Ο Γιώργος Βόβορας ήταν το πρώτο από τα πολλά στοιχήματα που έβαλε μαζεμένα το καλοκαίρι ο Παναθηναϊκός. Συγχρόνως, ήταν το πιο εύκολο να χαθεί.  Γράφει ο Χρήστος Καούρης. 

Ήταν λογική η αναβάθμιση του 43χρονου Γιώργου Βόβορα το περασμένο καλοκαίρι; Εξαρτάται από το πώς θα το δει κανείς. 

Ο πρωτόπειρος σε αυτό το επίπεδο Έλληνας τεχνικός είχε με το μέρος του το λαϊκό έρεισμα, το χρίσμα από τον απερχόμενο Ρικ Πιτίνο και τις ευλογίες του προηγούμενου προέδρου: δεν είναι και λίγα. Η προώθηση ενός προπονητή που ο σύλλογος ανέθρεψε συνδυαζόταν αρμονικά σε επικοινωνιακό επίπεδο με την νέα σελίδα της ομάδας, αυτήν των χαμηλών προσδοκιών και της ματιάς στο μέλλον. 

Κάπου εκεί όμως τελειώνουν τα θετικά. 

Ελάχιστοι προπονητές έχουν αναλάβει μεγαλύτερο ρίσκο σε επίπεδο Ευρωλίγκας από αυτό που ο Βόβορας αποφάσισε να πάρει. Ο Παναθηναϊκός που ανέλαβε ήταν βυθισμένος στην θεωρία της σχετικότητας με ελάχιστες σταθερές. Διοικητική αβεβαιότητα, η καθιερωμένη κόντρα με την Ευρωλίγκα, αποχώρηση του πιο έμπειρου στελέχους (Μάνος Παπαδόπουλος), ρόστερ που έχασε την άγκυρα του (Καλάθης) και χρειαζόταν ολικό και φτηνό λίφτινγκ, σημαντική απώλεια εσόδων λόγω κορωνοϊού, έδρα που πλέον δεν σήμαινε τίποτα με άδειες κερκίδες. Την ίδια στιγμή, Έλληνες παίκτες που αντιπροσωπεύουν το μέλλον της ομάδας να βρίσκονται στον τελευταίο χρόνο του συμβολαίου τους. 

Ας είμαστε ειλικρινείς. Έκπληξη θα ήταν να κατάφερνε να επιπλεύσει υπό αυτές τις συνθήκες ο συμπαθέστατος Βόβορας, όχι το αντίθετο: υπό τις παρούσες συνθήκες θα πνιγόταν με την ίδια άνεση και κάποιος πολύ πιο πεπειραμένος. Επιπλέον, σε έναν σύλλογο στον οποίο η κουλτούρα της θυσίας του προπονητή έχει, σχεδόν μια δεκαετία τώρα, εντυπωθεί στο DNA του, μια απόλυση μεσούσης της σεζόν δεν σηκώνει καν τα βλέφαρα. Από τη στιγμή δε που η νέα διοίκηση δεν ήταν αυτή που τον προσέλαβε και στην ουσία δεν χρεώνεται μια αποτυχημένη επιλογή, η απόφαση ήταν ευκολότερη. 

Φυσικά όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως ο κόουτς δεν είχε σημαντικό μερίδιο ευθύνης – το αντίθετο μάλιστα. Το κόστος της ήττας από το Λαύριο θα μπορούσε να περιοριστεί σε επίπεδο αναταράξεων αν η ομάδα έδειχνε να βελτιώνεται κατά τη διάρκεια της σεζόν, όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Ο Παναθηναϊκός συνέχισε να ταλαιπωρείται από τις ίδιες ασθένειες, εμφάνιζε συχνά σημάδια αναρχίας στην επίθεση, ενώ στην άμυνα η μαλθακότητα ήταν περισσότερο κανόνας παρά εξαίρεση. 

Δύσκολο πάντως να πει κανείς αν η συγκεκριμένη ομάδα μπορούσε να παίξει πολύ καλύτερα. Με σημαντικές ανορθογραφίες ειδικά στις «δεύτερες» επιλογές μετά τις απώλειες των πρώτων στόχων (Λορένζο Μπράουν, Νίκο Λαπροβίτολα, Γκρεγκ Γουίτινγκτον) και στοιχήματα που είναι δύσκολο να βγουν (Σαντ Ρος 1, Όγκουστ σε επίπεδο Ευρωλίγκας), η συνολικά προβληματική στελέχωση αφήνει μικρά περιθώρια για αισιοδοξία. 

Τέλος, σοβαρή συζήτηση για αξιοποίηση του Καλαϊτζάκη, μοναδικού πραγματικά εξελίξιμου νέου παίκτη του ρόστερ μέχρι την απόκτηση Ματζούκα, δεν μπορεί να γίνει. Ο Βόβορας ξεκίνησε τον μικρό απέναντι σε Μπάμπεργκ και Βιλερμπάν, όμως όταν το πράγμα σκουραίνει δεν επρόκειτο να παίξει το κεφάλι του για χάρη κανενός, όπως δεν θα το έκανε κανένας στη θέση του. 

Την ώρα που η τριανδρία Αλβέρτη-Διαμαντίδη-Τριαντόπουλου διαχειρίζεται την πρώτη κρίση της διοικητικής τους διαδρομής με τον Οντέντ Κάτας προ των πυλών, ο Τσάβι Πασκουάλ επιστρέφει στο Ο.Α.Κ.Α περιστοιχισμένος από άλλους τρεις πρώην «πράσινους»: Μάνο Παπαδόπουλο, Διαμαντή Παναγιωτόπουλο, Κέι Σι Ρίβερς. Η σκληρή, στιβαρή και καλοπροπονημένη Ζενίτ του Καταλανού μοιάζει αυτή την εποχή με αλάτι στην πληγή.