Ο Ρικ Πιτίνο ήρθε, είδε, ανέβασε ξανά τις μετοχές του και επέστρεψε εκεί που ανήκει κάθε Hall Of Famer. Το ελληνικό μπάσκετ όχι μόνο δεν μπορούσε να τον κρατήσει, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε για να τον στείλει από εκεί που ήρθε. Γράφει ο Χρήστος Καούρης.
Τέλος λοιπόν και στο σίριαλ Πιτίνο. Ανήμερα της επίσημης έναρξης του καλοκαιριού, ο 66χρονος Νεοϋορκέζος μας έλουσε με κοσμητικά και αποχαιρέτησε, επιστρέφοντας στην πατρίδα του.
Έκπληξη;
Ούτε κατά διάνοια.
Με μια καριέρα που βούλιαζε κάθε μήνα, ο Αμερικανός πήρε την γενναία όσο και πανέξυπνη απόφαση να μετακομίσει σε έναν κόσμο για τον οποίο δεν είχε ιδέα. Εξοστρακισμένος και στιγματισμένος ων, ο μοναδικός στόχος του ήταν να ξαναμπεί στις μπασκετικές συζητήσεις, αυτό που στις Η.Π.Α λένει «stay relevant». Ρίσκο, αλλά υπολογισμένο ρίσκο: το όνομα του Πιτίνο δεν κινδύνευε στο ελάχιστο αν ο Παναθηναϊκός δεν έμπαινε στα πλέι-οφ, αν έχανε το κύπελλο, το πρωτάθλημα ή και τα δύο. Αλλά είχε πολλά να κερδίσει.
Σε αυτή την ξαφνική συμβιωτική σχέση, ο Παναθηναϊκός είδε τα κύτταρά του να αναζωογονούνται με απροσδόκητο τρόπο. Παίκτες βελτιώθηκαν, αποτελέσματα ήρθαν, η ελπίδα γεννήθηκε. Το φάιναλ φορ παρέμεινε στόχος και όχι πραγματικότητα, αλλά το μέλλον έγινε ενδιαφέρον και χειροπιαστό: ο Πιτίνο μπορεί να φέρει παίκτες, να εξελίξει τους υπάρχοντες, να διογκώσει το brand name του συλλόγου. Ο Άγιος Βασίλης του Δεκέμβρη, που έμεινε στο σαλόνι.
Ο γιος του φορτηγατζή από τη Νέα Υόρκη, ικανός ακόμα και να πείσει τον Βασιλακόπουλο να αποχωρήσει αν το έβαζε σκοπό, εξάντλησε την διπλωματία και την ρητορική του αντιμετωπίζοντας ένα περιβάλλον μεταξύ ασυνήθιστου και εξωγήινου για τις συνήθειες του.
Η νέα δουλειά έλεγε ότι οι πτήσεις δεν γίνονται με ιδιωτικό αεροπλάνο, οι αναμονές στα αεροδρόμια είναι συνηθισμένες, το προπονητήριο είναι το ίδιο πράγμα με το συχνά κρύο γυμναστήριο, οι υποδομές είναι ελλειμματικές ως και ανύπαρκτες. «Δύσκολα πράγματα για έναν άνθρωπο 66 ετών», έλεγε χαμογελώντας.
Αλλά ο Πιτίνο δεν είχε λόγο να εκνευρίζεται, ούτε να βαρυγκωμά. Ήξερε και για πόσο, και γιατί ήταν εδώ. Αμερικανοί δημοσιογράφοι κάλυπταν με ενδιαφέρον και την κλασική υπεροπτική προσέγγιση την «περιπέτεια» του στην Ελλάδα. Όσο πιο πολλοί, τόσο καλύτερα.
Φυσικά πολλά πράγματα ξεπέρασαν ακόμα και τα πιο υπερβατικά του όνειρα.
Σε έξι μήνες μέσα, είδε τον ιδιοκτήτη της ομάδας του να επικηρύττει έναν οπαδό και να τοποθετεί γυναικεία εσώρουχα στον πάγκο της αντίπαλης ομάδας, να εισέρχεται σε γήπεδο υπό την προστασία αστυνομικών ασπίδων, τον Ολυμπιακό να αποχωρεί στο ημίχρονο ενός ντέρμπι διαμαρτυρόμενος για τη διαιτησία, σύσσωμη την ομάδα του να πηγαίνει στα γραφεία του ΕΣΑΚΕ για να επικυρωθεί το αποτέλεσμα ενός ακόμα ντέρμπι, να κοουτσάρει αγώνες χωρίς θεατές ή αγώνες με γυναικόπαιδα, φιλάθλους να καπνίζουν αρειμανίως στα γήπεδα και να ανάβουν καπνογόνα, την διοίκηση του να αποφασίζει αιφνίδια την ημέρα αγώνα πως θα απέχουν, χούλιγκαν να κάνουν επισκέψεις τρόμου σε σπίτι διαιτητή, το πρόγραμμα να έρχεται πάνω – κάτω και ξαφνικά να αντιμετωπίζουν τον Ολυμπιακό στον πρώτο γύρο, ο οποίος δεν έγινε ποτέ, οπότε 20 μέρες προπόνηση και βλέπουμε, και άντε να καταλάβεις τι είναι η K.E.D.
Και κάποια που ξεχνάω, και άλλα τόσα που δεν ξέρουμε και ίσως μάθουμε στο επόμενο βιβλίο του.
Ας είμαστε ρεαλιστές: ο Πιτίνο πιθανότατα δεν θα έμενε στην μικρή και ανυπόληπτη σε σχέση με το ΝΒΑ Ελλάδα, ακόμα και αν ο πολιτισμός και η οργάνωση αποφάσιζαν να κάνουν ένα μικρό πέρασμα από τα νότια Βαλκάνια. Σύμφωνα με πληροφορίες, βρίσκεται ήδη σε συζητήσεις με ομάδα του ΝΒΑ και δεν αποκλείεται σύντομα να υπάρξουν και ανακοινώσεις.
Ναι. Εισέπραξε αγάπη, υποστήριξη, σεβασμό, θαυμασμό, πράγματα που τρέφουν την ματαιοδοξία ενός ανθρώπου που ξέρει πως έχει καβαλήσει το τελευταίο κύμα της καριέρας του.
Ταυτόχρονα, έζησε από κοντά μια αθλητική κοινωνία που είναι έτη φωτός από αυτή της πατρίδας του και συνεχίζει με σεληνιακά βήματα την φρενήρη οπισθοδρομική πορεία της, αποφασισμένη να επιστρέψει στο παρελθόν της και να μην το εγκαταλείψει ποτέ.
Η ελπίδα της παραμονής του έστεκε άτσαλα καρφωμένη στο συναίσθημα. Θα μείνει, γιατί «τον έχουμε σκλαβώσει». Θα μείνει, «γιατί δεν έχει πιθανότητα να κοουτσάρει πια σε κολλέγιο ή σε πάγκο ΝΒΑ». Θα μείνει, γιατί «εμείς τις ομάδες μας τις αγαπάμε παθολογικά».
Ένα δώρο που έπεσε ουρανοκατέβατο στην αθλητική μας μπανανία, και ούτε που ξέραμε πώς να προσπαθήσουμε να το κρατήσουμε.
Κάθε φορά που τον έβλεπα να χαμογελά και να μοιράζει μία από τις ξυραφένιες ατάκες του, ένιωθα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Ήταν ο άνθρωπος που μου έλεγε: «εγώ θα φύγω, αλλά εσείς δεν θα αλλάξετε ποτέ».