Μόνο, στη δεκαετία του ’70 οι ‘’ξύλινοι’’ τίτλοι των αθλητικών εφημερίδων της εποχής ‘’αποθέωναν’’ τα αποτελέσματα των φιλικών αγώνων προετοιμασίας.
Τα χρόνια πέρασαν και πλέον ξέρουμε ότι τα φιλικά είναι μόνο για τους προπονητές και όχι για φιλάθλους ή δημοσιογράφους. Προφανώς και ο αναγκαίος πρόλογος δεν γράφεται για να βρεθεί κάποια δικαιολογία για την ήττα της εθνικής από τη Γαλλία, άλλωστε το ίδιο μπορούσε να έχει γραφτεί και αν είχαμε νικήσει.
Τα ζητήματα της εθνικής δεν είναι πρωτίστως αγωνιστικά, ούτε προπονητικά. Εναντίον του Μαυροβουνίου, μιας εθνικής χαμηλής ποιότητας και βεληνεκούς παίξαμε ένα συμπαθητικό δεύτερο ημίχρονο και νικήσαμε. Απέναντι στους Γάλλους δεν είχαμε τύχη. Παρότι ανανεωμένοι οι ‘’τρικολόρ’’ συνεχίζουν να παράγουν ταλέντα που υπερέχουν σε αθλητικότητα από τους δικούς μας παίκτες και κυρίως σε κάτι ακόμη: Σε κέφι.
Αν υπάρχει κάτι ενοχλητικό στις δύο εμφανίσεις της εθνικής θα το επαναλάβω δεν είναι η αγωνιστική της εικόνα. Ο συγκεκριμένος πυρήνας παικτών είχε πάνω από ένα χρόνο να βρεθεί παρέα, ο Σκουρτόπουλος είναι πολύ λογικό να πειραματίζεται με σχήματα και συστήματα και η εθνική μπορεί την ερχόμενη Πέμπτη στο Ηράκλειο να αλλάξει άρδην την αγωνιστική συμπεριφορά της. Άλλωστε ο άμεσος στόχος είναι να βρεθούν οι δύο νίκες που είναι περίπου μαθηματικά βέβαιο ότι μας στέλνουν στο παγκόσμιο Κύπελλο. Και όσο πιο γρήγορα τις πετύχουμε τόσο το καλύτερο ώστε στα επόμενα παράθυρα να μην υπάρχει το βαθμολογικό άγχος.
Βλέποντας τα δύο φιλικά στο Παρίσι αλλά μιλώντας και με ανθρώπους της ομάδας όλες αυτές τις μέρες διαπίστωσα ότι η επιστροφή των πρωτοκλασάτων διεθνών δημιουργεί ξανά καινούργιες συνθήκες στην ομάδα. Οι ‘’αντικαταστάτες’’ που τράβηξαν το ζόρι στην πρώτη φάση των προκριματικών δεν έδωσαν μόνο ένα πλεονέκτημα με τις έξι νίκες στην εθνική. Έδωσαν και την εικόνα ενός συνόλου που μετά από πολλά χρόνια είχε κέφι και υπήρχαν χαμόγελα και διάθεση. Η εθνική στην παρούσα φάση είναι ένα μείγμα:
Μερικοί παίκτες τη βλέπουν ως ένα θεόσταλτο διάλειμμα για να πάρουν ανάσες από τη σίγουρα σκληρότερη προετοιμασία των ομάδων τους. Κάποιοι άλλοι ως μια αναγκαία υποχρέωση και κάποιοι ακόμη παίζουν με την καρδιά τους και το κέφι τους. Το σίγουρο είναι ότι ο Σκουρτόπουλος πέρα από τις όποιες αγωνιστικές αδυναμίες πρέπει να διαχειριστεί και αυτά τα ζητήματα και καλείται να ισορροπήσει σε λεπτές γραμμές. Κάτι που δεν ήταν αναγκαίο όταν κάλεσε για έξι αγώνες στην εθνική παίκτες που στην πλειοψηφία τους έβλεπαν εκείνες τις συμμετοχές ως επιβράβευση, ως ευκαιρία και όχι ως ‘’υποχρέωση’’. Το ξανάγραψα εδώ σε εντελώς ανύποπτο χρόνο:
Προτιμώ μια εθνική ομάδα που θα την αποτελούν παίκτες που θέλουν να παίξουν με τη φανέλα της για ξεκάθαρους λόγους. Και παίζουν με χαμόγελο και κέφι. Και αυτό είναι το αληθινό ζητούμενο για να έχει μέλλον η ομάδα και όχι να προσθέσουμε ένα ακόμη πικρό καλοκαίρι στα επτά οκτώ προηγούμενα. Προφανώς και σε μια λιγότερο επαγγελματική εκδοχή του σύγχρονου μπάσκετ η νίκη είναι το σημείο βρασμού. Προφανώς και θέλουμε δύο νίκες με Σερβία και Γεωργία. Όμως, ορισμένες φορές βλέποντας το δέντρο χάνουμε το δάσος. Και επειδή, έχουμε γίνει σε αυτό το έργο σε παραπάνω από μια προβολές θα το γράψω κινδυνεύοντας να παρεξηγηθώ:
Προτιμώ να βλέπω μια εθνική με κέφι και χαμόγελο που ενδεχόμενα θα χάσει ένα παιχνίδι από το να βλέπω μια εθνική προβλέψιμη, περίπου επαγγελματική αλλά χωρίς επαγγελματική νοοτροπία. Και αυτό επαναλαμβάνω δεν έχει να κάνει με την ήττα από τη Γαλλία, ούτε αποτελεί προάγγελο για τα όσα ενδεχομένως μπορεί να συμβούν στα επόμενα (επίσημα) παιχνίδια. Το πρόβλημα της εθνικής όλα αυτά τα τελευταία χρόνια δεν ήταν ξεκάθαρα ούτε το ταλέντο, ούτε οι προπονητές αλλά το γεγονός ότι όλοι μαζί δεν διαβάζουν την ίδια ακριβώς σελίδα του βιβλίου. Τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε. Όπως μπορούμε να βρούμε και χιλιάδες λογικές ή παράλογες δικαιολογίες.