του. Ήταν όμως υπέρβαρος και εντελώς εκτός από φυσική κατάσταση. Για τον λόγο αυτό υποχρεώθηκε σε εντατικές προπονήσεις για τουλάχιστον ένα μήνα. Επέστρεψε, παίζοντας τον πρώτο αγώνα του στις 2 Σεπτεμβρίου του 1931, σε μια ήττα 2-3 από τη Σπάρτα Πράγας, για το Κύπελλο Μιτρόπα. Βοήθησε τη «Γηραιά Κυρία» στην κατάκτηση 4 συνεχόμενων τίτλων Serie A (1932 – 1935) και ήταν μέλος της αποτελεσματικής ομάδας της Γιουβέντους, μαζί με τον Τζιοβάνι Φεράρι (Giovanni Ferrari), που ολοκλήρωσε τις πρώτες ευρωπαϊκές επιδόσεις του συλλόγου στην ιστορία, φθάνοντας για 4 συνεχόμενες χρονιές στα ημιτελικά του Κυπέλλου Μιτρόπα (1932, 1933, 1934 και 1935). Ήταν επίσης ένα από τα εξέχοντα μέλη της Χρυσής Εποχής του συλλόγου, που ονομάζεται «Quinquennio d’oro» (Χρυσή Πενταετία). Το 1935, διαδεχόμενος τον Βιρτζίνιο Ροζέτα (Virginio Rosetta), έγινε ο 3ος αρχηγός στην ιστορία της Γιουβέντους -και πρώτος γεννημένος στο εξωτερικό- κρατώντας το περιβραχιόνιο μέχρι το 1938. Αγωνίστηκε σε συνολικά 263 αγώνες της και σκόραρε 22 γκολ, εκ των οποίων τα 19 σε 225 αγώνες του στην ιταλική Serie A.
Στο πρόσωπό του, ο Βιτόριο Πότσο (Vittorio Pozzo), ο εμβληματικός προπονητής της εθνικής Ιταλίας, βρήκε το κομμάτι που παζλ που του έλειπε από την «σκουάντρα ατζούρα» στο δρόμο για την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1934. Τον μετέγραψε από την Αργεντινή μαζί με τους Αμφιλοχίνο Γκουαρίζι (Anfilogino Guarisi) και Ραϊμούντο Όρσι (Raimundo Orsi) καθιερώνοντας τους «ομογενείς» στο ποδόσφαιρο, τους «Oriundi» όπως τους έλεγαν ιταλικά! H Ιταλία κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1934, νικώντας στον τελικό της 10ης Ιουνίου την Τσεχοσλοβακία με 2-1! Μνημειώδεις έχουν μείνει οι επιδόσεις του στον προημιτελικό με την Ισπανία, εξουδετερώνοντας και τους 2 κεντρικούς χαφ της «φούρια ρόχα» και ιδιαίτερα στον ημιτελικό με την Αυστρία, εξουδετερώνοντας τον περίφημο Ματίας Σίντελαρ (Matthias Sidelar), έναν από τους καλύτερους επιθετικούς της προπολεμικής εποχής. Κατέχει το μοναδικό ρεκόρ του Παγκοσμίου Κυπέλλου, που θα μείνει ακατάρριπτο, συμμετέχοντας σε δύο συνεχόμενους τελικούς, με διαφορετική ομάδα! Έτσι όπως είναι πλέον οι κανονισμοί, δεν θα μπορέσει κανείς άλλος να επαναλάβει την επιτυχία του. Με μια ομάδα μπορεί, με δύο ποτέ!
Άθελά του, ο Μόντι ήταν ο κύριος υπεύθυνος της «Μάχης του Χάιμπουρι», του ποδοσφαιρικού αγώνα Αγγλίας – Ιταλίας, που διεξήχθη στις 14 Νοεμβρίου του 1934 στο παλιό γήπεδο της Αρσεναλ, το Χάϊμπουρι. Ο μεσοεπιθετικός της Αρσεναλ, ο Τεντ Ντρέικ (Ted Drake) του έσπασε το μεγάλο δάχτυλο στο πόδι στο 10ο λεπτό. Τότε οι αλλαγές δεν επιτρέπονταν. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει και με τον Μόντι ουσιαστικά αχρηστευμένο, οι Ιταλοί έπαιζαν με δέκα παίκτες, οι Άγγλοι άρχισαν να βάζουν γκολ κι οι Ιταλοί να βαράνε στο ψαχνό. Στο β’ ημίχρονο, το 3-0 των Άγγλων έγινε 3-2 με δύο γκολ του Τζιουζέπε Μεάτσα (Giuseppe Meazza) και το ξύλο έπεφτε ακόμα περισσότερο.
Λέγεται, ότι ο Μουσολίνι είχε υποσχεθεί υψηλό πριμ σε περίπτωση νίκης επί της Αγγλίας, ενώ οι Άγγλοι από τη πλευρά τους δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως μια ομάδα, έστω κι η Παγκόσμια Πρωταθλήτρια, θα μπορούσε να νικήσει την εθνική τους. Άλλωστε δεν συμμετείχαν στα Μουντιάλ, πιστεύοντας ότι Πρωταθλήτρια Κόσμου ήταν η νικήτρια του τουρνουά των Βρετανικών νήσων! Μετά από εκείνο τον τραυματισμό, έμεινε ένα χρόνο μακριά από τα γήπεδα κι επέστρεψε απλά για να κλείσει την διεθνή καριέρα του το 1936. Συνολικά, διεθνώς έκανε 16 εμφανίσεις, σημειώνοντας 5 γκολ για την Αργεντινή, μεταξύ 1924 και 1931 και άλλες 18 εμφανίσεις με 1 γκολ για την Ιταλία, μεταξύ 1932 και 1936.
Αποσύρθηκε από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο το 1938, στα 37 του χρόνια, μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό. Έμεινε στην Ιταλία και μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας και έγινε προπονητής σε διάφορες ομάδες. Αμέσως μετά την αποχώρηση πήρε τη δουλειά του προπονητή στην Τριεστίνα, τερματίζοντας στη 12η θέση στο πρωτάθλημα. Ανέλαβε τη Γιουβέντους αντί του Τζιοβάνι Φεράρι το 1941, οδηγώντας τη για πρώτη φορά, στις 8 Φεβρουαρίου του 1942, σε μια νίκη 1-0 επί της Πάντοβα. Την οδήγησε στην 6η θέση στη Serie A και κέρδισε το πρώτο του τρόπαιο, το Κύπελλο Ιταλίας της περιόδου 1941/42, στην αποκλειστική σεζόν του ως προπονητής της, όπου πέτυχε 10 νίκες σε 19 αγώνες. Την ίδια χρονιά, πήγε στη Βαρέζε στην Serie C, βοηθώντας να κερδίσουν την άνοδο στην Serie B. Τον Αύγουστο του 1945 πήγε στη Φοζανέζε, τερματίζοντας στην 6η θέση της Serie C. Ένα χρόνο αργότερα, ήταν στην Αταλάντα, τελειώνοντας στην 9η θέση. Έμεινε μέχρι τις 24 Νοεμβρίου, την ημέρα της απαλλαγής του. Το 1947 ανέλαβε τη Βιτζεβάνο στη Serie Β, αλλά στο τέλος της σεζόν η ομάδα υποβιβάστηκε. Στις 22 Ιουλίου του ίδιου έτους, επέστρεψε στην Αργεντινή, και λίγους μήνες αργότερα, ανέλαβε τη Χουρακάν. Η τελευταία εμπειρία του ως προπονητής, ήταν στη Πίζα, με την οποία τερμάτισε στην 9η θέση της Serie B.
Το 1950 επέστρεψε οριστικά για να ζήσει στην Αργεντινή, στο Μπουένος Άιρες. Τον Ιούλιο του 1953, το όνομά του ενεπλάκη σε μια ιστορία παρανομίας, όταν ένας απατεώνας στο Ροζάριο, που ειδικευόταν στην απάτη σε βάρος βιοτεχνών, συνελήφθη. Μη έχοντας κανένα έγγραφο ταυτότητας, υποστήριξε ότι είναι ο Λουίς Μόντι και για να το αποδείξει αυτό, έδειξε στην αστυνομία μια ουλή, σημάδι που έφερε ο πραγματικός Λουίς Μόντι, το «παράσημο» από το μαρκάρισμα του Τεντ Ντρέικ στον αγώνα της «Μάχης του Χάιμπουρι». Ο πραγματικός Μόντι, κλήθηκε να καταθέσει, αθωώθηκε και ο απατεώνας φυλακίστηκε. Τον Ιούνιο του 1978, επισκέφθηκε κατασυγκινημένος την ιταλική εθνική ομάδα, που αγωνίστηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1978 και έτυχε πρωτοφανούς ενθουσιώδους υποδοχής από τους Ιταλούς διεθνείς και τα μέλη της αποστολής.
Ο Λουίς Μόντι, πέθανε πλήρης ημερών από καρδιακή προσβολή, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1983, σε ηλικία 82 ετών, στο σπίτι του στο Μπελέν ντε Εσκομπάρ, το προάστιο της αργεντίνικης πρωτεύουσας.
ΠΗΓΕΣ: Ευλογημένο ποδόσφαιρο, Wikipedia, retrosport
Λούις Μόντι: Η «δίφυλλη ντουλάπα»
Ο Λούις Μόντι, έπαιξε δύο τελικούς Μουντιάλ με δύο διαφορετικές Εθνικές Ομάδες κι έμεινε στην ιστορία για τον δυναμισμό του και τα εντυπωσιακά σωματικά του προσόντα.
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ