Ο Χρήστος Καούρης πιστεύει ότι η δικαίωση της διαδρομής του Κώστα Σλούκα ως την επιστροφή του στον Ολυμπιακό είναι από μόνος του ένας ξεχωριστός τίτλος.

Μία από τις φημισμένες ατάκες του Γκρεγκ Πόποβιτς όταν τον ρωτούν τα κριτήρια με τα οποία επιλέγει νεαρούς παίκτες είναι αγγλιστί το “if they have gotten over themselves”, ελληνιστί αν «έχουν αφήσει πίσω το εγώ τους», αν δηλαδή είναι έτοιμοι να εγκολπωθούν σε μια ομάδα, συχνά θυσιάζοντας πράγματα που έχουν μάθει να θεωρούν σημαντικά. 

Στο μυαλό του Κώστα Σλούκα δεν είμαι, όμως βρίσκω αδύνατον να μην ένιωσε έστω μια μικρή αίσθηση δικαίωσης όταν υπέγραφε το συμβόλαιο του δίπλα τους αδελφούς Αγγελόπουλους. Ξέρετε, αυτή την ματαιοδοξία που αν έχεις ανθίσει σαν χαρακτήρας την αφήνεις πίσω και που αν ακόμη παιδιαρίζεις τη βάζεις μαζί πηδάλιο και πανί. 

Για το τι κερδίζει ο Ολυμπιακός από την μεταγραφή έγραψαν τόσο ο Καρύδας, όσο και ο Συρίγος, οπότε δεν έχει νόημα να επεκταθώ. 

Δικαίωση λοιπόν, και γιατί όχι δηλαδή; 

Ο Σλούκας έφυγε από το θερμοκήπιο του Ολυμπιακού το 2015: όχι ακριβώς η πιο προφανής επιλογή για περισσότερους από έναν λόγους. Οι ερυθρόλευκοι ήταν ήδη «η ομάδα που πρέπει να κερδίσεις τρεις φορές για να την νικήσεις» (Marca, F4 2015), οι comeback kings της Ευρώπης, ο σύλλογος που είχε ήδη 4 παρουσίες σε F4, 2 τρόπαια(2012,2013) και άλλους δύο τελικούς(2010, 2015) ως τα μέσα της δεκαετίας. Ο φυσικός ηγέτης της ομάδας, Βασίλης Σπανούλης, ήταν 33 ετών, προσιτή ηλικία για να υποθέσει κανείς πως θα έχει όλο και περισσότερες ευκαιρίες να διεκδικήσει το δαχτυλίδι της διαδοχής. Το οικονομικό κομμάτι ήταν τακτοποιημένο, 2 εκατομμύρια για τρία χρόνια, δίκαια πράγματα, παστρικά. Η οικογένεια που ειδικά τότε ήταν ο Ολυμπιακός ασκούσε την δική της πανίσχυρη βαρυτική έλξη: «όλα θα πάνε καλά». 

Συνήθεια και ασφάλεια. Πόσοι ξεφεύγουμε στα αλήθεια από αυτήν; 

Φυσικά, δεν έχετε άδικο. Μιλώντας για ρίσκα, ο Σλούκας δεν έπεσε δα και στο κενό χωρίς αλεξίπτωτο, προσμένοντας σε θεϊκή παρέμβαση για να σωθεί. Ένευσε στο κάλεσμα του ενός θρύλου (Ομπράντοβιτς) και πληρώθηκε αδρά για την τότε αξία του. Η Φενέρ ήταν το βαρέλι χωρίς πάτο στο οποίο εξαφανίζονταν χωρίς αντίκρυσμα τουρκικές λίρες πριν τον Ζοτς, όμως όταν ο 26χρονος Μακεδόνας μετακόμισε στην Πόλη, οι Τούρκοι είχαν ήδη φτάσει στο πρώτο τους φάιναλ φορ. Μόνο αδαής δεν θα έβλεπε την προοπτική. 

Οι αθλητικές ιστορίες βρίθουν «θαυμάτων», φαινομενικά ανεξήγητων εκπλήξεων, ηρώων και μοιραίων, καλών και κακών, μανιχαϊσμός και ηθικοπλασία σωρηδόν. Στην περίπτωση του Σλούκα, η μεταμόρφωση δεν συνέβη ποτέ, όπως δεν σταμάτησε ποτέ και η εξέλιξη. Όλα εξηγούνται. 

Από την πρώτη, γεμάτη τραυματισμούς σεζόν, στην ωριμότητα που χτιζόταν χρόνο με το χρόνο και στην κλάση που αναδεικνυόταν ως αποτέλεσμα της σκληρής δουλειάς. Αγωνιώντας συνεχώς να αποδείξει πως αξίζει περισσότερα, ο Σλούκας του Ολυμπιακού ακροβατούσε συνεχώς πάνω σε ξυράφι, ερωτευόταν εξίσου το επιπλέον και το περιττό, όχι τυχαία άλλαζε τα παιχνίδια, μαγνήτης που τρέλαινε την πυξίδα τους αλλά δυσκολεύοταν να κρατήσει το καράβι στην ευθεία. Σεζόν την σεζόν έγινε αξιόπιστος μετρονόμος του παιχνιδιού, άγκυρα και όχι τούρμπο.

Ωρίμασε μέσα στο σταθερό περιβάλλον της Φενέρ, ασχολήθηκε πια με τις λεπτομέρειες του παιχνιδιού δίπλα στον δάσκαλο Ζοτς.Το ευάλωτο σκαρί του έβγαλε τις επόμενες τέσσερις σεζόν χωρίς σοβαρούς τραυματισμούς, αφού «στέγνωσε» και πρόσεξε όσο ποτέ το κορμί του. Πήρε Ευρωλίγκα ως συμπληρωματικός γύρω από την κλάση των Μπογκντάντοβιτς, Γιούντο, Βέσελι και την ρέντα του Κάλινιτς, έμαθε να είναι η σταθερά γύρω από ένα ρόστερ που συνεχώς άλλαζε, έγινε All-Star στην καλύτερη ομάδα του 2019 που διαλύθηκε από τραυματισμούς και υπέκυψε, έχασε και κέρδισε από την πρώτη γραμμή.

Εξελίχθηκε. 

Καθόλου τυχαία, όταν η Δώρα Παντέλη τον ρώτησε αν θα αντάλλασσε το βραβείο της καλύτερης πεντάδας για μια αβέβαιη παρουσία στον τελικό, ο Σλούκας δεν ήταν σίγουρος πως θα το έκανε: εκείνο το κομμάτι μέταλλο αντιπροσώπευε πάρα πολλά για να τα αψηφήσει. 

Φυσικά: αποφάσισε να γίνει ένας ξένος παίκτης σε μια ομάδα που έχει στόχο την κορυφή, να ζήσει και να προσαρμοστεί για πρώτη φορά μακριά την πατρίδα του, τους φίλους και την οικογένεια. Έκρινε πως ακόμα και με τον Σπανούλη στα 33, δεν υπάρχει χώρος για άλλον playmaker στον Ολυμπιακό. Για point guard, μπορεί. Αλλά ένας θα έφτιαχνε τις φάσεις – το μέλλον τον δικαίωσε. 

Ήξερε πως η φυγή θα χρωματιζόταν σαν μικρή ή μεγάλη προδοσία, πως στο Σ.Ε.Φ θα ήταν από αδιάφορος ως ανεπιθύμητος για πολλούς από τους οπαδούς. “Από ζήλια σκάνε/μα κάνουν πως γελάνε», που λέει και ο Πορτοκάλογλου στον «Άσωτο Υιό».Τις δύο πρώτες φορές άφαντος, τις επόμενες δύο πρωταγωνιστής και καθοριστικός, άκουσε κάποιους να του λένε για τη μητέρα του, το ζύγισε και το τακτοποίησε σε χρόνο ρεκόρ, είχε απαντήσεις επαγγελματία διπλωμάτη. 

Στο τέλος απέκτησε τη δύναμη που μόνο οι σημαντικοί έχουν. Επαγγελματίας και 100% αφοσιωμένος όσο ήταν στον Βόσπορο, έπεισε τη Φενέρ να τον αφήσει να φύγει χωρίς ανταλλάγματα, γεγονός σπάνιο ως ανήκουστο, ειδικά στην κορωνοϊκή εποχή. Ανάγκασε τον Ολυμπιακό να γκρεμίσει λίγα από τα τείχη του για να τον φέρει πίσω, σιώπησε τους αμφισβητίες. Φαντάζομαι πως ξέρει πως αυτοί που τον έβριζαν και τώρα τον αποθεώνουν μπορεί εύκολα να κινηθούν στο αντίθετο δρομολόγιο: οι επιστροφές δεν είναι ποτέ απλή υπόθεση. 

Ο Σλούκας έφυγε για να αποδείξει αυτό που πίστευε για τον εαυτό του. Πέντε χρόνια μετά, επέστρεψε ηγέτης στο  «σπίτι» του. 

Στην Ελλάδα, αυτός είναι ένας τίτλος από μόνος του.