‘’Την επανάσταση δεν θα τη δείξει η τηλεόραση αδελφέ’’, τραγουδούσε σε ένα μελοποιημένο ποίημα του το 1970 ο ακτιβιστής Gil Scott-Heron. Μισό αιώνα αργότερα το τραγούδι του συνεχίζει να είναι επίκαιρο καθώς η φυλετική ανισότητα κτυπάει αλύπητα τη χώρα του και ένα θέμα που θεωρητικά και μόνο έπρεπε να είναι λυμένο βρίσκεται σε σταθερή βάση στην επικαιρότητα.
Η κίνηση των Μπακς αιφνιδιαστική και χωρίς καμία προαναγγελία έβαλε ‘’φωτιά’’ στο σκηνικό. Κέρδισε πολλούς υποστηρικτές αλλά υπήρξαν και αρκετές διαφωνίες ακόμη και στους κύκλους των ενεργά διαμαρτυρόμενων παικτών του ΝΒΑ. Ποτέ δεν υπάρχει μια άποψη… Ας ξεκινήσουμε από το προφανές. Η κοινωνική ισότητα, οι ίσες ευκαιρίες και ο μη διαχωρισμός των ανθρώπων σε μειονότητες με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (στην προκειμένη περίπτωση το θέμα του δέρματος τους) είναι ζητήματα εκτός συζήτησης. Αυτονόητα και κανονικά αποδεκτά. Πολέμιοι της απόφασης των Μπακς αλλά και γενικότερα της κίνησης ‘’Black lives matter’’ σκόρπισαν παντού στα social media τη λογική ότι τα θύματα της αστυνομικής βίας είχαν φακέλους και ποινικό μητρώο μεγάλους σαν τόμο εγκυκλοπαίδειας.
Είναι ακόμη πιο προφανές ότι κανείς δεν είναι υπέρμαχος της παραβατικότητας αλλά στην άλλη πλευρά της ζυγαριάς δεν μπορεί να μπαίνει η ανθρώπινη ζωή. Το ίδιο αυτονόητο με όλα τα προηγούμενα. Ως ευνομούμενος πολίτης δεν θα ήθελα να βλέπω οπλοφόρους να κάνουν παρέλαση στο σαλόνι του σπιτιού μου αλλά διάβολε όλα αυτά είναι απότοκα και προϊόντα των κοινωνικών παθογενειών. Όταν σε ένα κράτος 300 εκατομμυρίων υπάρχουν πεντακόσια εκατομμύρια νόμιμα όπλα προφανώς αυτά δεν είναι για…μόστρα και αυτό-προστασία. Επιστροφή λοιπόν στα βασικά. Πριν από μερικά χρόνια η Αθήνα καιγόταν για μέρες επειδή μια σφαίρα αφαίρεσε τη ζωή ενός έφηβου. Η Αμερική ‘’καίγεται’’ εδώ και πολλά χρόνια. Ολόκληρος εμφύλιος πόλεμος έχει καταγραφεί στην ιστορία της με αφορμή τις φυλετικές διακρίσεις και τη σκλαβιά.
Ας μιλήσουμε καλύτερα για τους Μπακς αντί να προσπαθούμε να κάνουμε ιστορικο-κοινωνική ανάλυση των Ηνωμένων Πολιτειών. Ας σκεφτούμε το ενδεχόμενο κάτι ανάλογο ν γινόταν στη χώρα μας. Ο μέσος φανατικός οπαδός θα γινόταν έξαλλος γιατί στο δικό του μυαλό μετράει μόνο η νίκη. Ενίοτε και ο εξευτελισμός του αντιπάλου που πρέπει να συρθεί στα τέσσερα στη μέση της αρένας σαν μελλοθάνατος των σύγχρονων αθλητικών Κολοσσαίων. Αντίστοιχες κινήσεις διαμαρτυρίας έχουν γίνει και στο Ελληνικό μπάσκετ αλλά για τους απόλυτα λάθος λόγους.
Το 1993 ο Παναθηναϊκός πέταξε στα σκουπίδια τη διεκδίκηση ενός πρωταθλήματος και δεν εμφανίστηκε ποτέ στο ΣΕΦ. Πριν από ένα χρόνο περίπου ο Ολυμπιακός αποφάσισε να πάει αυτοβούλως στην Α2. Όλα αυτά δεν έγιναν για κάποια κοινωνική διαμαρτυρία αλλά για τη…..διαιτησία! Και το ποιόν ευνοεί ή αν προτιμάτε ποιόν αδικεί. Κάθε χώρα έχει τη δική της κουλτούρα. Για την ακρίβεια έχει την κουλτούρα και την παιδεία που έχει διαμορφώσει η ίδια και της ταιριάζει. Οι Μπακς πέταξαν στο καλάθι των άχρηστων τη διεκδίκηση ενός τίτλου, κάτι για το οποίο περιμένουν εδώ και μισό αιώνα. Δεν το έκαναν διαμαρτυρόμενοι για τη διαιτησία, για τον κομισάριο Άνταμ Σίλβερ, για το ΝΒΑ. Το έκαναν από κοινωνική ευαισθησία, πρόσθεσαν μια πολιτική θέση στην κίνηση τους, υπενθυμίζοντας στους Αμερικάνους ότι στις 3 Νοεμβρίου θα κληθούν να ψηφίσουν. Απείλησαν να τινάξουν σαν….Κούγκι τις προσπάθειες ολοκλήρωσης του ΝΒΑ χάνοντας οι ίδιοι τα πάντα και χωρίς να κερδίσουν τίποτε χειροπιαστό.
Αλλά επιστρέφοντας στο αρχικό κομμάτι του κειμένου η επανάσταση δεν γίνεται ποτέ χωρίς κάποιο τίμημα. Και ας την έδειξε αυτή τη φορά σε όλο τον πλανήτη η τηλεόραση και ας ξεκίνησε όχι από τους δρόμους αλλά από ένα άδειο παρκέ. Ο πρώτος διδάξας του είδους ο Κόλιν Κααπέρνικ, κουόρτερμπακ των Σαν Φραντσίσκο 49ers μετατράπηκε πριν από μερικά σε παρία του Αμερικάνικου επαγγελματικού αθλητισμού όταν έγινε ο πρώτος αθλητής που γονάτισε στη διάρκεια της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου πριν από αγώνα. Από τότε δεν έχει ξαναβρεί δουλειά και είναι προφανώς στα μαύρα κατάστιχα όλων των ομάδων.
Οι Μπακς θα πληρώσουν το δικό τους τίμημα, το οποίο αυτή τη στιγμή είναι άγνωστου μεγέθους. Σήμερα ολοένα και περισσότεροι αθλητές γονατίζουν στον εθνικό ύμνο, αύριο ολοένα και περισσότερες ομάδες θα κατεβάζουν τα ρολά διαμαρτυρόμενες όχι για ένα λάθος σφύριγμα αλλά για σοβαρά κοινωνικά ζητήματα. Πιθανώς, όλα αυτά μοιάζουν αδιανόητα για τον περιβόητο μέσο Έλληνα. Αν είχα ένα ευρώ κάθε φορά που άκουγα την ίδια αντιμνημονιακή ρήση στη διάρκεια των μνημονίων θα είχα εγκαταλείψει το επάγγελμα και θα ήμουν πάμπλουτος. ‘’Δεν αντέχω άλλο αυτή την κατάσταση. Ας κάνει κάποιος την αρχή να αντιδράσει και να βγει μπροστά και θα είμαι ο επόμενος’’, άκουγα για μια δεκαετία τη διαρκώς επαναλαμβανόμενη επωδό. Δεν θα βάλω το χέρι μου στη φωτιά αλλά οι μισοί απ΄ αυτούς που το έλεγαν όταν θα έβλεπαν τον ήρωα να κάνει ένα βήμα μπροστά θα κρυφογελούσαν πίσω από την πλάτη του.
Η βόλεψη μας και η λογική χωράει δεκάδες μνημόνια αλλά όχι πολλούς….Μπακς. Θα επικροτήσουμε την ομάδα που θα αντιδράσει για τη διαιτησία αλλά όχι την ομάδα που θα αντιδράσει για κοινωνικά θέματα. Θα αποθεώσουμε τον αθλητή ή τον προπονητή που θα κάνει ‘’μάγκικες’’ δηλώσεις κατά του αντιπάλου ή των διαιτητών αλλά όχι εκείνον που θα βρει το θάρρος να μιλήσει για άλλα ζητήματα. Μας έχει βολέψει το κλισέ που ξεκίνησε επί δικτατορίας (δυστυχώς από ένα άνθρωπο που σέβομαι και εκτιμώ απεριόριστα και όσο λίγους στο επάγγελμα που διάλεξα) ότι ο αθλητισμός δεν έχει σχέση με την πολιτική. Μας βόλεψε μισό αιώνα αυτή η άποψη.
Φυσικά και δεν χρειάζεται να έχει σχέση. Παραδοσιακά όλοι οι μεγαλο-πρόεδροι που πέρασαν από την Ελλάδα είχαν εμφανείς (ή λιγότερο εμφανείς) εμπλοκές με την πολιτική αλλά ο αθλητισμός βόλευε να μείνει στην απέξω. Ακόμη όμως και αν βάλουμε στην άκρη τα θολά και αχαρτογράφητα νερά της Ελληνικής πολιτικής σκηνής δεν υπάρχουν κοινωνικά ζητήματα στη δική μας πραγματικότητα άξια αναφοράς και διαμαρτυρίας ή αντίδρασης; Μάλλον τα θέματα μας είναι όλα λυμένα και η μοναδική εκκρεμότητα που έχουμε είναι εκείνο το αντιαθλητικό φάουλ ή τα βήματα που δεν έδωσε ο άτιμος ο διαιτητής. Κάπως έτσι θα είμαστε σίγουροι θεατές της επανάστασης. Παθητικοί. Διότι, αδελφέ, την επανάσταση θα τη δείξει η τηλεόραση αλλιώς δεν θα έχει γίνει ποτέ.