Την ώρα που η εθνική ομάδα προετοιμάζεται για το τελευταίο –και λιγότερο σημαντικό- κομμάτι των προκριματικών «παραθύρων» του παγκοσμίου κυπέλλου είναι η ώρα να γράψουμε μερικές πικρές αλήθειες. Αλήθειες που δεν αφορούν τόσο τους παρόντες παίκτες ή το τεχνικό επιτελείο της ομάδας που για την ώρα κατορθώνει και κρατάει τις λεπτές ισορροπίες χωρίς αναταράξεις.
Τον χειμώνα που πέρασε το Ευρωπαϊκό μπάσκετ διχάστηκε με αφορμή το περιβόητο καλεντάρι των εθνικών ομάδων. Στην ουσία, το γεγονός ότι η ΦΙΜΠΑ όρισε αγώνες μεσοβδόμαδα και στην ουσία πάνω στο πρόγραμμα των παιχνιδιών της Ευρωλίγκα αποτέλεσε μια μορφή casus belli. Η όλη ιστορία εξελίχθηκε περισσότερο σε ένα επικοινωνιακό πόλεμο με τους δύο φορείς του μπάσκετ να βρίσκονται για μια ακόμη φορά σε εμπόλεμη κατάσταση και όλους τους υπόλοιπους στο μέσο: Δημοσιογράφους που έπρεπε να πάρουν «θέση», παίκτες, ομάδες και προπονητές.
Κάποιες ομάδες όπως η δική μας ξεπέρασαν ανώδυνα τον σκόπελο και το γεγονός ότι η εθνική μας πήρε τις νίκες και τα αποτελέσματα που ήθελε εξομάλυναν σε μεγάλο βαθμό την κατάσταση. Κάποιες άλλες όπως η Κροατία για παράδειγμα κινδυνεύουν να πληρώσουν με ένα οδυνηρό και πρόωρο αποκλεισμό την απουσία βασικών στελεχών τους. Το θέμα σίγουρα δεν είναι τόσο επιδερμικό, ούτε επιδέχεται εύκολων ερμηνειών.
Το γεγονός ότι έφτασε η ώρα για τους καλοκαιρινούς αγώνες απέδειξε αυτό που κανείς δεν ήθελε να παραδεχτεί. Στις περισσότερες εθνικές ομάδες υπάρχουν διαρροές και απουσίες. Η δική μας εθνική δεν αποτελεί εξαίρεση αφού πλην λιγοστών περιπτώσεων οι περισσότεροι παίκτες των δύο ομάδων μας που μετέχουν στην Ευρωλίγκα δεν δίνουν το παρόν. Και αυτή τη φορά δεν φταίει (άμεσα τουλάχιστον) το καλεντάρι, ούτε η Ευρωλίγκα και οι πιθανές πιέσεις που άσκησε το χειμώνα στις ομάδες-μετόχους της. Η αλήθεια είναι μια και είναι πολύ πικρή: Το βαρύ πρόγραμμα του χειμώνα και η τεράστια επιβάρυνση των μπασκετμπολιστών μετατρέπει την υπόθεση εθνική ομάδα σε μια καθαρά εθελοντική υπόθεση. Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι πάντοτε η παρουσία στην εθνική ομάδα ήταν εθελοντική αφού δεν υπήρχε ουσιαστικό οικονομικό αντίτιμο, πλην κάποιων λιγοστών οδοιπορικών που οι περισσότεροι καλοπληρωμένοι αθλητές δεν έκαναν καν τον κόπο να πάρουν ή έπαιρναν τα λιγοστά χρήματα μετά από πάροδο πολλών μηνών ή ετών!
Ναι, πάντοτε η παρουσία στην εθνική ομάδα ήταν εθελοντική ειδικά από τη στιγμή που η δική μας εθνική τα τελευταία χρόνια έπαψε να έχει το καλό κλίμα παλαιότερων χρόνων και από το 2010 και μετά υπάρχουν όχι ένα και δύο αλλά δεκάδες περιστατικά απείθειας, γκρίνιας, εσωτερικών καβγάδων κλπ. Παλαιότερα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 υπήρχε ένας κανονισμός που απαγόρευε σε παίκτη ηλικίας μέχρι 32 ετών να αρνηθεί τη συμμετοχή του στην εθνική ομάδα. Και τότε υπήρχαν διαρροές, σαφώς λιγότερες και οι εκάστοτε ομοσπονδιακοί προπονητές χρειάστηκε πολλές φορές να κάνουν τα στραβά μάτια ή να δικαιολογήσουν απουσίες παικτών για να μην τιμωρηθούν. Πάντοτε, όμως η παρουσία των αθλητών βασιζόταν πρωτίστως στο «θέλω». Τώρα πλέον μπήκαμε στη φάση που εκτός από το αμφισβητούμενο «θέλω» υπάρχει και το αναμφισβήτητο «μπορώ».
Ο Διαμαντίδης πριν από αρκετά χρόνια ήταν στην ουσία ο πρώτος από τους μεγάλους αθλητές του μπάσκετ που είπε το «δεν μπορώ». Αντιλήφθηκε ότι αν ήθελε να επιμηκύνει την καριέρα του και να αντέξει το βάρος των διαρκώς αυξανόμενων υποχρεώσεων χρειαζόταν την καλοκαιρινή ξεκούραση. Προσωπικά, δεν μπορώ να γράψω αβίαστα ότι έκανε λάθος. Το εργαλείο του κάθε επαγγελματία μπασκετμπολίστα είναι το σώμα του και αν δεν το προστατεύσει είναι βέβαιο ότι η καριέρα του θα κλείσει πιο γρήγορα του αναμενομένου. Ο Σπανούλης είχε πει πριν από μερικά χρόνια ότι «είμαι στρατιώτης της εθνικής και θα παίζω για πολλά χρόνια ακόμη». Γρήγορα αντιλήφθηκε ότι αυτό δεν ήταν ούτε ρεαλιστικό, ούτε εφικτό. Όταν άρχισαν να έρχονται οι τραυματισμοί αποφάσισε και αυτός να συντομεύσει την καριέρα του στην εθνική. Πολύ φοβάμαι ότι ήδη τα βήματα τους ακολουθεί ένας ακόμη παίκτης, ο Γιώργος Πρίντεζης, που επίσης τα δύο τελευταία χρόνια έχει ταλαιπωρηθεί αφάνταστα και το κορμί του έχει επιβαρυνθεί σε σημαντικό βαθμό.
Φέτος, το καλοκαίρι η ΦΙΜΠΑ έκανε αυτό που κάνει πάντοτε εδώ και μισό αιώνα. Ορισε παιχνίδια των εθνικών ομάδων. Δεν υπάρχει λόγος η «κακή» Ευρωλίγκα να πιέσει παίκτες να μη δώσουν το παρόν, για την ακρίβεια, στη Βαρκελώνη μάλλον δεν ασχολούνται αυτή τη στιγμή με το συγκεκριμένο ζήτημα. Δεν υπάρχει πολεμική ατμόσφαιρα αλλά υπάρχει ένα σκληρό δεδομένο: Οι περισσότεροι παίκτες ούτε μπορούν, ούτε θέλουν! Μετά από μια σεζόν 80 και βάλε αγώνων άλλοι βλέπουν το όλο θέμα ως βάσανο και άλλοι ως αγγαρεία.
Ο Θανάσης Σκουρτόπουλος που έχει διαχειριστεί πολύ καλά τα συγκεκριμένα ζητήματα στη σύντομη θητεία του στον πάγκο της εθνικής τόνισε στις επίσημες δηλώσεις του ότι υπάρχει καλό κλίμα και ότι σε γενικές γραμμές προτιμάει τους παίκτες που πραγματικά θέλουν να αγωνιστούν με την εθνική. Έβαλε κάποιους όρους για τους απόντες και την παρουσία τους στις προσεχείς υποχρεώσεις αλλά είναι βέβαιο ότι γρήγορα θα αντιληφθεί και ο ίδιος ότι θα βρεθεί ακριβώς στην ίδια κατάσταση και στις επόμενες επιλογές παικτών: Δεν θα έχει την πολυτέλεια να διαλέγει τους καλύτερους αλλά τους πιο πρόθυμους και εκείνους που θα πληρούν το δίπολο «και θέλω και μπορώ». Ενδεχόμενα όλα αυτά για όσους είναι υποστηρικτές της λογικής «η εθνική ομάδα είναι υποχρέωση» και όλα τα σχετικά η κατάσταση είναι άβολη. Μετά από επτά χρόνια αποτυχιών, γκρίνιας, απειθαρχίας και εικόνας διάλυσης που παρουσίαζε κάθε καλοκαίρι η εθνική με παρόντες όλους ή τους περισσότερους πρωτοκλασάτους παίκτες προσωπικά αυτή η εξέλιξη δεν με ενοχλεί. Για τον Γιαννόπουλο, τον Γκίκα, τον Μποχωρίδη, τον Αθηναίου και αρκετούς ακόμη η εθνική είναι μια καλοδεχούμενη επιβράβευση αλλά τους δίνει και ένα ακόμη κίνητρο: Να αποδείξουν ότι η αγωνιστική τους αξία είναι μεγαλύτερη από αυτή που τους αντιστοιχεί στο μπασκετικό χρηματιστήριο. Μια ομάδα με καλό κλίμα, με παίκτες που αληθινά θέλουν να παίξουν και έχουν κίνητρο, που θεωρούν την πρόσκληση ευκαιρία ζωής και επιβράβευση είναι απείρως καλύτερη από μια εθνική με πριμαντόνες που γκρινιάζουν, τσακώνονται, βαριούνται και δεν μπορούν να διαχειριστούν το «εγώ» τους. Μερικοί από αυτούς τους λόγους ή και ο συνδυασμός τους έκαναν πέρσι τον Γιάννη Αντετοκούνμπο να «κρυώσει» με την ομάδα. Μετά από επτά χρόνια μιζέριας και αποτυχιών και με μια ομοσπονδία ανήμπορη να πάρει αποφάσεις ίσως τελικά οι ίδιες οι εξελίξεις να οδηγούν στη δημιουργία μιας ομάδας που δεν έχει πρωτοκλασάτο προπονητή, που δεν έχει σούπερ σταρ αλλά μπορεί να συνεχίσει να μας δημιουργεί θετικές και ευχάριστες εκπλήξεις. Και ίσως τελικά από ένα πόλεμο που δεν κήρυξε ποτέ αλλά κλήθηκε ακούσια να συμμετάσχει το ελληνικό μπάσκετ να βγει σε βάθος χρόνου πολλαπλά κερδισμένο. Στην τελική και αν είναι να δούμε ρεαλιστικά το θέμα: Η εθνική ομάδα είχε ξεπέσει τα τελευταία χρόνια. Από το 2009 έχουμε να κάνουμε μια πορεία της προκοπής σε διεθνή διοργάνωση. Συνεπώς, η παρουσία όλων αυτών των παιδιών στην εθνική δεν θα μας στερήσει κάτι που είχαμε.