Τελικά αυτή η Αργεντινή μας πάει ρε παιδί μου στο βόλεϊ για να έρθουμε στο θέμα μας. Τον Οκτώβριο του 2002 επιτελέστηκε το θαύμα της Εθνικής ανδρών στο περίφημο και αχανές «Λούνα Παρκ» του Μπουένος ʼϊρες (7η θέση στο Παγκόσμιο ανδρών) και εννέα χρόνια μετά τα μωρά του Μάκη Δημητριάδη μας κάνουν να ξανασκάσουμε χαμόγελο αισιοδοξίας. Την ώρα που όλο το ελληνικό βόλεϊ προσπαθεί να βγει από την εντατική ο Κοκκινάκης, ο Κουμεντάκης, ο Τζιουμάκας και τα υπόλοιπα παιδιά της Εθνικής παίδων αναπνέουν αέρα επιτυχίας στην Μπάϊα Μπλάνκα. Έναν αέρα που φθάνει μέχρι την Αθήνα και μας κάνει αισιόδοξους για το μέλλον του ελληνικού βόλεϊ υπό προϋποθέσεις βεβαίως βεβαίως.
Ουδείς μπορεί να γνωρίζει που το πάει αυτή η Εθνική. Με νίκη τα μεσάνυχτα κόντρα στου αδύναμους Τυνήσιους μπαίνει ως πρώτη στην οκτάδα του Παγκοσμίου πρωταθλήματος και θα αρχίζει να κάνει όνειρα ημιτελικών στο νέο όμιλο που θα δημιουργηθεί. Η Εθνική είναι ικανή για όλα. Το έδειξε τόσα στα δύο πρώτα παιχνίδια με τη Ρωσία και τη Κίνα από τις οποίες δεν έχασε ούτε σετ, το έδειξε όμως και στα φιλικά παιχνίδια που έδωσε με την Βραζιλιά στο Ρίο Ντε Τζανέιρο.
Από εκείνα τα παιχνίδια άρχισαν όλοι να σκανάρουν την Εθνική ομάδα και να της δίνουν τον χαρακτηρισμό «φαβορί». Όπως και να έχει, ακόμη και αν δεν καταφέρει να μπει στην τετράδα η Εθνική, το μήνυμα το έχουν στείλει οι πιτσιρικάδες. «Είμαστε εδώ και θέλουμε να παίζουμε» φωνάζουν από την Αργεντινή και αν ακουστούν από τους προέδρους των Ελληνικών ομάδων έχει καλώς. Αλλιώς ο Κουμεντάκης θα γίνει Τζούριτς, ο Κοκκινάκης θα γίνει Φράγκος και ο Τζιουμάκας Ρουμελιώτης. Οι νεαροί θα το σκάσουν και καλά θα κάνουν για Ιταλία μεριά, εκεί όπου οι παράγοντες και οι προπονητές βλέπουν καμιά δεκαετία μπροστά. Όσο για τους δικούς μας παράγοντες αυτοί θα ψάχνουν να βρουν κανένα Σέρβο ή κανένα Κολομβιανό για να πουν ότι έκαναν μεταγραφές.