Ξεκίνησα τη δημοσιογραφική μου καριέρα ως “μπασκετικός“, στην πορεία όμως αποκόπηκα απ’ αυτό (αν και μου άρεσε πάντα να παίζω) και έστρεψα το ενδιαφέρον μου προς το ποδόσφαιρο.
Όμως πάντα, με τους μεγάλους των αθλημάτων έχω μία ιδιαίτερη αδυναμία, όπως με τον Τζόρνταν, τον Κόμπι, τον Λεμπρόν, τον Διαμαντίδη, τον Ναβάρο ή τους πιο νέους, όπως τον Γιάννη ή τον Λούκα.
Θα μου επιτρέψουν οι φίλοι μου οι μπασκετικοί να πατήσω λίγο στα χωράφια τους και να γράψω δυο αράδες σκέψεις για τον κορυφαίο σκόρερ που πάτησε Ευρωπαϊκό παρκέ στην σύγχρονη ιστορία του αθλήματος.
Η ιστορία θα τον αγαπήσει πολύ…
Είναι πλέον επίσημο, πρόκειται για τον κορυφαίο σκόρερ στην ιστορία της Ευρωλίγκας κι ένας εκ των κορυφαίων σκόρερς όλων των εποχών, όμως είναι μόνον αυτό ο Βασίλης Σπανούλης;
Όχι, είναι κάτι πολύ περισσότερο από αριθμούς. Είναι κάτι πολύ σημαντικότερο από τους αριθμούς. Είναι έμπνευση, είναι κίνητρο, είναι “φάρος” για όλα τα νέα παιδιά που ασχολούνται όχι με το μπάσκετ μόνο αλλά με τον αθλητισμό γενικά.
Ο Σπανούλης δεν ήταν και δεν θα είναι ποτέ το παρουσιαστικό του “φουλ” εμπορικού τύπου που τα πιτσιρίκια θα κολλήσουν μαζί του γιατί είναι “cool”. Αυτό όμως, κάνει ακόμη μεγαλύτερο αυτό που έχει πετύχει, να είναι ο νούμερο ένα παίκτης που θα ήθελαν να μοιάσουν οι μπακσετικοί “μπέμπηδες” στην ακρογωνιά της Ευρώπης και όχι μόνο.
Δύο χρόνια τώρα πολλοί κάνουν λόγο για την ηλικία του, για το αν πρέπει και πόσο να παίζει, αν θα πρέπει να κάνει χώρο για τους νεότερους. Έχουν ακουστεί πολλά. Όμως πάντα ο ίδιος φρόντιζε και φροντίζει να απαντάει μέσα στο παρκέ. Θα κάνει χώρο στον νεότερο, όταν εκείνος αξίζει τον χώρο αυτόν. Ο Σλούκας τον αξίζει και με το παραπάνω γι’ αυτό και τον έχει. Όταν όμως ο Μπαρτζώκας κάνει νόημα στον αρχηγό να μπει, εκείνος είναι ήδη σε “λειτουργία ηγέτη“. Μπαίνει και κάνει τη δουλειά. Όπως έκανε και στο Βελιγράδι. Όπως έκανε πάντα, άλλωστε, από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Λάρισα, όπως έκανε στο Μαρούσι και στον Παναθηναϊκό και όπως με εξωπραγματικό τρόπο κάνει χρόνια τώρα στον Ολυμπιακό.
Έγραψα πριν πως αποτελεί τον “φάρο” για πολλούς νέους, όπως για παράδειγμα έναν τύπο που κάνει θαύματα δύο χρόνια τώρα στο ΝΒΑ, τον Λούκα Ντόντσιτς “φοράω το νούμερο 7 γιατί το φοράει ο άνθρωπος που θαυμάζω ο Βασίλης Σπανούλης” η όπως για τον Γιάννη Αντετοκούνμπο “ο Σπανούλης είναι ο Κόμπι Μπράιαντ του Ευρωπαϊκού μπάσκετ” .
Όπως για πολλούς άλλους ακόμη.
Ένας ηγέτης, ένας σκόρερ, ένας οικογενειάρχης… και με το παραπάνω, που αποτελεί το απόλυτο παράδειγμα για τους νέους.
Ο μεγαλύτερος σκόρερ, αλλά και ο απόλυτος πασέρ, ο εκτελεστής και ο “σερβιτόρος” την ίδια στιγμή, σαν ρόλος σε ταινία, σαν πρωταγωνιστής του Χόλιγουντ, ο ήρωας που στο τέλος της ταινίας θα είναι αυτός που θα πάρει τη μεγάλη απόφαση κι αφού ανατιναχτεί το κτήριο, θα βγει από τα συντρίμμια ατσαλάκωτος, όρθιος και με το κορίτσι αγκαλιά που μόλις το έχει σώσει. Ο κόσμος ταλαιπωρημένος και με ανακούφιση θα τον χειροκροτά.
Όλο αυτό μεταφέρετέ το στο παρκέ, με το ματς ισόπαλο, δευτερόλεπτα πριν το τέλος και την μπάλα στα χέρια του Σπανούλη. Ξέρεις πως θα σουτάρει και η άμυνα το ξέρει, ρωτήστε τον Ντε Κολό, μα ότι και να κάνεις, εκείνος θα σουτάρει, θα το βάλει, θα σε τρελάνει και με τα χέρια στο κεφάλι θα τον κοιτάς άλαλος, μέχρι να ξεκινήσεις να τον χειροκροτάς, ρωτήστε τον Βατούτιν, ξέρει.
Κάπως έτσι δεν κάνει χρόνια τώρα ο τύπος με το 7 στην πλάτη;
Κάπως έτσι δεν μας έχει “αναγκάσει” να σκεφτόμαστε πως όταν η μπάλα είναι “100 κιλά” μόνο εκείνος μπορεί να την στείλει στο καλάθι;
Ναι, κάπως έτσι, ο Σπανούλης “αναγκάζει” έναν 11χρονο που παίζει κι ονειρεύεται με το μπάσκετ, βλέποντας τον αγώνα στην τηλεόραση, να φωνάξει στο step back τρίποντο χθες στο Βελιγράδι “μωρέ μπράβο ο… μπάρμπας“.