Απόφοιτος ενός πανεπιστημίου (Πρίνστον) διάσημου για τους αποφοίτους της, λάτρης της αρχαίας Ελλάδας, μετρ των παράξενων αμυντικών σχημάτων. Ο Ντέιβιντ Μπλατ μπαίνει για δεύτερη φορά στη ζωή του Ελληνικού μπάσκετ, μετά από ένα σύντομο πέρασμα του από τον Άρη πριν από οκτώ χρόνια και το σίγουρο είναι ότι αποκλείεται να….βαρεθούμε μαζί του! Ο άνθρωπος που για σχεδόν μια δεκαετία ήταν το μυαλό πίσω από τις επιτυχίες της Μακάμπι και ο αφανής ήρωας στο πλευρό του Πίνι Γκέρσον πρόλαβε να γράψει τη δική του πορεία που κάλλιστα θα τροφοδοτούσε με μπόλικο ζουμερό υλικό μια Χολιγουντιανή παραγωγή ή μια αυτοβιογραφία εκατοντάδων σελίδων.
Μπορεί το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο Ντέιβιντ Μπλατ να το συνέδεσε λόγω οικογενειακών καταβολών με το Ισραήλ αλλά όλα ξεκίνησαν διαφορετικά. Όπως έχει πει και ο ίδιος η ζωή του άλλαξε όταν ένα καλοκαίρι των κολεγιακών του χρόνων βρέθηκε να παίζει στο Ισραήλ για την ομάδα ενός κιμπούτζ (περίπου σαν καταυλισμός) και παρότι προερχόταν από Εβραϊκή οικογένεια θεώρησε εκείνο το ταξίδι ως μια περιπέτεια ενηλικίωσης. Ήταν ήδη φοιτητής της Αγγλικής λογοτεχνίας στο Πρίνστον, παίζοντας παράλληλα στην ομάδα μπάσκετ του πανεπιστημίου. Μικρή αλλά ουσιαστική λεπτομέρεια: Εκείνα τα χρόνια πανεπιστήμια όπως το Πρίνστον δεν είχαν το δικαίωμα να δίνουν αθλητικές υποτροφίες και αλίευαν τους παίκτες της ομάδας μπάσκετ από τους κύκλους των φοιτητών. Ο Μπλατ θήτευσε τέσσερα μπασκετικά χρόνια δίπλα στον προπονητή θρύλο του Πρίνστον τον Πιτ Καρίλ που έμεινε πάνω από 30 χρόνια στον πάγκο της ομάδας, ήταν ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε και τελειοποίησε την Princeton offense που πλέον παίζεται παγκοσμίως και ο οποίος εξήγησε τις μπασκετικές επιτυχίες του πανεπιστημίου που δεν είχε τη δυνατότητα να βρίσκει (για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω) τους καλύτερους παίκτες με μια φράση: «Ο έξυπνος παίρνει από τον δυνατό» (The smart takes from the strong). Φυσικά, ο Μπλατ λόγω των νεανικών επιρροών του είναι λάτρης της συγκεκριμένης επίθεσης την οποία λογικά θα δούμε πολύ στον φετινό Ολυμπιακό. Η επίθεση του Πρίνστον βασίζεται σε μερικές σταθερές αρχές όπως η δημιουργία αποστάσεων για τους σουτέρ, η απομόνωση των ψηλών στο χαμηλό ποστ και μια σειρά από υπομονετικές πάσες με μεγάλη έμφαση στον χρόνο της επίθεσης.
Ο Μπλατ πέρα από λάτρης της Πρίνστον οφενς είναι από τα μικρά του ένα άτομο που προσπαθεί να συνδυάσει διάφορες πνευματικές δεξιότητες. Τις λογοτεχνικές γνώσεις του με τον αθλητισμό και ενίοτε ακόμη και με την αρχαία Ελλάδα αφού πριν από οκτώ χρόνια έκπληκτοι οι δημοσιογράφοι, στις συνεντεύξεις τύπου μετά τους αγώνες του Άρη, τον άκουγαν να μνημονεύει ατάκες του Αριστοτέλη και άλλων μεγάλων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Άλλωστε, η πτυχιακή του εργασία στο Πρίνστον βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Μάλαμουντ «The natural” που αργότερα έγινε και κινηματογραφική ταινία (έχει θέμα το μπέιζμπολ) και θεωρείται μέσα στις 4-5 καλύτερες παραγωγές της ιστορίας με θέμα τον αθλητισμό. Το μυθιστόρημα πραγματεύεται την προσπάθεια ενός βετεράνου αθλητή που η καριέρα έληξε άδοξα από μια δολοφονική απόπειρα να επιστρέψει στα γήπεδα και είναι από τα καλύτερα αθλητικά βιβλία όλων των εποχών. Κάπως έτσι και η ζωή του Μπλατ (χωρίς δολοφονικές απόπειρες) έγινε μια διαρκής προσπάθεια να κατακτά ένα ένα τα σκαλοπάτια της επιτυχίας. Για να το πετύχει χρειάστηκαν πολλά και σίγουρα όχι το ταλέντο του σαν πλέι μέικερ. Μετά το Πρίνστον κατάφερε να παίξει για πάνω από μια δεκαετία επαγγελματικό μπάσκετ σε μικρές κυρίως ομάδες του Ισραήλ. Ένας τραυματισμός στο γόνατο τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει τα παρκέ και σχεδόν άμεσα ξεκίνησε η προπονητική του καριέρα. Κάπου εκεί, πίσω στο 1993, οι δρόμοι του συναντήθηκαν με αυτούς του Πίνι Γκέρσον που αντίστοιχα έψαχνε τη δική του προπονητική καταξίωση. Ο Γκέρσον τον έχρισε βοηθό του το 1993 στη Χαποέλ Γκαλίλ Ελιόν και αυτή η σχέση κράτησε μέχρι το 2004 με διάφορες αλλαγές και προσαρμογές. Το 1999 μετακόμισαν παρέα στη Μακάμπι, έκτισαν τη σπουδαία ομάδα που κέρδισε τρία Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα και μάλιστα για μια διετία (2001-03) ήταν αυτός ο πρώτος προπονητής της.
Στο Ισραήλ ήταν περίπου κοινό μυστικό ότι ο Γκέρσον αντιπροσώπευε περισσότερο την εικόνα του ανθρώπου που ήξερε να δημιουργεί καλή ψυχολογία στους παίκτες και να κοουτσάρει με βάση ένα εξαιρετικό προπονητικό ένστικτο. Τα υπόλοιπα τα έκανε ο Μπλατ. Κάπου εκεί άρχισε να κτίζει τον προσωπικό του μύθο κυρίως με τις «παράξενες» σύνθετες άμυνες ή άμυνες προσαρμογής που έπαιζε η Μακάμπι. Ο Μπλατ είναι λάτρης των αμυνών προσαρμογής, δεν θα διστάσει να παίξει σύνθετες άμυνες που αποτελούν πολλές φορές τον…εφιάλτη του αντίπαλου προπονητή αλλά και των σπορτκάστερ που μεταδίδουν τους αγώνες μέχρι να τις διακρίνουν και να τις…. ταυτοποιήσουν. Το 2004 ανέλαβε την εθνική ομάδα του Ισραήλ και ξεκίνησε μια μπασκετική Οδύσσεια που τον έφερε διαδοχικά στην Αγία Πετρούπολη, το Τρεβίζο, στη Μόσχα για την εθνική Ρωσίας, την Κωνσταντινούπολη, ξανά τη Μόσχα, για έξι μήνες στη Θεσσαλονίκη και τον Άρη, πίσω στο Τελ Αβίβ για να πάρει με τη Μακάμπι αυτό που του….έλλειπε: Ένα τίτλο πρωταθλητή Ευρώπης ως πρώτος προπονητής και όχι ως βοηθός του Γκέρσον. Το πέτυχε στο Μιλάνο την άνοιξη του 2014 και ενώ βρισκόταν μια ανάσα πριν αναλάβει την ΤΣΣΚΑ Μόσχας το απίθανο γαιτανάκι της μπασκετικής του καριέρας τον έστειλε στο….Κλίβελαντ! Προσλήφθηκε ως πρώτος προπονητής των Καβαλίερς και λίγες μέρες αργότερα σε μια ακόμη απίθανη αλληλουχία θα μάθαινε ότι ήταν προπονητής και του Λεμπρόν Τζέιμς που επέστρεφε στη γενέτειρα του. Δυνητικά θα μπορούσε αυτή τη στιγμή να είναι και πρωταθλητής του ΝΒΑ και ενδεχόμενα ένα πολύ μακρινό…όνειρο για οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή ομάδα αλλά τον Γενάρη του 2016 είδε μάλλον άδοξα και για πολλούς αδικαιολόγητα την πόρτα εξόδου των Καβαλίερς. Μερικούς μήνες νωρίτερα είχε οδηγήσει την ομάδα στους τελικούς κόντρα στο Γκόλντεν Στέιτ αλλά το χαμένο πρωτάθλημα και μια συντριβή από τον Κάρι και την παρέα του λίγες μέρες πριν την απόλυσή του έπεισαν τη διοίκηση της ομάδας ότι χρειαζόταν κάποιος άλλος στη θέση του. Με ρεκόρ νικών 63% την πρώτη του σεζόν στο ΝΒΑ έγινε ο προπονητής με το καλύτερο ποσοστό στην ιστορία των Καβαλίερς και όταν έφυγε από την πόλη μερικούς μήνες αργότερα άφησε την ομάδα –και μετέπειτα πρωταθλήτρια του ΝΒΑ- με ρεκόρ 30-11 στην κορυφή της ανατολικής περιφέρειας. Πέρασε μια διετία στη Νταρουσάφακα με την οποία κέρδισε φέτος το Eurocup και αυτό του έδωσε το δικαίωμα να μπει σε ένα εξαιρετικά ολιγομελές κλαμπ προπονητών. Μόνο αυτός και ο Ντούσαν Ίβκοβιτς έχουν κερδίσει Ευρωλίγκα, Eurocup, Ευρωμπάσκετ και μετάλλιο σε Ολυμπιακούς αγώνες (ασημένιο με τη Ρωσία το 2012 στο Λονδίνο). Στο ίδιο κλαμπ που ανήκει και ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς έχοντας ακριβώς τα ίδια επιτεύγματα με τη διαφορά ότι δεν κέρδισε ποτέ Eurocup αλλά το παλιό Κύπελλο Κυπελλούχων ή Σαπόρτα Καπ.