Ας υποθέσουμε ότι η Άντερλεχτ είχε αποκλειστεί την περασμένη Πέμπτη από τον Ολυμπιακό, αλλά χθες χρειαζόταν μια νίκη για να κατακτήσει και μαθηματικά το 34ο πρωτάθλημα στην ιστορία της (έχει ήδη 33). Υπήρχε ποτέ περίπτωση να ήταν άδειο ή σχεδόν άδειο το «Κονστάν Φαντεν Στοκ»; Ούτε για αστείο.
Ο κόσμος της θα ήταν εκεί για να την στηρίξει. Γιατί δεν έγινε αυτό χθες στο Καραϊσκάκη με τον Ολυμπιακό και την κατάκτηση του 43ου πρωταθλήματος;
Για δύο λόγους: Ο πρώτος αφορά στην ελάχιστη ανταγωνιστικότητα του ελληνικού πρωταθλήματος, που βρίσκει τον Ολυμπιακό στην κορυφή με μεγάλη διαφορά από την 2η ΑΕΚ και ο δεύτερος στην πολυσυζητημένη ευρωπαϊκή διάκριση.
Διότι η Άντερλεχτ, που στην κλήρωση του Europa με τους ερυθρόλευκους εμφανίστηκε ως αουτσάιντερ, έχει στην κατοχή της 2 κύπελλα Κυπελλούχων (1976, 1978), 1 κύπελλο ΟΥΕΦΑ (1983) και 2 Σούπερ Καπ (1976, 1978). Δηλαδή μετρά 5 ευρωπαϊκούς τίτλους, ενώ έχει φτάσει και σε 4 ακόμα τελικούς ως φιναλίστ.
Αυτή η μέτρια Άντερλεχτ του 2016, λοιπόν, έχει πετύχει στην Ευρώπη περισσότερα πράγματα από όσα έχουν να επιδείξουν όλες μαζί οι ελληνικές ομάδες.
Γι αυτό και μόνο οι φίλοι της θα γέμιζαν χθες το γήπεδο, αν έπρεπε να τη βοηθήσουν να πάρει το τρίποντο και να φτάσει στο 34ο πρωτάθλημα Βελγίου.
Επιπλέον μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει τα τελευταία χρόνια να κατακτά ο Ολυμπιακός το πρωτάθλημα και αυτός ο τίτλος να θεωρείται τίτλος-ρουτίνας! Και το ίδιο ενδέχεται να βιώσουν οι πρωταθλητές αν φτάσουν στον τελικό και πάρουν και το κύπελλο!
Ακόμα και στη Γερμανία, όπου η Μπάγερν είναι ο απόλυτος κυρίαρχος και δίχως αντίπαλο ή στην Ισπανία με την Μπαρτσελόνα, οι τίτλοι δεν θεωρούνται «ρουτίνα» και πανηγυρίζονται με πάθος.
Κι αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει ο συνδυασμός και της ανταγωνιστικότητας, αλλά και της ευρωπαϊκής προοπτικής, που στην Ελλάδα απουσιάζει.
Στον Ολυμπιακό πάντως, οφείλουν να το ψάξουν σοβαρά. Διότι το επαναλαμβανόμενο ευρωπαϊκό deja vu του Φεβρουαρίου μπορεί να προκαλέσει την πλήρη αδιαφορία στη ρουτίνα των τίτλων.
Σε κάθε περίπτωση διοίκηση και Μάρκο Σίλβα πρέπει να κάνουν την αυτοκριτική τους για την πορεία στην Ευρώπη -που έμεινε στου δρόμου τα μισά- κι ενώ στην Ελλάδα όλα είχαν κριθεί για πρώτη φορά στην ιστορία τόσο νωρίς.
Σε αυτήν (ειδικά από την πλευρά του Σίλβα), δεν πρέπει να μείνει εκτός κάδρου η περίπτωση του «καλού στρατιώτη» Νταβίντ Φουστέρ, ο οποίος πανηγύρισε με 2 γκολ και το 6ο πρωτάθλημά του με την ερυθρόλευκη φανέλα.
Γιατί υπάρχουν ερωτηματικά για πολλές από τις επιλογές του Πορτογάλου τεχνικού στα ευρωπαϊκά ματς που χρίζουν ποδοσφαιρικής κυρίως εξήγησης.