Με πατέρα που δούλευε στην δίωξη ναρκωτικών και μητέρα απασχολούμενη στο FBI, το παρατσούκλι του νέου γκαρντ των «ερυθρόλευκων» βγαίνει αυτόματα. Τι θα φέρει όμως στο παρκέ της Ευρωλίγκας; Γράφει ο Χρήστος Καούρης.

«Το κυνήγι του κόκκινου Οκτώβρη», η διάσημη ψυχροπολεμική κατασκοπική ταινία του Τζον ΜακΤίρναν που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Τομ Κλάνσι από το 1984, βγήκε στις αίθουσες τον Μάρτιο του 1990. Δίπλα στον εμβληματικό Σον Κόνερι βρέθηκε ο Άλεκ Μπόλντγουιν, ως ο Αμερικανός πράκτορας του FBI που αποδείχτηκε κομβικός στο να διευκολυνθούν τα σχέδια του Ρώσου στρατιωτικού να αυτομολήσει στις Η.Π.Α. 

Ένας άλλος Μπόλντγουιν, ο Γουέιντ Μπόλντγουιν ο τέταρτος, είναι νέο μέλος στην περιφερειακή γραμμή του Ολυμπιακού, σε μια εποχή που για τους Πειραιώτες βρίσκονται για τα καλά στα χαρακώματα. 

Με γονείς που ήταν ικανοί να βρουν βελόνα στα άχυρα λόγω επαγγέλματος (πατέρας στην DEA, την αντίστοιχη Δίωξη ναρκωτικών, μητέρα στο FBI), ο γεννημένος στο Νιού Τζέρσεϊ Μπόλντγουιν δεν δημιούργησε ποτέ προβλήματα μεγαλώνοντας – εδώ που τα λέμε, δεν θα του ήταν και πολύ εύκολο. Ο πατέρας του, ο οποίος δούλευε συχνά ως μυστικός αστυνομικός, του δίδαξε την αξία της πειθαρχίας, φτάνοντας πολλές φορές στα άκρα. Είναι χαρακτηριστικό πως κάποια στιγμή του έδεσε το δεξί χέρι για 2 εβδομάδες (!), προκειμένου να μάθει να ντριμπλάρει τη μπάλα με το «κακό» αριστερό. 

Μεγαλώνοντας στην εποχή του Άλεν Άιβερσον, δεν ήταν δύσκολο για τον παλιό συμπαίκτη του Καρλ Άντονι Τάουνς στο λύκειο να επιλέξει το είδωλο του. Αργότερα, μαγνητίστηκε από τους Ντουέιν Γουέιντ και Ράσελ Γουέστμπρουκ. 

Ο απόφοιτος του Βάντερμπιλτ έγινε ντραφτ το 2016 προερχόμενος από μια συμπαγή δεύτερη χρονιά με τους Commodores (14.1π, 4.0 ριμπ, 5.2 ασίστ), φτάνοντας ως το Νο.17, τέσσερις θέσεις μετά τον Γιώργο Παπαγιάννη. Η κατάταξη μπορεί να μοιάζει εντυπωσιακή, αλλά είναι χρήσιμο να θυμάται κανείς πως επρόκειτο για ένα από τα πιο αδύναμα ντραφτ των τελευταίων ετών: σε επόμενα ή προηγούμενα λογικά θα «έπεφτε» αρκετά χαμηλότερα. 

Το Μέμφις τον επέλεξε βασιζόμενο κυρίως σε δύο πράγματα που ο Μπόλντγουιν έδειξε στο κολλέγιο. Πρώτον, για το potential που έγινε η εντυπωσιακή του σωματοδομή, αφού ο 1.93 γκαρντ έχει άνοιγμα χεριών (wingspan) που αντιστοιχεί σε παίκτη 15 πόντοι ψηλότερου του. Δεύτερον, για την ικανότητα του στο μακρινό σουτ, αφού είχε 42% ευστοχία σε 199 εκτελεσμένα τρίποντα στην sophomore χρονιά του. 

Στους Γκρίζλις πήρε λιγοστές ευκαιρίες προκειμένου να δείξει τι μπορούσε να κάνει, όμως το πρόβλημα δεν ήταν οι ικανότητες, αλλά η νοοτροπία του, αφού οι βετεράνοι της ομάδας δεν είδαν με καλό μάτι την υπέρμετρη ανταγωνιστικότητα του. Ένα χρόνο αργότερα, οι «αρκούδες» τον έκοψαν, με τον κόουτς Φίτζντεϊλ να αναφέρει πως «όταν είσαι νεαρός πόιντ γκαρντ σε αυτή τη λίγκα, οι συμπαίκτες σου πρέπει να θέλουν να παίξουν μαζί σου». Παρότι ο προπονητής του ανέφερε πως «ο Μπόλντγουιν σκέφτηκε πολύ και επέστρεψε τελείως αλλαγμένος μετά το καλοκαίρι», η ζημιά είχε γίνει και ο 21χρονος γκαρντ έψαχνε την επόμενη ευκαιρία του. 

Αυτή ήρθε μόνο θεωρητικά στο Πόρτλαντ, εκεί όπου έπαιξε μόνο 23 παιχνίδια τη διετία 2017-19 και πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της σεζόν στην G League και τους Texas Legends. Από την θητεία του ως Blazer ξεχωρίζει μόνο ένα παιχνίδι, όταν τα δύο συνεχόμενα κλεψίματα σε βάρος του Τζέιμς Χάρντεν οδήγησαν την ομάδα του σε 17-0 σερί επί του Χιούστον, αν και τελικά ηττήθηκαν εξαιτίας ενός μεγάλου σουτ του Κρις Πολ. O Ντέιμιαν Λίλαρντ τον αποθέωσε για την «νοοτροπία playoff» που έβγαζε στην άμυνα, αλλά ως εκεί. 

 Στην ανάλυση του για τον Μπόλντγουιν το 2016, ο Μάικ Σμιτς του DraftExpress μίλησε για έναν παίκτη που διαθέτει τα φυσικά προσόντα να εξελιχθεί σε έναν εξαιρετικό αμυντικό που είναι σε θέση να μαρκάρει αμφότερες τις θέσεις της περιφέρειας, να σπάσει σκριν με τον δυνατό του κρομό και να «ενοχλήσει» τις εκτελέσεις των αντιπάλων του χάρη στα μακριά του χέρια.

Στην επίθεση ο 23χρονος σήμερα Αμερικανός δεν επιβεβαίωσε ποτέ την ικανότητα του στο μακρινό σουτ στο NBA, αλλά δεν αποκλείεται να διακριθεί σε αυτό στο ευρωπαϊκό παιχνίδι. Ο Μπόλντγουιν αναφέρεται ως ένας αξιόπιστος, αν και λίγο streaky σουτέρ θέσης, πολύ περισσότερο ικανός στο catch n shoot παιχνίδι παρά στην pull up εκτέλεση μετά από ντρίμπλα. 

Παρότι μακρύς, δεν διαθέτει την αθλητικότα ή την εκρηκτικότητα που θα του επέτρεπε να φτάσει εύκολα κοντά στο καλάθι, και έτσι η αποτελεσματικότητα του γύρω από τη στεφάνη ήταν πολύ χαμηλότερα από ότι θα περίμενε κανείς. Συχνά υπερέβαλλε στις εφόδους του προς το αντίπαλο καλάθι είτε σε transition καταστάσεις είτε σε pick n roll, γεγονός που τον υποχρέωνε σε υψηλό ποσοστό λαθών και μέτριες επιλογές σουτ και πάσας, περίπου όπως συμβαίνει (σε άλλο επίπεδο προφανώς) με το είδωλο του, τον Ράσελ Γουέστμπρουκ. Η παντελής απουσία floater από το παιχνίδι του δεν βοηθά στην δημιουργία της απειλής που θα του έδινε ευκολότερο το διάδρομο προς το σκοράρισμα ή την kick out πάσα. 

Γενικά θεωρείται ένας παίκτης που έχει διάθεση να πασάρει τη μπάλα και να βάλει το κορμί του στις μονομαχίες, αλλά χρειάζεται ραφινάρισμα στο διάβασμα του παιχνιδιού και βελτίωση στον χειρισμό της μπάλας για να φτάσει στο επόμενο επίπεδο, αφού θα δυσκολευτεί να πάρει τον ρόλο του βασικού δημιουργού, ειδικά από τη στιγμή που θα χρειαστεί να προσαρμοστεί στα ευρωπαϊκά δεδομένα για πρώτη φορά στην μικρή καριέρα του. 

Στο πρόσωπο του Μπόλντγουιν ο κόουτς Μπλατ φαίνεται να επιλέγει έναν γκαρντ που έχει τα προσόντα και την διάθεση να γίνει αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν “lockdown defender” και που στην Ελλάδα μεταφράζουμε λιγάκι άτσαλα σε «αμυντικό εξολοθρευτή». Ο Αμερικανοϊσραηλινός κόουτς είχε κάνει παρόμοια επιλογή κατά τη διάρκεια της περσινής σεζόν με τον καλό on ball αμυντικό Μπριαντέ Γουέμπερ, αφού οι «ερυθρόλευκοι» υπέφεραν στο πρώτο τετράμηνο της σεζόν από την έλλειψη αθλητικότητας στην περιφέρειά τους, ειδικά από της στιγμή που παραγκωνίστηκε ο Άξελ Τουπάν.

Μόνο στο (καλό) πρώτο μισό της σεζόν, ο Ολυμπιακός δέχτηκε 42 πόντους από Τζέιμς-Νέντοβιτς, 20 από τον Τσάτσο, 31 από Καλάθη – Λεκάβιτσους, 32 από Σλούκα – Μαχμούτογλου, 30 από Κάρολ – Καμπάσο (+13 ασίστ), 33 από Γκριγκόνις – Γουόλτερς, 44 από Μίτσιτς – Λάρκιν και 19 από τον Τόνι Ντάγκλας (+9 ασίστ). 

Συνολικά, ο Ολυμπιακός απέκτησε έναν γκαρντ με πολλά περιθώρια βελτίωσης και διάθεση να επανεκκινήσει την καριέρα του ξεκινώντας από την άμυνα, όπως έδειξε σε ένα tweet πριν 10 ημέρες: 



Στον Πειραιά πιθανότατα ελπίζουν πως θα προσαρμοστεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στο ευρωπαϊκό παιχνίδι και θα θυμηθεί τις κολεγιακές του ημέρες σε ό,τι αφορά το μακρινό του σουτ (βοηθούμενος και από τις ευρωπαϊκές αποστάσεις), συγκεντρώνοντας σε πρώτη φάση τα «3&D» ως δομικά χαρακτηριστικά της πρώιμης ευρωπαϊκής του καριέρας. Από τη στιγμή που ο σχεδιασμός προβλέπει την απόκτηση ενός ακόμη γκαρντ, η λογική λέει ότι ο Μπόλντγουιν δεν θα έχει καθήκοντα βασικού δημιουργού: μια τέτοια επιλογή μοιάζει αυτή τη στιγμή να εμπεριέχει αρκετό ρίσκο. 

Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή ενός νεαρού, εξελίξιμου παίκτη μοιάζει να είναι υποχρεωτική επιλογή για μια ομάδα με πολλά ανοιχτά μέτωπα για να μπορεί να θεωρεί πως μπορεί να διεκδικεί κάτι περισσότερο από την είσοδο στα playoffs. Φυσικά είναι πρώιμο να μιλήσει κανείς οριστικά πριν πάρει την τελική μορφή του το ρόστερ. 

Ως τότε, ο Γουέιντ Μπόλντγουιν θα προετοιμάζεται για τον δικό του κόκκινο Οκτώβρη.