Το ημερολόγιο δείχνει πια 4 Μαΐου του 2015. Η γιορτή – τίτλου του ποδοσφαιρικού τμήματος του Ολυμπιακού στο εστιατόριο του γηπέδου Καραϊσκάκη πλησιάζει προς το τέλος της. Αποχωρούμε. Η αυτόματη πόρτα του ασανσέρ ετοιμάζεται να κλείσει. Τελευταία στιγμή ανοίγει για να μπούμε και εμείς. Πέφτουμε πάνω στον Εντινγκά και τις παλιοσειρές, τον Μέγερι και τον Φουστέρ.
«Νταβίντ, δεν πρόκειται να ξεχάσω τη συνέντευξη στη φιέστα», λέω στον Ισπανό.
«Ούτε εγώ, ποτέ», απαντάει με τις λέξεις να βγαίνουν με δυσκολία από τα χείλη του. Τα μάτια του δεν είναι πια υγρά. Αλλά οι έντονες στιγμές που είχε ζήσει νωρίτερα στον αγωνιστικό χώρο του «σπιτιού» του, του φαληρικού γηπέδου, είναι σαφές ότι στριφογυρίζουν στο μυαλό του.
Δίπλα του ο Μπάλας Μέγερι προσπαθεί να μείνει ψύχραιμος. Η διαδρομή με το ασανσέρ από τον 2ο όροφο έως το ισόγειο του Καραϊσκάκη μοιάζει με αιώνα.
«Ντελβίν, τελικά είσαι πολύ καλός χορευτής», λέμε στον αφρικανό αμυντικό μέσο για να ευθυμήσουμε λιγάκι. Αυτό ήταν. Όλοι ξεσπάνε και γελάνε. Αποφορτίζονται. Το είχαν ανάγκη, ειδικά οι παλιοσειρές.
Ειλικρινά, δεν ξέρουμε τι θα γίνει με την περίπτωση του Φουστέρ. Όμως, δεν χρειάζεται να κλάψει άλλο. Κατάφερε σε μία πενταετία να πορευτεί με αξιοπρέπεια, επαγγελματισμό και ήθος στον Ολυμπιακό για να μπει έτσι, μια για πάντα στις καρδιές των φίλων των «ερυθρόλευκων». Έκανε πραγματικότητα το παραμύθι των παιδικών του χρόνων (ευρωπαϊκές βραδιές, γκολ, τίτλοι και αναγνώριση).
Και επειδή στην ψυχή εξακολουθεί να είναι ένα μικρό παιδί, θα ήθελε να έχει happy end το σήριαλ της παραμονής του στους «Πειραιώτες». Ξαναλέμε, δεν γνωρίζουμε πως και πότε θα πέσουν οι τίτλοι τέλους στο παραμύθι. Όμως Νταβίντ, δεν χρειάζονται πια άλλα δάκρυα.