Όλοι θέλουν να τους αγαπούν. Χωρίς εξαίρεση. Όλοι.
Η σκηνή είναι συνταρακτική. Για πρώτη φορά στο “Last Dance”, ο Μάικλ Τζόρνταν απλώνει τις παλάμες προς τις κάμερες και αμύνεται, σχεδόν απελπισμένα. Είναι φανερό πως ένας αόρατος τοίχος κινείται και απειλεί να τον συνθλίψει.
«Ήσουν ο nice guy»; Ο ωραίος τύπος; O καλός συμπαίκτης;
Η πρώτη σκέψη έρχεται αυτόματα. «Ποιος νοιάζεται;». Κέρδισε έξι πρωταθλήματα, αναγνωρίζεται ως ο καλύτερος μπασκετμπολίστας όλων των εποχών, είναι δισεκατομμυριούχος.
Τι σημασία έχει αν ήταν ο nice guy;
Ήταν ο καλύτερος, διάολε.
«Ας το ξεκαθαρίσουμε: ήταν μαλ…ας, ήταν βλάκας, το παράκανε αμέτρητες φορές», λέει ο Γουίλ Περντού. «Αλλά αναλογιζόμενος τώρα τι προσπαθούσε να πετύχει, ήταν καταπληκτικός συμπαίκτης». Ο Γουέλινγκτον, ο Πίπεν, ο Κερ, όλοι σιγοντάρουν. Ο Φιλ Τζάκσον κρατούσε τον ροοστάτη στην προπόνηση, ήταν αυτός που χαμήλωνε την τάση πριν το βραχυκύκλωμα ή κατέβαζε τον γενικό πριν να καούν οι ασφάλειες.
Ο Τζόρνταν που όχι μόνο απέφευγε τα εμπόδια, αλλά ήταν αυτός που τα κατασκεύαζε για να τα υπερπηδήσει, που έπλαθε ιστορίες για να δώσει στο μυαλό του την ένεση νιτρογλυκερίνης που χρειαζόταν. Γιατί έπρεπε να δίνει τον καλύτερο του εαυτό όλη την ώρα.
Η ιστορία δεν είναι καν νέα. Οι ιδιοφυίες δεν είναι συμπαθητικές. Οι εμμονικοί άνθρωποι δεν είναι συμπαθητικοί. H συναισθηματική τους νοημοσύνη είναι δευτερεύουσα, η προσέγγιση στο στόχο μονοσήμαντη και αδηφάγα. Το «θα κερδίσω με κάθε κόστος» δεν είναι ευφημισμός για αυτούς τους ανθρώπους, είναι η ζωή τους, αυτή στην οποία οι δικαιολογίες, η έλλειψη συγκέντρωσης και δίψας είναι ακόμη ένας λόγος να σε γελοιοποιήσουν. Αν δεν υψώσεις ανάστημα, θα σε ποδοπατήσουν.
Γιατί λοιπόν δάκρυα; Γιατί αυτός που ζούσε δίνοντας το παράδειγμα, που δικαιώθηκε όσο μπορεί κάποιος να δικαιωθεί βάσει αποτελέσματος, άπλωσε τα χέρια, έχυσε ένα δάκρυ και σχεδόν ψιθύρισε «διάλειμμα» όταν το συναίσθημα του σωματικοποιήθηκε;
Η απάντηση είχε έρθει νωρίτερα. «Η νίκη έχει τίμημα. Το να είσαι ηγέτης έχει τίμημα». Ο λογαριασμός είναι ακόμα εκεί, στον ψυχισμό του καλύτερου παίκτη όλων των εποχών. Τίποτα δεν ήρθε δωρεάν.
Κοιτώντας πίσω, αυτοί οι αδίστακτοι νικητές δεν καταδέχονται να μετανιώσουν για τίποτα. Ο Πίπεν έκανε το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας του όταν αρνήθηκε να μπει στο παιχνίδι με τους Νικς αφού ο Τζάκσον δεν του έδωσε το τελευταίο σουτ, αλλά δήλωσε πως θα έκανε ξανά το ίδιο. Ο Τζόρνταν δεν έχει ενοχές για τον τρόπο που σχεδόν τρομοκρατούσε τους πάντες στην προπόνηση μέχρι να φτάσουν στα δικά του στρατοσφαιρικά επίπεδα αφοσίωσης: «δεν χρειάζεται να το κάνω αυτό (σ.σ να εξηγηθώ), αλλά αυτός είμαι». Δεν χρειάζεται παρά μια γρήγορη ματιά στην καριέρα του Κόμπι Μπράιαντ για να παρατηρήσει κανείς πως ο αδικοχαμένος Laker αντέγραψε πολλά παραπάνω από τις κινήσεις του MJ στο παρκέ.
Όμως ακόμα και στην κυνική, μονοχρωματική πραγματικότητα του πρωταθλητισμού, η κηλίδα είναι εκεί, ανεξίτηλη, αδιάψευστος μάρτυρας για τα χρόνια στα οποία η αυτού μεγαλειότητα έστεκε στην μοναχική κορυφή εισπράττοντας φόβο και δέος παρά αγάπη και ενσυναίσθηση.
Ήταν τέλειος ο τρόπος του; Ακόμα περισσότερο, είναι αυτός ο μοναδικός τρόπος να φτάσει κανείς στην κορυφή; H απάντηση σε αμφότερες τις ερωτήσεις είναι προφανώς όχι, και ο ίδιος το ξέρει. Ήταν όμως ο δικός του. Η μενταλιτέ Τζόρνταν, που αργότερα μεταλλάχθηκε και ονομάστηκε Mamba Mentality.
«Έτσι έπαιξα το παιχνίδι. Αυτή ήταν η νοοτροπία μου. Αν κάποιος δεν θέλει να παίξει έτσι, ας μην παίξει».
Τα ρουθούνια διαστέλλονται, τα μάτια βουρκώνουν, σαν υπενθύμιση.
Κανείς δεν νιώθει τέλειος. Όλοι θέλουν να τους αγαπούν.