Είναι τα παιγνίδια του
χρόνου, της μοίρας άλλες φορές, που
δημιουργούν τις μεγαλύτερες συμπτώσεις.
Έντεκα χρόνια πριν η Ελλάδα έφτανε στον
έβδομο ουρανό, δημιουργούσε το μεγαλύτερο
θαύμα του ελληνικού αθλητισμού και ένα
από τα μεγαλύτερα του παγκόσμιου.
Εντεκα χρόνια μετά και
μία μέρα, από τις 4 Ιουλίου 2004, το μυαλό
και η καρδιά των Ελλήνων πολιτών είναι
σαφώς πιο προβληματισμένα για την ημέρα,
τις ημέρες, που τους ξημερώνουν. Στα
social, υπάρχουν αναφορές στον άθλο του
2004, με το μήνυμα ότι “ενωμένοι μπορούμε
να καταφέρουμε τα πάντα”. Μήνυμα, που
θέλουμε όλοι να κυριαρχήσει σε απόλυτο
βαθμό από τη Δευτέρα.
Ενωμένοι μπορούμε να
αντιμετωπίσουμε τα πάντα, όχι να φτάσουμε
παντού (στην κορυφή εν προκειμένω).
Μία βουτιά στην ιστορία
του 2004, αποδεικνύει βέβαια ακριβώς το
αντίθετο: Δεν μας έφτασε στην επιτυχία
καμία ενότητα, αλλά κάποιες βασικές
αρχές, έτσι όπως αυτές τέθηκαν από τον
“πρωθυπουργό”.
Ο Ότο Ρεχάγκελ, αρχικά
φρόντισε να ξεκόψει από το κομμάτι της
εθνικής τους βλαχοδήμαρχους της ΕΠΟ.
Το ξεκαθάρισε στον τότε πρόεδρο της
ομοσπονδίας Βασίλη Γκαγκάτση, ότι αυτοί,
μπορούν να πηγαίνουν στα ταξίδια για
να δείχνουν τις πόλεις στις γυναίκες
τους και όχι για να βρίσκονται ανάμεσα
στους ποδοσφαιριστές.
Κατόπιν, ο Γερμανός
διάλεξε ένα δικό του τρόπο δουλειάς,
που κάθε άλλο παρά ενότητα έφερε στους
κόλπους του ποδοσφαίρου. Δημιούργησε
μία ομάδα παικτών, που ανεξαρτήτως αν
βρίσκονταν σε φόρμα ή όχι, ανεξαρτήτως
αν αγωνίζονταν στους συλλόγους τους ή
όχι, είχαν θέση στους κόλπους της εθνικής.
Θα θυμάστε ότι σ’ αυτήν την ομάδα δεν
είχαν παρουσία, ποδοσφαιριστές οι οποίοι
διακρίνονταν με τις ομάδες τους (Ζήκος,
Ελευθερόπουλος, Γεωργάτος κάποια από
τα παραδείγματα).
Ακόμη και στον τρόπο
που ασχολούταν με την εθνική ομάδα ο
Ρεχάγκελ, είχε δημιουργήσει προστριβές.
Δεν έβλεπε συχνά αγώνες του ελληνικού
πρωταθλήματος, μα κυρίως, δεν ζούσε στην
Ελλάδα. Αυτό βέβαια, ήταν η μεγαλύτερη
συνειδητή επιτυχία του. Δεν ήθελε να
ζει στην Ελλάδα, για να μην αποκτήσει
την ελληνική νοοτροπία, να μην επηρεάζεται
απ’ αυτήν.
Θα μου πείτε, τι είχε
τελικά εκείνη η Εθνική ομάδα, εκτός από
τύχη, για να φτάσει στο στόχο της. Τύχη
είχε σίγουρα, αλλά όπως έδειξε και η
διάρκειά της, αυτή δεν αποτελούσε το
κυρίαρχο σημείο της. Είχε έναν άνθρωπο,
ο οποίος υποστήριξε ενώπιον 23 ποδοσφαιριστών
στο ακέραιο την δική του αλήθεια. Ήταν,
με τον τρόπο που ο ίδιος το αντιλαμβανόταν,
δίκαιος. Και επειδή οι ποδοσφαιριστές
το έβλεπαν αυτό, “ψήθηκαν” και
άφησαν στην άκρη τις όποιες προσωπικές
διαφορές ή τα αγωνιστικά τους συμφέροντα.
Είδε για παράδειγμα ο προπονητής τον
Κατσουράνη, των λίγων μηνών στην ομάδα,
να μπαίνει αλλαγή στο πρώτο ματς με την
Πορτογαλία και τον άφησε βασικό ως και
τον τελικό. Διόρθωσε την επιλογή του
δηλαδή, έστω κι αν δεν ήταν στα αρχικά
του σχέδια.
Είχε τον τρόπο να
εκμεταλλευτεί αυτό που διαχωρίζει τους
Έλληνες, από τον υπόλοιπο κόσμο. Να
πιάσει την ψυχολογία και το φιλότιμο.
Μπορούσε να φτιάξει τους παίκτες, να
τους χτυπήσει τις ευαίσθητες χορδές
τους, να τους κάνει να πιστεύουν πως
είναι ανίκητοι. Γι’ αυτό και πίστευαν
ότι θα αποκλείσουν τη Γαλλία, οπότε ο
Γιαννακόπουλος, που είχε αντίθετη άποψη
βρέθηκε στη πισίνα, πληρώνοντας το
στοίχημα της ήττας του. Γι’ αυτό ο Ντέμης,
πριν από το δεύτερο παιγνίδι με την
Ισπανία, είπε στη συνέντευξη Τύπου ότι
μπορούμε να γίνουμε η Δανία του 1992 και
να κατακτήσουμε το τρόπαιο.
Είχε την οξυδέρκεια να
αντιλαμβάνεται πότε είναι ο ηγέτης τους
και πότε είναι μέλος της παρέας. Προφανώς
και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά,
αν αναλογιστεί κανείς ότι άφηνε τους
ποδοσφαιριστές να τρώνε πατάτες
τηγανιτές!!!
Η ιστορία του 2004 δείχνει
αυτό που πιστεύω και για το σήμερα. Ο
Ρεχάγκελ πίστεψε σ’ αυτή την ομάδα και
οι ποδοσφαιριστές, αφού είδαν κάποια
πράγματα, πίστεψαν στον εαυτό τους και
στο σύνολο που δημιούργησαν. Και άλλαξαν
για δώδεκα χρόνια τη μοίρα της εθνικής.
Ο άνεμος της όποιας αλλαγής είναι μέσα
μας. Εμείς γράφουμε την ιστορία, εμείς
καθορίζουμε τη ζωή μας, εμείς είμαστε
υπεύθυνοι για εμάς. Και αυτό δεν
περιορίζεται σε ένα ναι ή ένα όχι. Είναι
η διαρκής, καθημερινή στάση της ζωής
μας…