Υπάρχουν πολλές λέξεις, πολλά επίθετα στον υπερθετικό βαθμό με τα οποία κάποιος μπορεί να χαρακτηρίσει τον Παύλο Γιαννακόπουλο: Ευπατρίδης, αφοσιωμένος, επιτυχημένος, γενναιόδωρος. Ας μου επιτραπεί να διαλέξω την πιο απλή αλλά νομίζω και την πιο αντιπροσωπευτική λέξη: ΚΥΡΙΟΣ.
Όχι με το Κ αλλά με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Τριάντα χρόνια που είχα την τύχη οι δρόμοι μου να είναι κοντινοί με τους δικούς του λόγω μπάσκετ τον αποκαλούσα «κύριο Παύλο». Ούτε πρόεδρε, ούτε τίποτε άλλο. «Κύριε Παύλο». Και παρότι η λέξη κύριος στην ελληνική γλώσσα απαγορεύεται να συνοδεύει αυτούς που έχουν φύγει από κοντά μας ας μου επιτραπεί να κάνω αυτή την παράβαση στα όσα θα γράψω για τον «κύριο Παύλο».
Τον γνώρισα πριν από τριάντα χρόνια. Τότε που αποφάσισε να ασχοληθεί πιο ενεργά με το τμήμα μπάσκετ του Παναθηναϊκού. Δούλευα σε μια εβδομαδιαία εφημερίδα του μπάσκετ το «Επταήμερο» και του είχα τηλεφωνήσει όταν έμαθα ότι σκοπεύει να αναλάβει το τμήμα μπάσκετ για να μου δώσει μια συνέντευξη. Με φώναξε πρωί πρωί στα γραφεία που στεγαζόταν τότε η Βιανέξ σε ένα κτίριο στην οδό Βερανζέρου, δύο βήματα από την πλατεία Ομονοίας. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα πολλά για τον άνθρωπο που θα συναντούσα. Τότε δεν υπήρχε ίντερνετ, social media και όλα τα σχετικά. Ο μέσος δημοσιογράφος γνώριζε τότε ότι ο Παύλος και ο Θανάσης Γιαννακόπουλος ήταν οι βασικοί χρηματοδότες του ερασιτέχνη Παναθηναϊκού, ότι είχαν προσπαθήσει μερικά χρόνια νωρίτερα να αποκτήσουν και το ποδοσφαιρικό τμήμα όταν έγινε ανώνυμη εταιρεία αλλά τελικά το χρίσμα το είχε πάρει μέσα σε μια νύχτα και εντελώς αιφνιδιαστικά η οικογένεια Βαρδινογιάννη.
Εκ των υστέρων βέβαια οι πάντες στο ελληνικό μπάσκετ θα θεωρούσαν αυτή τη συγκυρία ως την πλέον ευνοϊκή για να δημιουργηθεί μια «αυτοκρατορία». Εκείνη τη συνέντευξη δεν μου την έδωσε ποτέ παρότι μιλήσαμε για πολλές ώρες στο γραφείο. Μου είπε όλη την οικογενειακή ιστορία, πως ανέλαβε τη μικρή φαρμακευτική εταιρεία που είχε ιδρύσει ο πατέρας του Δημήτρης μετά τον θάνατο του, ότι δεν σπούδασε ποτέ για να δουλεύει και να συντηρεί όλη την οικογένεια ως ο μεγαλύτερος γιος και πως είχε ήδη μέσα στα χρόνια γιγαντώσει τη Βιανέξ. «Η αποθήκη του πατέρα μου ήταν στο ισόγειο», μου είχε πει. «Τώρα έχω αγοράσει ολόκληρο το κτίριο». Το μοναδικό που μου έδωσε άδεια να γράψω ήταν η πρόθεση του εάν έπαιρνε το τμήμα μπάσκετ, το οποίο χρηματοδοτούσε τότε ο έμπορος λευκών ειδών Λ. Χυτήρογλου, ήταν να βάλει άμεσα 50 εκατομμύρια δραχμές για την ενίσχυση μιας ομάδας που είχε αποψιλωθεί χάνοντας σταδιακά όλους σχεδόν τους μεγάλους παίκτες της δεκαετίας του ’70. «Ο στόχος μου δεν είναι να κάνω ξανά μεγάλο τον Παναθηναϊκό αλλά να τον κάνω πανευρωπαϊκή δύναμη. Δεν θα λυπηθώ τα λεφτά», μου είπε. Μου είπε και άλλα εκείνο το πρωινό: Την αδυναμία που είχε στο γιο του τον Δημήτρη, τον πόθο του να αναλάβει κάποια μέρα το ποδοσφαιρικό τμήμα για να είναι όλος ο Παναθηναϊκός ταυτισμένος με την οικογένεια του, διάφορες ιστορίες που έδειχναν το πάθος του για την ομάδα.
Τα όνειρα του έγιναν πραγματικότητα τα επόμενα χρόνια μέσα από το μπάσκετ. Παρότι τα πρώτα χρόνια δεν ήταν εύκολα. Τα χρήματα που έριχνε έμοιαζε να πέφτουν σε ένα μαύρο πηγάδι δίχως πάτο αφού τα πρώτα εννιά χρόνια της διοίκησης του ο Παναθηναϊκός δεν πήρε ούτε ένα τίτλο. Δεν έκανε πίσω, αντιθέτως κάθε καλοκαίρι, μετά από κάθε αποτυχία πείσμωνε περισσότερο. Το καλοκαίρι του 1993 ξανασυναντηθήκαμε στο γραφείο του που πλέον είχε μεταφερθεί στον τελευταίο όροφο ενός νεόκτιστου πολυώροφου κτιρίου στο Μαρούσι. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε αποφασίσει να μην κατέβει ο Παναθηναϊκός στον 4ο τελικό των πλέι οφ και να πάρει τον τίτλο ο Ολυμπιακός χωρίς αγώνα! «Με τον Κόκκαλη είμαστε φίλοι. Όταν εγκαινίασα τα γραφεία ήταν ο πρώτος που ήρθε να μου ευχηθεί. Καθόταν στην καρέκλα που κάθεσαι τώρα». Μου έδειξε ένα ασημένιο διακοσμητικό που είχε πάνω στο γραφείο του. «Αυτό είναι το δώρο που μου έφερε». Αλλά του είχε μείνει το παράπονο από τα πλέι οφ: «Με τον Σωκράτη είμαστε φίλοι. Αλλά όταν παίζει ο Παναθηναϊκός με τον Ολυμπιακό το ξέρει ότι τον βλέπω για 40 λεπτά σαν εχθρό.
Θέλω πάντα να κερδίζουμε τον Ολυμπιακό. Και αυτή τη φορά μου έκανε μπαγαποντιά που άλλαξε τους διαιτητές του 3ου τελικού. Αλλά θα δει τι θα του κάνω φέτος και τι τον περιμένει». Άνοιξε ένα καφέ έπιπλο που είχε πίσω από το γραφείο του έβγαλε τέσσερις κόλες χαρτί και μου τις έδωσε να τις διαβάσω αφού πρώτα έσβησε κάτι. Ήταν η πρόταση στον Ντράζεν Πέτροβιτς. «Θα φέρω τον Πέτροβιτς και θα κάνω ανίκητο τον Παναθηναϊκό σε Ελλάδα και Ευρώπη. Αυτό είναι το συμβόλαιο που έστειλα χθες στον Λεγκάριε τον μάνατζερ του, θα τον κάνω τον πιο ακριβοπληρωμένο παίκτη όλων των εποχών στο Ευρωπαϊκό μπάσκετ». Είχε σβήσει μόνο το ποσό της πρότασης (αργότερα έγινε γνωστό ότι ήταν δύο εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, ποσό μυθικό για εκείνη την εποχή) και μου έδειξε τη δική του υπογραφή στο τέλος του συμβολαίου. Δίπλα ήταν ο χώρος για την υπογραφή του «Μότσαρτ». Μια υπογραφή που δεν μπήκε ποτέ γιατί λίγες μέρες αργότερα ο Ντράζεν άφηνε την τελευταία του πνοή σε ένα αυτοκινητόδρομο της Γερμανίας.
Στο μυαλό του Παύλου Γιαννακόπουλου δεν υπήρχαν πισωγυρίσματα και δεύτερες σκέψεις. Δύο χρόνια αργότερα τίναξε στον αέρα τη μπάνκα φέρνοντας στην Ελλάδα τον Ντομινίκ Ουίλκινς. Η αδυναμία του ήταν να μιλάει ο ίδιος στους δημοσιογράφους. Κάθε απόγευμα έπαιρνε στη σειρά τους ρεπόρτερ του μπάσκετ και τους έδινε ραπόρτο. «Σε δύο μέρες θα φέρω ένα παίκτη που το αεροδρόμιο θα είναι μικρό για την υποδοχή του», μου είπε. Παρότι τον πίεσα φορτικά, δεν μου αποκάλυψε το όνομα. Περίμενε όλο το βράδυ πάνω από το φαξ να έρθει υπογεγραμμένο το συμβόλαιο του Ντομινίκ από την Αμερική και την επόμενη δεν χρειάσθηκε παρά πάνω από μια πρόταση για να ανακοινώσει την απόκτησή του: «Ο Παναθηναϊκός ανακοινώνει την απόκτηση του Αμερικάνου μπασκετμπολίστα Ντομινίκ Ουίλκινς», έλεγε το λιτό δελτίο τύπου που έφτασε με φαξ στα γραφεία των εφημερίδων της εποχής. «Φέρνω τον Ντομινίκ για ένα λόγο», μου είπε το ίδιο βράδυ στο τηλέφωνο. Το μόνιμο παράπονο του ήταν οι διαιτητές αδικούσαν τον Παναθηναϊκό: «Θα φτιάξω μια τέτοια ομάδα που θα νικάει και τους διαιτητές. Δεν με ενδιαφέρει πόσα λεφτά θα πάρει ο Ντομινίκ, μη με ρωτάς τέτοια πράγματα, για χάρη του Παναθηναϊκού δεν σκέφτομαι ποτέ τα λεφτά».
Ο Ντομινίκ ήταν η αρχή για το σάρωμα των τίτλων. Ο παίκτης που συνδέθηκε με το πρώτο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Μετά ήρθε ο Ομπράντοβις. Ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο ο Παύλος, παρέα με τον αδελφό του Θανάση, εμπιστεύθηκαν την εν λεκώ διαχείριση της ομάδας. Μέχρι τότε ήταν ο ίδιος όλη η ομάδα. Ενημέρωνε τους δημοσιογράφους, έλυνε ακόμη και προσωπικά προβλήματα των παικτών που πήγαιναν καθημερινά στο γραφείο του, είχε λόγο για όλους και για όλα μέσα στην ομάδα, κρατούσε ακόμη και προσωπικό αρχείο των πληρωμών. Πολλοί θα μιλήσουν σήμερα για τα χρήματα που ξόδεψε για τον Παναθηναϊκό.
Η αλήθεια είναι ότι η αφοσίωση του στην ομάδα και οι εργατοώρες που δαπάνησε όλα εκείνα τα «πέτρινα χρόνια» ήταν απείρως περισσότερα και σημαντικότερα από τον πακτωλό δισεκατομμυρίων (παλαιών δραχμών) που ξόδεψε. Με την άφιξη του Ομπράντοβιτς αποφάσισε να λειτουργήσει τον σύλλογο σε άλλα πρότυπα. Αποτραβήχτηκε από το προσκήνιο, χωρίς όμως να πάψει ποτέ να είναι δίπλα στην ομάδα, έστω και για μια μέρα της υπόλοιπης ζωής του. «Το μπάσκετ είναι ψυχοβγάλτης. Δεν είναι άθλημα αυτό. Μπορεί να σε ξεκάνει ένα παιχνίδι μπάσκετ», έλεγε γελώντας, προσπαθώντας να εξηγήσει την απόφαση του να μείνει πια σε δεύτερο πλάνο. Όλοι όμως ήξεραν ότι οι λέξεις Παναθηναϊκός και Γιαννακόπουλος ήταν και παρέμεναν ταυτόσημες.
Ο χρόνος και το χρήμα που δαπάνησε για την ομάδα έμοιαζε να φτάνουν σε ένα τέλος κάπου γύρω στο 2003. Ο Παναθηναϊκός είχε πάρει ήδη τρία πρωταθλήματα Ευρώπης, κυριαρχούσε πλέον στον Ελληνικό χώρο και ο καλός του φίλος ο Σωκράτης Κόκκαλης είχε φύγει από το μπασκετικό προσκήνιο. Δεν υπήρχε πια αντίπαλο δέος και η φήμη που κυριαρχούσε ήταν ότι θα αποσυρόταν από το μπάσκετ, ειδικά από τη στιγμή που λόγω Ολυμπιακών έργων ο Παναθηναϊκός ήταν υποχρεωμένος να παίζει όχι στο ΟΑΚΑ αλλά στο μικρό Σπόρτιγκ. Όταν οι φήμες άρχισαν να γράφονται δεξιά αριστερά εμφανίσθηκε στο προσκήνιο. «Γράψε σε παρακαλώ», μου είπε ένα βράδυ, «ότι δεν σκοπεύω να φύγω. Όχι μόνο δεν θα εγκαταλείψω τον Παναθηναϊκό που είναι όλη μου η ζωή αλλά δεν θα κάνω ούτε μείωση στο μπάτζετ». Και για μια ακόμη φορά ήταν ειλικρινής. Το έκανε πράξη και όταν βελτιώθηκαν οι συνθήκες ευτύχησε να δει την αγαπημένη του ομάδα να κερδίζει άλλα τρία Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα πριν αποφασίσει λόγω ηλικίας να αφήσει τη σκυτάλη στον γιο του.
Ο κύριος Παύλος δεν ήταν ο τυπικός μεγαλοεπιχειρηματίας ή μεγαλο-πρόεδρος. Ήταν ακριβώς το αντίθετο. Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, προσιτός σε όλους, φιλάνθρωπος, που μοίραζε χρήματα σε κοινωφελή έργα, σε δωρεές ή απλά για να συντηρεί άπορες οικογένειες χωρίς ποτέ να το διαφημίζει., χωρίς ποτέ να επιδιώκει τη δημοσιότητα για τις αγαθοεργίες. Οδηγούσε ο ίδιος το αυτοκίνητο του, μοίραζε δώρα και εισιτήρια στον περιπτερά που αγόραζε καθημερινά τις εφημερίδες του ή στον μικρό του βενζινάδικου που έβαζε βενζίνη. Ίσως το μεγαλύτερο επίτευγμα του ήταν ότι παρότι ασχολήθηκε σχεδόν τρεις δεκαετίες με το μπάσκετ και σε εποχές τρομακτικά υψηλής ανταγωνιστικότητας
ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΕ ΠΟΤΕ, ΟΥΤΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ, τους αντίπαλους οπαδούς να φωνάζουν ένα υβριστικό σύνθημα σε βάρος του. ΠΟΤΕ! Ακόμη και οι αντίπαλοι του αναγνώριζαν την προσφορά και το μεγαλείο του. Ίσως για αυτό η σημερινή είδηση του θανάτου σε πολλούς μοιάζει ακόμη απίστευτη. Ήταν από εκείνους τους προέδρους παλαιάς κοπής και διαφορετικών αρχών, που πάντοτε τους θεωρούσαμε bigger than life. Και η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν τους ξεχνάνε οι ζωντανοί. Τον κύριο Παύλο είναι πολύ δύσκολο να τον ξεχάσουν όσοι τον γνώρισαν ή του μίλησαν έστω και για ένα λεπτό στη ζωή τους. Καλό ταξίδι κύριε Παύλο.