Μια ιστορία, πρακτικά άγνωστη, για το πώς δυο από τους κορυφαίους οδηγούς αγώνων του Μεσοπολέμου έδωσαν τη ζωή τους για την απελευθέρωση της πατρίδας τους.

Μια ιστορία, πρακτικά άγνωστη, για το πώς δυο από τους κορυφαίους οδηγούς αγώνων του Μεσοπολέμου έδωσαν τη ζωή τους για την απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Όταν η Μ. Βρετανία, μετά την πτώση της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940, έμεινε μόνη απέναντι στους Ναζί, ο πρωθυπουργός Winston Churchill αποφάσισε να χτυπήσει τους Γερμανούς με όποιον τρόπο τότε μπορούσε. Έδωσε λοιπόν εντολή να δημιουργηθεί μια μυστική ομάδα κρούσης: η Special Operations Executive (SOE). Η δική του «5η Φάλαγγα» θα «έβαζε φωτιά στην Ευρώπη» – “set Europe ablaze” είναι η φράση του που έχει μείνει στην ιστορία. Πώς; Στέλνοντας στην κατεχόμενη Ευρώπη μυστικούς πράκτορες με σκοπό να ανατινάξουν τρένα, γέφυρες και εργοστάσια, να οργανώσουν απαγωγές υψηλόβαθμων Γερμανών (όπως αυτή του στρατηγού Kreipe από τους Patrick Leigh Fermor και Billy Moss τον Απρίλιο του ’44 στην Κρήτη), δολοφονίες (όπως εκείνη του «Δήμιου» Reinhard Heydrich από τους Josef Gabcik και Jan Kubis τον Μάιο του ’42 στην Πράγα) και κάθε είδους σαμποτάζ.
Έχοντας ολοκληρώσει εξαντλητική εκπαίδευση, σε μυστικές τοποθεσίες –παραχωρημένες από τους ιδιοκτήτες τους απόμερες εξοχικές κατοικίες της Μ. Βρετανίας– οι πράκτορες της SOE, άντρες και γυναίκες, στρατιωτικοί αλλά και προερχόμενοι από κάθε κοινωνική τάξη πολίτες, έπεφταν με αλεξίπτωτο τις αφέγγαρες νύχτες στην κατεχόμενη Γαλλία κυρίως, για να ενωθούν με τις τοπικές οργανώσεις αντίστασης.
Ο “W Williams” ήταν μια μορφή αινιγματική. Νικητής του πρώτου Grand Prix του Μονακό, το 1929 και εκ των πλέον επιτυχημένων οδηγών της δεκαετίας του ’20, αποτελούσε μυστήριο ακόμα και για τους συναγωνιστές του που υποτίθεται πως τον γνώριζαν καλύτερα.
O William «Willy» Charles Frederick Grover, γεννήθηκε, από Άγγλο πατέρα και Γαλλίδα μητέρα, στις 16 Ιανουαρίου 1903 στο Παρίσι. Με την έναρξη του Α’ ΠΠ, η οικογένεια μετακόμισε στο Μονακό όπου λίγο αργότερα ο Willy, σε ηλικία μόλις 13 ετών, έπιασε δουλειά ως σοφέρ. Έχοντας έφεση σε οτιδήποτε μηχανικό εξ απαλών ονύχων, όταν ο Πόλεμος τελείωσε, αγόρασε μια μοτοσυκλέτα Indian (μια από τις εκατοντάδες που άφησε πίσω του φεύγοντας ο αμερικανικός στρατός) και άρχισε να συμμετέχει σε αγώνες με το ψευδώνυμο “W Williams”. Πάθος του όμως ήταν τα αυτοκίνητα… Επιστρέφοντας στο Παρίσι, εξακολούθησε να εργάζεται ως σοφέρ. Με τα χρήματα που κέρδιζε αγόρασε, το 1924, μια μεταχειρισμένη Hispano-Suiza H6 – το ακριβότερο αυτοκίνητο εκείνη την εποχή στην Ευρώπη. Το οποίο και προσέλκυσε περισσότερους πελάτες (άρα και περισσότερα χρήματα) και ήταν αρκετά γρήγορο για αγώνες. Μετά από έναν τερματισμό στο Rally Monte-Carlo του 1925, ο Willy, με το αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε τις καθημερινές ως λιμουζίνα για Παρισινούς αριστοκράτες, άρχισε να συμμετέχει τα Σαββατοκύριακα σε αναβάσεις.Στις οποίες εκείνη την εποχή κυριαρχούσε ένας Robert Benoist, απέναντι στην πανάλαφρη, εργοστασιακή Delage του οποίου η βαριά Hispano-Suiza δεν είχε βέβαια καμία τύχη. Έπειτα από νίκες (με μια δανεική Bugatti 35 C) στα Γαλλικά Grand Prix του ’28 και ‘29, και μη έχοντας χρήματα για να αγοράσει καλό αγωνιστικό αυτοκίνητο, ο Willy κατάφερε να πείσει τον Ettore Bugatti να του διαθέσει μια μεταχειρισμένη Bugatti 35 B, πρώην αγωνιστικό αυτοκίνητο των Louis Chiron και Robert Benoist.
Με αυτή την 35 B, βαμμένη στο χρώμα που έκτοτε θα γινόταν γνωστό ως “British Racing Green” έτσι ώστε να μη θεωρηθεί εργοστασιακή συμμετοχή (μιας και η ομάδα της Bugatti είχε προσωρινά αποσυρθεί από την αγωνιστική δράση), ο “W Williams” κέρδισε, τον Απρίλιο του 1929, το πρώτο Grand Prix του Μονακό, νικώντας, μεταξύ άλλων, την 7λιτρη εργοστασιακή Mercedes-Benz SSK του ανερχόμενου τότε Rudolf Caracciola. Ως μέλος πλέον της εργοστασιακής ομάδας της Bugatti, δίπλα στους Achille Varzi, René Dreyfus και Robert Benoist, ο “W Williams” νίκησε στο Βελγικό Grand Prix του ’31.
Την ίδια χρονιά, όπως και τις δυο επόμενες, κέρδισε το Grand Prix της La Baule, στις άμμους της νότιας Βρετάνης, όπου είχε αποσυρθεί με τη σύζυγό του για να ζήσουν μια άνετη και λιγότερο επικίνδυνη ζωή – και για να εκθρέψουν Aberdeen τεριέ. Μέχρι που ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος… Μετά τη νίκη στο 1ο Grand Prix του Μονακό ο “W Williams” κυριάρχησε και στο Γαλλικό, στο Le Mans.
Μετά την πτώση της Γαλλίας, ο William Grover-Williams, πλέον, κατατάχτηκε εθελοντής στον Βρετανικό Στρατό ως οδηγός. Επειδή όμως ήταν Γάλλος υπήκοος, γνώριζε τον τόπο καλά και μιλούσε άπταιστα Γαλλικά και Αγγλικά, δεν άργησε να επισημανθεί από τους επικεφαλής της SOE και να στρατολογηθεί για να αποτελέσει τον σύνδεσμο μεταξύ των πρακτόρων που θα έπεφταν στη Γαλλία και του τοπικού δικτύου Αντίστασης.
Ο Robert Benoist με τη Delage 15-S-8 στο Ευρωπαϊκό GP του ‘26, στο San Sebastian (photo commons.wikimedia.org). Έτσι, μια ασέληνη νύχτα, στις 30 Μαΐου 1942, εποχή που τα περισσότερα δίκτυα πρακτόρων-σαμποτέρ της SOE στη Γαλλία είχαν ανακαλυφτεί και καταστραφεί από τη γερμανική αντικατασκοπεία, ο “Sebastien” έπεσε με αλεξίπτωτο κάπου κοντά στο Le Mans. Από εκεί κατέληξε στο Παρίσι όπου, από ένα μικρό διαμέρισμα στο Trocadéro, άρχισε να οργανώνει και συντονίζει το δίκτυο “Chestnut” με σκοπό το σαμποτάζ και την «υποδοχή» περισσότερων πρακτόρων.
Όπως ήταν φυσικό, δεν άργησε να αναζητήσει τον παλιό του φίλο και συναγωνιστή, Robert Benoist – με τον οποίο είχαν στο μεταξύ συναντηθεί στην Αγγλία, στη διαδικασία της εκπαίδευσής τους στην SOE. Γεννημένος το 1895, ο Robert Marcel Charles Benoist, έχοντας καταταγεί στον Γαλλικό Στρατό, στον Α’ ΠΠ ως απλός στρατιώτης, με την εμφάνιση των αεροπλάνων μεταπήδησε στην “Armée de l’Air”, τη Γαλλική Πολεμική Αεροπορία, ως πιλότος αρχικά και στη συνέχεια ως εκπαιδευτής. Με την ομάδα της Delage ο Robert Benoist νίκησε στα Γαλλικό, Ισπανικό, Ιταλικό και Βρετανικό GP του ’27.
Μετά τον Πόλεμο, εθισμένος στον κίνδυνο, στη δράση και στην ταχύτητα, ο Benoist άρχισε να συμμετέχει σε αγώνες αυτοκινήτου με τις ομάδες της Delage (με την οποία νίκησε στα Γαλλικό, Ισπανικό, Ιταλικό και Βρετανικό Grand Prix του 1927), της Alfa Romeo (νίκη στις 24 Ώρες του Spa το 1929) και φυσικά της Bugatti, του αγωνιστικού τμήματος της οποίας ήταν επικεφαλής από το 1934. Μάλιστα, με μια ημι-εργοστασιακή 57 S “Tank” κέρδισε τις 24 Ώρες του Le Mans του ‘37.
Ο Benoist έπεσε αρκετές φορές με αλεξίπτωτο στη Γαλλία με οδηγίες για σαμποτάζ στη γερμανική αμυντική υποδομή της Caen. Με την πτώση της Γαλλίας, ο Benoist κατέφυγε στην Αγγλία όπου ο παλιός του φίλος Grover-Williams τον σύστησε στην SOE. Στη διάρκεια του πολέμου, έχοντας μάλιστα συλληφθεί δυο φορές από τη Gestapo –και ξεφύγει και τις δυο–, ο Benoist έπεσε αρκετές φορές με αλεξίπτωτο στη Γαλλία με οδηγίες για σαμποτάζ στη γερμανική αμυντική υποδομή της Caen, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της “D-Day”.
Στη συνέχεια, με τη δική του ομάδα “Clergyman”, ενόψει πάντα της D-Day, έκανε εκτεταμένα σαμποτάζ στην περιοχή της Nantes, καταστρέφοντας, δυο φορές μάλιστα, τους πυλώνες ηλεκτροδότησης της πόλης, καθώς και το τηλεφωνικό της δίκτυο. Ωστόσο, αυτή έμελλε να ήταν και η τελευταία δράση του Benoist.
Καταδόθηκε από Γάλλους συνεργάτες των Γερμανών και συνελήφθη στο Παρίσι όπου, βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του, είχε πάει για να επισκεφτεί την ετοιμοθάνατη μητέρα του (την οποία δεν πρόλαβε) στις 18 Ιουνίου του 1944, δυο σχεδόν εβδομάδες μετά την απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία και όταν ο πόλεμος ήταν πια φανερό πως είχε χαθεί για τους Γερμανούς. O Robert Benoist στη Monza το 1927. Η τελευταία κόπια αυτού του βιβλίου του Roger Labric πουλήθηκε, το 2013, προς €779.
Σχεδόν έναν χρόνο νωρίτερα, στις 2 Αυγούστου του 1943, είχε συλληφθεί και ο “Sebastien”, στο σπίτι μάλιστα των γονιών του Benoist στο Auffargis, όταν οι Γερμανοί αναζητούσαν τον Robert. Μετά από μια τυπικά Gestapo ανάκριση στο Παρίσι, o Grover-Williams στάλθηκε στο Βερολίνο για τα θλιβερά περαιτέρω. Η ανάκριση συνεχίστηκε και εκεί, χωρίς αποτέλεσμα για τους Γερμανούς, πριν ο Willy σταλεί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Sachsenhausen. Το Sachsenhausen, βόρεια του Βερολίνου, ήταν «πρότυπο» για τα υπόλοιπα στρατόπεδα συγκέντρωσης και για τη μεταχείριση και για την «αποδοτική αξιοποίηση» των κρατουμένων. Περίπου οι μισοί από τους 200.000 ανθρώπους που πέρασαν από εκεί, μεταξύ 1936 και 1945 –όσοι τουλάχιστον δεν πέθαναν από πνευμονία και άλλες αρρώστιες, από εξάντληση ή μετά από αποτρόπαια «ιατρικά» πειράματα– εκτελέστηκαν είτε με απαγχονισμό είτε με μια, χάριν οικονομίας, σφαίρα στον κεφάλι. Ο William Grover-Williams εκτελέστηκε εκεί, είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο, «στις ή λίγο μετά τις 18 Μαρτίου 1945», σύμφωνα με τα επίσημα βρετανικά αρχεία, λίγες εβδομάδες πριν τη συνθηκολόγηση των Γερμανών και το τέλος του πολέμου. Ο Willy ήταν 42 ετών.
Ο Robert Benoist, μετά τη σύλληψή του τον Ιούνιο του 1944, είχε μεταφερθεί σ’ ένα άλλο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί• στο διαβόητο Buchenwald, το «δάσος με τις οξιές», πόλη παλαιότερα των Schiller και Nietzsche. Τρεις μήνες αργότερα, στις 11 Σεπτεμβρίου του 1944, απαγχονίστηκε μαζί με άλλους συγκρατουμένους του στο «κελάρι» του κρεματόριου του κολαστήριου της Βαϊμάρης. O Robert ήταν 49 ετών.
Γι αυτόν, το περιοδικό Motorsport έγραψε τον Αύγουστο του 1945: «Λάτρεις των αγώνων σε όλον τον κόσμο θα διάβασαν με οδύνη την είδηση γι αυτά που έκαναν οι Γερμανοί στον Robert Benoist μετά το παρατεταμένο, ηρωικό του έργο για τους Συμμάχους στον Πόλεμο».
Η αντίθεση με την επίσημη ανακοίνωση («θανών ως αιχμάλωτος πολέμου των Γερμανών») των βρετανικών στρατιωτικών αρχείων είναι εκκωφαντική. Ο Jean-Pierre Wimille, έχοντας επιζήσει ως σαμποτέρ και αυτός της SOE στον B’ ΠΠ, σκοτώθηκε στις δοκιμές για το Grand Prix της Αργεντινής του ’49, στο Buenos Aires (photo Grand Prix history).
Προς τιμήν του, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1945, έγινε στο Παρίσι το «Κύπελλο Robert Benoist». Επίσης προς τιμήν του, στην κατοικία του, το Auffargis, υπάρχει η οδός “Allée Robert Benoist”, ενώ στο ανενεργό πλέον σιρκουί Reims-Gueux στέκουν ακόμα οι κερκίδες “Tribune Robert Benoist”. Προς τιμήν δε του Grover-Williams, κάθε χρόνο το Bugatti Owners Club της Μ. Βρετανίας διοργανώνει αγώνα για το κύπελο που ο “W Williams” κατέκτησε στο Grand Prix του Μονακό το 1929. Μιας και οι σοροί τους δεν βρέθηκαν ποτέ, τα ονόματα των Grover-Williams και Benoist είναι χαραγμένα στα Μνημεία Πεσόντων για τους πράκτορες/σαμποτέρ της Special Operations Executive στο Valençay της Γαλλίας και στο Brookwood Memorial, στο ομώνυμο κοιμητήριο –γνωστό και ως London Necropolis μιας και είναι το μεγαλύτερο στη χώρα– στο Surrey της Αγγλίας. Και οι δυο ήρωες, έχοντας καταταγεί στην SOE εθελοντικά, έδωσαν τη ζωή τους χωρίς δεύτερη σκέψη, θυσιάζοντας ό,τι είχαν μέχρι τότε αποκτήσει: οικογένεια, ευμάρεια, άνεση, καταξίωση… Και την έδωσαν με ψυχική ηρεμία και ευτυχείς μιας και πέθαναν για ένα ιδανικό: την απελευθέρωση της πατρίδας τους από τους κατακτητές.
Κύρια πηγή, μεταξύ πολλών άλλων, για την παραπάνω εξιστόρηση ήταν το βιβλίο “The Grand Prix Saboteurs”, από τις Εκδόσεις Morienval Press, του παλαιού δημοσιογράφου Joe Saward.