Ειδικά στην Ελλάδα το ποδόσφαιρο είναι μόνο ή κυρίως πολιτική. Από την άμεση εξάρτησή του από τις επιχορηγήσεις της Γ.Γ.Α. και μόνο είναι εύκολο να το αντιληφθείς. Δεν χρειάζεται να γυρίσουμε πίσω στις εποχές των Παπαναστασίου και Κουλούρη για να κάνουμε κουβέντα.
Η εποχή του Βασίλη Γκαγκάτση, που είναι πιο κοντά μας, φτάνει και περισσεύει. Επί 5 χρόνια η ΕΠΟ του Βασίλη Γκαγκάτση ήταν «κομμένη» από τις επιχορηγήσεις του Γιώργου Ορφανού. Τα αντίστοιχα παραδείγματα των «φιλικά» προσκείμενων ή μη διοικήσεων στις κυβερνητικές επιρροές είναι άπειρα.
Επίσης, οι 300 της ελληνικής Βουλής έχουν κάνει τα αναρίθμητα ρουσφέτια μέσω του άλλοτε κρατικού και σήμερα ημικρατικού ΟΠΑΠ σε κάθε περιφέρεια της χώρας. Εδώ φτάσαμε στο σημείο να υπάρχουν κολυμβητήρια σε πόλεις των 300 κατοίκων και να ρημάζουν και να μην υπάρχει ένα ανοιχτό γηπεδάκι μπάσκετ σε πόλη των 3.000.
Αν όλα αυτά δεν είναι αποτελέσματα μιας τραγικής πολιτικής παρέμβασης, παρακαλώ να μου πει κάποιος τι στην πραγματικότητα είναι;
Αν το μεγαλύτερο αθλητικό πανηγύρι του πλανήτη, οι Ολυμπιακοί Αγώνες, δεν είναι πολιτικό γεγονός και μπίζνα, τότε τι είναι ρε παλικάρια; Το 1996 οι ΟΑ έγιναν στην Ατλάντα και όχι στην Αθήνα γιατί το ήθελε η Coca Cola.
Το 1936 στο Βερολίνο τα 4 χρυσά μετάλλια που φορέθηκαν στο στήθος του μαύρου Τζέσε Όουενς μπροστά στα μούτρα του Χίτλερ, πολιτικοποιήθηκαν όσο τίποτα στον πλανήτη.
Αν πάμε ακόμα πιο πίσω θα δούμε ότι σχεδόν κάθε διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων συνδέεται με την πολιτική. Οι Αγώνες του 1916, του 1940 και του 1944 δεν διεξήχθησαν καθόλου, ενώ το 1948 η Γερμανία και η Ιαπωνία αποκλείστηκαν λόγω «εγκλημάτων πολέμου».
Οι πολιτικοί ανταγωνισμοί οδήγησαν στην αποδοχή των ευρωπαϊκών κομμουνιστικών κρατών στους Αγώνες μόνο μετά τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1952, της Κίνας το 1984, της Ανατολικής Γερμανίας το 1972, αλλά και στα μποϊκοτάζ του Βερολίνου το 1936, του Μόντρεαλ το 1976, της Μόσχας το 1980, του Λος Αντζελες το 1984 και της Σεούλ το 1988.
Όλες αυτές οι αποφάσεις δεν βασίστηκαν στην ηθική ή την ευγενή αθλητική άμιλλα, αλλά στον πολιτικό ανταγωνισμό.
Στον αγώνα Γερμανίας-Ελλάδας, που θα γίνει την Παρασκευή στο Γκντανσκ, παίκτες και προπονητές των δύο ομάδων ισχυρίζονται και σωστά ότι πρόκειται μόνο για ποδόσφαιρο και όχι για πολιτική.
Αν και η δήλωση-απάντηση του Σάντος είχε μόνο πολιτικό περιεχόμενο.
Από την πλευρά τους, πάντως, οι εμπλεκόμενοι ορθώς πράττουν. Μόλις όμως, ολοκληρωθεί ο αγώνας και ανάλογα με το αποτέλεσμά του, ο καθένας θα αντιληφθεί με ποιο τρόπο θα χρησιμοποιηθεί στην πραγματικότητα το συγκεκριμένο ματς.
Αγωνιστικά Έλληνες και Γερμανοί θέλουν να αποδείξουν πράγματα στο γήπεδο. Θέλουν δεν θέλουν όμως, αυτές οι «ποδοσφαιρικές αποδείξεις» θα χρησιμοποιηθούν και από άλλους ποικιλοτρόπως.