«Χάρη» στην Εθνική ομάδα και στο ελληνικό μπάσκετ, δεν χρειάζεται, δεν πρέπει και δεν κάνει κανείς που δεν θέλει να είναι σε αυτή.

H επικείμενη αποχώρηση του Δημήτρη Ιτούδη από τον πάγκο της Εθνικής ανδρών, πριν από την ολοκλήρωση της τριετούς συμφωνίας που είχε γίνει με την ΕΟΚ, προσθέτει την ένατη αλλαγή προπονητή στην μακρά λίστα που έχει, πλέον, δημιουργηθεί από το 2008 και εντεύθεν. Ο Βασίλης Σπανούλης που είναι ο επικρατέστερος ή όποιος άλλος είναι ο επόμενος τεχνικός και καθίσει στον ελληνικό πάγκο που έχει εξελιχθεί σε «ηλεκτρική καρέκλα», λόγω των συνεχόμενων αποτυχιών, θα αναλάβει την δύσκολη αποστολή διεκδίκησης της πρόκρισης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2024. Και εν συνεχεία το Ευρωμπάσκετ 2025.

Μετά τον Παναγιώτη Γιαννάκη και την ολοκλήρωση της δεύτερης θητείας του στον πάγκο του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008, στο Πεκίνο, εφτά προπονητές βρέθηκαν στην ίδια θέση. Άλλοι με μονοετή θητεία, όπως ο Ιταλός Αντρέα Τρινκέρι στο Ευρωμπάσκετ 2013, ο Κώστας Μίσσας σ’ εκείνο του 2017 και ο Ρικ Πιτίνο στο προολυμπιακό τουρνουά του 2021.

Άλλοι με μάξιμουμ θητεία δυο ετών (Καζλάουσκας, Ζούρος, Σκουρτόπουλος και Ιτούδης) και με μακροβιότερη θητεία…αντοχών, ο Φώτης Κατσικάρης που ολοκλήρωσε την τριετή συνεργασία του (2014-16), χωρίς εγγύηση συμβολαίου, αλλά με προφορική δέσμευση.

Ο άτυπος μέσος όρος παραμονής είναι ένας νέος προπονητής στο «τιμόνι» του τεχνικού επιτελείου της Εθνικής, κάθε 18 μήνες, ούτε καν 2 χρόνια και ενώ το καλοκαίρι του 2018, ήταν ανενεργό για τις Εθνικές ομάδες. Εύλογα, δημιουργείται το ερώτημα και αιωρείται πάνω από τον πάγκο της ελληνικής ομάδας, αν υπάρχει πίστωση χρόνου, «ασπίδα» υπομονής και προσμονής ύστερα από κάθε αλλαγή προπονητή στην πίεση των αποτελεσμάτων για να βρισκόταν η Εθνική στην πρώτη τετράδα πέντε Ευρωμπάσκετ, τεσσάρων παγκοσμίων κυπέλλων και εξασφαλίζοντας την πρόκριση σε Ολυμπιακούς Αγώνες από την συμμετοχή σε τρία προολυμπιακά. Οι δυο κατακτήσεις 5ης θέσης και μίας έκτης θέσης, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως επιτυχίες, παρά μόνο ως τιμητικές και αξιοπρεπείς για τον πρότερο βίο της Εθνικής από το 1987 έως το «στοιχειωμένο» χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ 2009.

Η επέκταση του ως άνω ερωτήματος για την πορεία της Εθνικής ομάδας σε αυτά τα 13 χρόνια, είναι αν σε κάθε περίπτωση, ξεχωριστά, ευθυνόταν ο προπονητής ή αυτός «πλήρωνε το μάρμαρο». Γιατί στις Εθνικές ομάδες, δεν υπάρχουν μεταγραφές για να γίνονται αντικαταστάσεις παικτών και μόνο στις επιλογές του εκάστοτε εκλέκτορα, μπορούν να υπάρξουν διαφοροποιήσεις, μικρές ή μεγάλες, στις κλήσεις. Γι’ αυτές κρίνεται ο εθνικός προπονητής, αν και όλα τα προηγούμενα «πέτρινα» χρόνια, δεν υπήρξαν σημαντικές παρεκκλίσεις στις κλήσεις των διεθνών παικτών από τον εκάστοτε προπονητή και οι θεαματικές αλλαγές έγιναν λόγω της ηλικιακής μετάβασης από τον προηγούμενο «κορμό» της Εθνικής στον επόμενο που έπρεπε να σχηματιστεί.

Στα ερωτήματα απολογισμού, ύστερα από κάθε διοργάνωση, συμπεριλαμβάνεται και το αν οι εκάστοτε διεθνείς παίκτες δεν «λύγισαν» ψυχολογικά από την πίεση της συνέχισης επιτυχιών και παράλληλα, κατάφεραν να «κλείσουν τα αυτιά» τους στην αέναη και παρασκηνιακή διαμάχη των δυο «αιώνιων» αντιπάλων του ελληνικού αθλητισμού, ώστε να ήταν και να παραμένουν αφοσιωμένοι στο εθνικό καθήκον τους. Απομακρυσμένοι από πάσης φύσης «χαρακώματα»…

Φυσικά, ο εκάστοτε προπονητής αξιολογείται για την έμπνευση που δίνει στους εκάστοτε διεθνείς παίκτες, αλλά αυτή η παράμετρος είναι αίολη και υπάγεται στον νόμο της σχετικότητας για την παρουσία κάθε προπονητή στον πάγκο της Εθνικής και την συνεργασία που έχει με τους εκάστοτε διεθνείς παίκτες.

Το δεδομένο είναι ότι η συνεργασία των 40-45 ημερών (προετοιμασία και διοργάνωση), γίνεται σε επαγγελματικά πρότυπα, με την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών προϋποθέσεων προετοιμασίας και με κοινό γνώμονα την εθνική συνείδηση αθλητικής προσφοράς που υπαγορεύει η φανέλα με το εθνόσημο.

Σε κάθε περίπτωση, «χάρη» στην Εθνική ομάδα και στο ελληνικό μπάσκετ, δεν χρειάζεται, δεν πρέπει και δεν κάνει κανείς που δεν θέλει να είναι σε αυτή. Και επειδή, το προηγούμενο καλοκαίρι, ασκήθηκε πολλή κριτική για όσους παίκτες αρνήθηκαν την κλήση τους, για διαφορετικούς λόγους, είναι απολύτως δεδομένο ότι υπάρχει το δικαίωμα της άρνησης για τεκμηριωμένους λόγους. Η ετσιθελική άρνηση, όμως και η άρνηση, λόγω προσωπικής αρεσκείας, προτίμησης ή δυσαρέσκειας κάθε παίκτη, είναι καταδικαστέες.

Και πολύ απλά, η αυθόρμητη σύγκριση με την αδιάλειπτη παρουσία του Ντόντσιτς στην Σλοβενία, του Σενγκέλια στην Γεωργία, των Φερνάντεθ και Γιουλ στην Ισπανία, του Ντε Κολό στην Γαλλία, του Ντατόμε και του Μέλι στην Ιταλία, προκαλεί «ζήλια» στο ελληνικό μπάσκετ. Χωρίς να σημαίνει ότι οι συγκεκριμένοι παίκτες είναι περισσότερο πατριώτες από τους Έλληνες διεθνείς. Και αυτοί καταξιωμένοι είναι, εκατομμυριούχοι είναι, κουρασμένοι από τις συλλογικές υποχρεώσεις τους, αλλά είναι εκεί. Στον ιστό της μπασκετικής σημαίας της χώρας του.

Και αυτό συμβαίνει, γιατί όσους, ακόμα και…αμέτρητους συλλογικούς τίτλους και αν έχουν κατακτήσει, ακόμα και πρωταθλήματα ΝΒΑ (ο Νοβίτσκι των δυο δαχτυλιδιών έπαιζε στην Γερμανία των δέκα συμπαικτών που ήταν ρολίστες στον τελικό του 2005) στο βιογραφικό τους, βάζουν στην πρώτη γραμμή ότι έχουν πετύχει με τις Εθνικές ομάδες τους.

Αξιοποίηση και κεφαλαιοποίηση του Γιάννη Αντετοκούνμπο     

Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, ο Giannis, o Greek Freak, το παιδί της διπλανής πόρτας στην ελληνική κοινωνία, η οποία τον απέρριπτε στα παιδοεφηβικά χρόνια του, ο πρωταθλητής του ΝΒΑ με τους Μιλγουόκι Μπακς, ο δις MVP back to back, ο καταξιωμένος «πρεσβευτής» του ελληνικού μπάσκετ στο ΝΒΑ, ο γεννημένος στην Ελλάδα με νιγηριανό αίμα στις φλέβες του, δεν είναι προϊόν του ελληνικού μπάσκετ.

Η είσοδος του στις Εθνικές ομάδες, έγινε στην Νέων και στο Ευρωμπάσκετ 2013, στο Ταλίν από τον Κώστα Μίσσα. Εκ τότε, έχει παίξει στα Ευρωμπάσκετ ανδρών 2015 και 2022, στο προολυμπιακό τουρνουά 2016, στα παγκόσμια κύπελλα 2014 και 2019. Στα εννέα χρόνια παρουσίας του στην Εθνική Ανδρών, έχει 59 συμμετοχές. Το 2024 (6 Δεκεμβρίου) θα γιορτάσει τα 30α γενέθλια του.

Δεν υπάρχει προπονητής, παίκτης, ειδήμονας, ακόμα και «παρατρεχάμενος» που να αμφισβητεί τις αγωνιστικές ικανότητες του Αντετοκούνμπο. Η αγωνιστική αξιοποίηση, όμως, του Γιάννη Αντετοκούνμπο στην Εθνική ομάδα, αποτελεί μια ατέρμονη ανάλυση και συζήτηση, στην οποία συμπεριλαμβάνεται το αν τα επιτεύγματα του στους Μπακς, τα double-double, οι 40άρες και 50άρες πόντων, δεν επαναλαμβάνονται με την Εθνική, έστω και σε μικρότερο ποσοστό με την Εθνική ομάδα και στον τρόπο παιχνιδιού του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Η δε κεφαλοποίηση του Γιάννη Αντετοκούνμπο στο ελληνικό μπάσκετ και ως «σημαιοφόρος» του, λόγω της αξίας του, είναι έως τώρα, μηδενική. Οι επόμενες προκλήσεις της Εθνικής ομάδας, θα αφορούν τον Γιάννη σε χρονικό ορίζοντα 4-5 ετών. Εφόσον, βέβαια, δίνει το παρόν.

Γιατί, ειδικά αυτό το καλοκαίρι και πέραν της απαραίτητης επέμβασης που έκανε στο γόνατο του και της χρονικής στιγμής που επέλεξε μαζί με τους Μπακς, με αποτέλεσμα να είναι εκ προοίμιου ανέφικτη η συμμετοχή του στην Εθνική και στο Παγκόσμιο κύπελλο, η εκκωφαντική απουσία του από οποιαδήποτε εκδήλωση, ήταν σε πλήρη αντίθεση με την δήλωση του, μετά το Ευρωμπάσκετ 2022. «Ανυπομονώ να είμαι ξανά στην Εθνική, μετά απ΄ έναν χρόνο»!

Ο Γιάννης δεν πέρασε από το ΟΑΚΑ να πει ένα «γειά» στους διεθνείς παίκτες που έκαναν προετοιμασία.

Το γεγονός, όμως, που χρίζει μίας εξήγησης από τον ίδιο, είναι η απουσία του, ακόμα και στο φιλικό της 4ης Αυγούστου. Στην αποσύρση της φανέλας του Νίκου Γκάλη, ο οποίος χαιρέτησε τον Σλοβένο ΝΒΑer, Λούκα Ντόντσιτς και δεν είδε τον Έλληνα ΝΒΑer, στην άκρη του πάγκου, τουλάχιστον.

«Είπα στον Γιάννη, ότι όποτε θέλει μπορεί να μου τηλεφωνήσει και να με ρωτήσει, να με συμβουλευτεί για ό,τι θέλει» είχε πει ο Νικ, το καλοκαίρι του 2022, όταν ο Γιάννης τον είχε επισκεφθεί στην Θεσσαλονίκη.