«Είναι τα παπούτσια; πρέπει να είναι τα παπούτσια», λέει ο Μαρς Μπλάκμον στο πλευρό του “Air” διαφημίζοντας τα “Air Jordan” σε σκηνοθεσία Σπάικ Λι.
Δεν υπάρχει τίποτα γύρω από το μπάσκετ που να αντιπαθώ περισσότερο από τα παπούτσια του. Τα Τζόρνταν, τα Κόμπι, τα Χάρντεν, όποια θέλετε, θα ήθελα να ζω σε έναν κόσμο που δεν θα υπήρχαν. Δεν έχω θέμα με τις φανέλες, τα σορτσάκια, όλα τα υπόλοιπα αναμνηστικά. Μπορείς να αγοράσεις μια φανέλα του MJ και να παίζεις με αυτήν με τους φίλους σου σχεδόν σε όλη σου τη ζωή. Το ντουλάπι μου είναι γεμάτο από κούπες με τα λογότυπα ομάδων από τις πόλεις που επισκέπτομαι και πίνω το τσάι μου. Δεν θα υπάρξει ποτέ κανένα παιδί που θα πει πως θέλω την κούπα «Τζόρνταν 6» ή «Κάρι 4». Υπάρχουν ακόμα εκατομμύρια παιδιά που ζητούν υστερικά ια αυτά τα νέα sneakers.
Ή που θα σκότωναν για αυτά.
Τον Μάιο του 1990 ο 15χρονος Μάικλ Γιουτζίν σκότωσε τον 17χρονο Τζέιμς Ντέιβιντ Μάρτιν, τον φίλο του από το μπάσκετ που του είχε κλέψει τα δύο εβδομάδων Air Jordan και τον είχε αφήσει ξυπόλυτο στο δασάκι κοντά στο σχολείο τους. Τα παπούτσια του απόλυτου ειδώλου του έφηβου Τόμας είχαν κοστίσει 115.50 δολάρια εκείνη την εποχή: είχε ακόμα την απόδειξη στο κουτί τους.
Οι σκοτωμοί δεν ήταν κάτι καινούριο: παρόμοια περιστατικά είχαν αναφερθεί το 1983 στη Βαλτιμόρη για ένα τζάκετ, στο Ντιτρόιτ για ένα ζευγάρι Fila, στην Ατλάντα για ένα μια φόρμα και ένα ζευγάρι Nike. Το εξώφυλλο του Sports Illustrated ήταν ξεκάθαρο: «τα παπούτσια σου ή τη ζωή σου».
Ο Τζορνταν είχε πει τότε: «Περίμενα πως οι άνθρωποι θα προσπαθούσαν να μιμηθούν τα καλά πράγματα που κάνω, να πετύχουν, να είναι καλύτεροι. Τίποτα κακό. Δεν φαντάστηκα ποτέ ότι επειδή διαφημίζω ένα παπούτσι ή οποιοδήποτε προϊόν, πως οι άνθρωποι θα έκαναν κακό ο ένας στον άλλο».
«Κάτι πάει πολύ στραβά με μια κοινωνία που έχει δημιουργήσει μια κατώτερη τάξη που κατρακυλά σε οικονομική και ηθική λήθη, μια κατώτερη τάξη στην οποία κομμάτια λάστιχο και πλαστικό που δένονται με κορδόνια μερικές φορές αξίζουν περισσότερο από μια ανθρώπινη ζωή», έγραφε το αντίστοιχο άρθρο του SI.
Τι φαντάζεστε; Πόσο έχουν βελτιωθεί τα πράγματα από τότε;
Σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ “Sneakerheadz”, περίπου 1.200 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο σε φιλονικίες γύρω από αθλητικά παπούτσια. «Αν δεις έναν τύπο στο μετρό ξυπόλυτο, ξέρεις ότι του έκλεψαν τα παπούτσια».
Φυσικά όλα αυτά δεν είναι ευθύνη ενός ανθρώπου, πιθανότατα έχουν ελάχιστα να κάνουν με τον αθλητισμό. Αν δεν ήταν ο Τζόρνταν, θα ήταν ο επόμενος. Η βιομηχανία ήταν εκεί, απλά αυτός ήταν ο τέλειος πωλητής. Εντούτοις, ακόμα και στις μέρες μας ακούγονται σποραδικά οι φωνές που ασκούν δριμεία κριτική για την φρενίτιδα που καλλιεργούν και προωθούν οι αθλητικές εταιρείες γύρω από τα παπούτσια, κυκλοφορώντας εξαιρετικά περιορισμένες εκδόσεις ιδιαίτερα διάσημων παπουτσιών του παρελθόντος και φυσικά εκτοξεύοντας τις τιμές. Το 2015 ο Στέφον Μάρμπερι επανακυκλοφόρησε τα αξίας 15 δολαρίων Starbury στην αγορά, εκτοξεύοντας κεραυνούς κατά του MJ: “Ο Τζόρνταν κλέβει την γειτονιά από τότε. Τα παιδιά πεθαίνουν για παπούτσια και το μόνο που λέει αυτός ο τύπος είναι πως δεν με νοιάζει. Τα πράγματα θα αλλάξουν»! Μία από τις υποκριτικές απαντήσεις των εταιρειών ήταν να αλλάξουν τις ώρες κυκλοφορίες των limited edition προϊόντων τους από τα μεσάνυχτα στο πρωί, όμως τα εγκλήματα δεν συμβαίνουν στα καταστήματα.
Πίσω στο 1998, στο τελευταίο του παιχνίδι στο Madison Square Garden της Νέας Υόρκης, ο Τζόρνταν αποφάσισε να φορέσει τα παλιά του Jordan I για να τιμήσει το γήπεδο και την διαδρομή. Όταν τελείωσε το παιχνίδι, τα πόδια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα: η ειρωνεία είναι πως σε όλη την Αμερική συμβαίνει το ίδιο, αλλά όχι σε λαμπερά παρκέ.
«Και οι Ρεπουμπλικάνοι αγοράζουν παπούτσια». Μια απλή αναζήτηση της φράσης “Republicans buy sneakers too” στο Google αποφέρει περίπου 1.95 εκατομμύρια αποτελέσματα σε 0.63 δευτερόλεπτά. Ο Τζόρνταν συνοφρυώνεται, δεν αρνείται ότι την είπε, στα πεταχτά, σαν εξυπνάδα ή ευφυολόγημα μέσα στο λεωφορείο. «Δεν νομίζω ότι πρέπει να διορθώσω κάτι σε αυτό», μας λέει κρατώντας στιβαρή, αμετακίνητη στάση, μιλώντας για την άρνηση του να υποστηρίξει δημόσια τον μαύρο υποψήφιος των Δημοκρατικών Χάρβεϊ Γκαντ απέναντι στον υπέρ-συντηρητικό ρεπουμπλικάνο Τζέσι Χελμς, τον άνθρωπο που πέρασε στην ιστορία σαν ο «γερουσιαστής όχι», πολεμώντας μεταξύ άλλων τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, τον φεμινισμό, τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων, την πρόσβαση των γυναικών στις αμβλώσεις, την εθνική χορηγία στις τέχνες.
Μας το λέει ξεκάθαρα. «Δεν ήμουν ακτιβιστής. Ήμουν αθλητής. Ήταν εγωιστικό εκ μέρους μου; Πιθανότατα. Αλλά η ενέργεια μου ήταν μόνο εκεί». Κάπου ανάμεσα στις γραμμές ξεπηδούν εκατομμύρια δολάρια.
“O τρόπος που δρω στη ζωή μου είναι δίνοντας παραδείγματα. Αν αυτό σε εμπνέει, τέλεια, να ξέρεις ότι θα συνεχίσω να το κάνω. Αν όχι, τότε ίσως δεν είμαι αυτός ο άνθρωπος που θα πρέπει να ακολουθείς».
Μπίνγκο. Είναι δίκαιο να παρατηρεί κανείς αυτές τις σκηνές με τα μάτια της τωρινής πραγματικότητας, αυτής των πολιτικοποιημένων αθλητών, γεμάτης με Στεφ Κάρι, Λεμπρόν Τζέιμς, Μέγκαν Ράπινο, Κόλιν Κάπερνικ και τόσων άλλων; Μάλλον όχι: ο Μοχάμεντ Αλί ήταν ένας και κανείς δεν μπορεί να τον κοιτάξει στα μάτια.
Ο τρόπος που έπαιζε μπάσκετ ο Τζόρνταν ήταν αψεγάδιαστος. Ο άνθρωπος Τζόρνταν είχε ελαττώματα, κάποια από τα οποία απλά δεν ήταν επιτρεπτά στα στρατοσφαιρικά επίπεδα δημοσιότητας που είχε ανέλθει. Η αποκάλυψη κάποιων από αυτά από το διάσημο βιβλίο “The Jordan Rules” απλά έθεσε τους τροχούς σε κίνηση. Τα νέα δεν ήταν πια σε τι ήταν άριστος, αλλά που θα τον τσάκωναν.
Τριάντα χρόνια αργότερα δεν είναι αρκετός χρόνος για να ρίξει κανείς νερό στο κρασί του αν είσαι ο Μάικλ Τζόρνταν – μερικά πράγματα του χαρακτήρα μας δεν σκουριάζουν, ούτε μαλακώνουν . «Ήταν ο Χόρας (σ.σ Γκραντ)», ήταν η απάντηση του όταν ρωτήθηκε για τον «κοριό» των αποδυτηρίων των Μπουλς.
Χωρίς «ίσως», «μπορεί», «πιστεύω πως», «ο κυριότερος από».
«Ήταν ο Χόρας». Επόμενη ερώτηση.
Βλέποντας τον Τζόρνταν που 62 χιλιάδες άνθρωποι πήγαν να δουν στην Ατλάντα, μονίμως κυνηγημένο από ορδές θαυμαστών, περιορισμένο σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, το μυαλό πηγαίνει αυτόματα στο δεύτερο επεισόδιο. Ο Ρόντμαν που είχε πει πως «δεν πληρώνεσαι τόσα πολλά για το μπάσκετ, αυτό είναι το εύκολο. Αλλά για να αντέχεις όσα συμβαίνουν μετά από αυτό».
Μοιάζει δύσκολο να πιστέψει κανείς πως ένας άνθρωπος τόσο εθισμένος στην ιδέα του ανταγωνισμού, ο ίδιος που έπαιζε χιλιάδες δολάρια με τον Χάρπερ και τον Πίπεν αλλά ήθελε να κερδίζει και στα παιχνίδια των λίγων δολαρίων με τον Περντιού και τον Πάξον, αυτός που έπαιζε με κέρματα με την προσωπική του ασφάλεια, κατάφερε σταθερά να ελέγξει το πάθος του για τον τζόγο. Τα μαύρα γυαλιά στην περιβόητη συνέντευξη με τον Αχμάντ Ρασάντ λένε περισσότερα από ότι τα λόγια του.
«Τα μάτια φίλε, δεν λένε ποτέ ψέματα», όπως είχε πει και ο «Σημαδεμένος» του σελιλόιντ.
Μέσα από τα επεισόδια 5&6, παρακολουθήσαμε τον Τζόρνταν να διεκδικεί τον εαυτό του κόντρα στην προαποφασισμένη αντίληψη για τον ίδιο, μαζί και τον απαραίτητο χώρο για να αναπνέει.
«Δεν έκανα τίποτα κακό, δεν παραβίασα νόμους», ξιφουλκεί ο 30χρονος Τζόρνταν. «Τι είναι ακριβώς το “καλό όνομα” που λεκιάζω; Ότι είμαι ο πιο αγνός ανάμεσα στους αγνούς; Ο άνθρωπος που δεν κάνει λάθη»;
Φυσικά όχι. Αλλά εκείνη η διαφήμιση; “Be like Mike”, έλεγε. «Γίνε σαν τον Μάικ».
Τριάντα χρόνια μετά, η παγίδα είναι ακόμα εκεί. Για όλους μας.