Αν δεν έχεις μπει στο «La Bombonera» δεν μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει ποδόσφαιρο για την Αργεντινή. Αν δεν έχεις …μυρίσει τα αποδυτήρια του, αν δεν έχεις επισκεφτεί την La Boca, τη φημισμένη φτωχογειτονιά του Μπουένος Άϊρες, το μουσείο της Μπόκα… Όλα είναι ποδόσφαιρο, όλα είναι Μαραντόνα.
Το ρολόι του χρόνου γυρνάει στον Οκτώβριο του 2002. Γυρνάει σε ένα ταξίδι ζωής, μνήμης και συγκινήσεων, ποδοσφαιρικών και όχι μόνο. Για τις ανάγκες της κάλυψης του Παγκοσμίου πρωταθλήματος βόλεϊ βρισκόμαστε με 17 ακόμη συναδέλφους για 20 συνολικά μέρες στην Αργεντινή. Δύο ήταν οι σταθμοί του ταξιδιού μας. Το Μπουένος Άϊρες της κρίσης, των capital control (εκεί τα μάθαμε για πρώτη φορά) και η Σάλτα (τρομερές πατάτες και Σαγκρία για όποιον την επισκεφτεί), μια από τις βορειότερες περιοχές της Αργεντινής, 3 περίπου ώρες μακριά από το χωριό των Ίνκας, το οποίο μάλιστα επισκεφτήκαμε.
Τις περισσότερες μέρες που μείναμε στο Μπουένος Άϊρες, εκεί όπου φιλοξενήθηκε η τελική φάση της διοργάνωσης, τις πέρασα στο «σπίτι» του Μαραντόνα. Γυρόφερνα στη La Boca, στα στενάκια γύρω από το επιβλητικό Bombonera, πήγαινα στη μπουτίκ της Μπόκα, δεν άφησα ώρα που είχα κενή να μην την προσθέσω στις ποδοσφαιρικές μου αναμνήσεις.
Η στιγμή όμως που θα μείνει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό μου είναι όταν παρακολούθησα την προπόνηση της Μπόκα. Ήταν εκείνη η περίοδος που έκανε τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα ο 18χρονος τότε Κάρλος Τέβες. Ανατριχίλα. Τόσο απλά. Όσοι έχουν υψοφοβία μην το …τολμήσουν. Αρχικά ανέβηκα στο ψηλότερο σημείο της εξέδρας αλλά λόγω …υψοφοβίας γρήγορα κατέβηκα κοντά στο γρασίδι γιατί αλλιώς δεν θα βλέπατε τώρα ούτε μια φωτογραφία…
Με το που έληξε η προπόνηση της Μπόκα και αφού είχα γευτεί όλη την ποδοσφαιρική ηδονή που σου προκαλεί το «La Βombonera», συνάντησα τον «Απάτσι» στα αποδυτήρια. Με τη βοήθεια ενός Αργεντινού συναδέλφου κατάφερα να του πάρω πέντε, μετρημένα, λόγια. Ανασύροντας από το αρχείο μου τις λιγοστές ατάκες του, είναι σαν να τον ακούω τώρα. «Για μένα η Μπόκα είναι το σπίτι μου. Εδώ γεννήθηκα, εδώ έμαθα ποδόσφαιρο από τον κύριο Μαραντόνα και εδώ θέλω να τελειώσω την καριέρα μου» μου λέει ο Τέβες. Αποκαλώντας τον Μαραντόνα «Κύριο» καταλαβαίνετε το σεβασμό που ένιωθε ο αμούστακος τότε Τέβες προς το ίνδαλμά του. «Δεν ζω χωρίς ποδόσφαιρο, δεν ξέρω αν μπορώ να γίνω καλύτερος από αυτόν (σ.σ. Μαραντόνα) που με έσπρωξε να μπω στο γήπεδο και να πάρω τη μπάλα στα πόδια μου. Δεν συγκρίνεται,,,» συνεχίζει ο «Καρλίτος» που τότε για την Αργεντινή ήταν το νέο «Βig football thing» της χώρας.
Όταν τελείωσα τη συνέντευξη και αφού τον ευχαρίστησα γυρίζω προς τον συνάδελφο που βοήθησε στη μετάφραση και χωρίς καν να βουτήξω τη γλώσσα στο μυαλό μου τον ρωτάω. «Αυτός στις 5 κουβέντες του, οι …6 ήταν για τον Μαραντόνα. Τόσο τρέλα έχει μαζί του;». Χωρίς να το σκεφτεί μου απαντά: «Και πάλι καλά που δεν έβαλε τα κλάματα. Συνήθως όταν μιλάει για τον Μαραντόνα κλαίει…». Αυτός ήταν ο Μαραντόνα.
Δεν ήταν απλά ο Θεός, ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής για όλη την Αργεντινή. Ήταν αυτός που τους έδινε κουράγιο να συνεχίζουν να ζουν μέσα στη φτώχεια και στη δυσκολία. Μέσα από τα μαγικά του χαμογελούσε ο κάθε Αργεντινός.
Κάθε παιδί ονειρευόταν έναν …Μαραντόνα.