Επεισόδιο τρίτο. Πριν ακόμα καθίσεις αναπαυτικά, ο Ντένις Ρόντμαν σου λέει την μεγαλύτερη αλήθεια του:
«Θέλω να βγω εκεί έξω και να μου σπάσουν τη μύτη, να κοπώ. Να συμβεί κάτι που θα μου ξυπνήσει τον πόνο».
Ο έφηβος που είδε την μητέρα του να τον διώχνει από το σπίτι, η απόρριψη που σε στιγματίζει και σε κυνηγά για πάντα, όπως ο Ρόντμαν κυνηγούσε τη μπάλα μετά από ένα άστοχο σουτ. Όταν κανείς έχει νιώσει αυτό, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο, τίποτα ικανό να σε ξυπνήσει εκτός από τον πόνο. Δεν χρειάζεται περισσότερο από δέκα λεπτά για να καταλάβει κανείς γιατί δεν έμπλεξε με τα ναρκωτικά.
Το μεταμορφωσιγενές πέτρωμα του ΝΒΑ δεν ήθελε να διώξει τον πόνο. Τον χρειαζόταν, ήταν μαζί ο δημιουργός και ο καταλύτης του. Από πέτρα σε λάβα και τούμπαλιν.
Ο Ρόντμαν που αντέστρεψε την θεωρία της εξέλιξης. Ξεκίνησε από πεταλούδα για να καταλήξει “worm”, το σκουλήκι. Όταν συνειδητοποίησε πως μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει, η μεταμόρφωση είχε ολοκληρωθεί. Φυσικά δεν θα υπάρξει ποτέ άλλος σαν και αυτόν: ο τύπος πήγε στην Βόρεια Κορέα το 2017 και έκανε δώρο στον Κιμ ένα βιβλίο του Τραμπ, ενώ παλιότερα είχε πει πως “με τον Ντόναλντ μας ενώνουν οι γυναίκες”.
Ακολούθησαν περισσότερα από 95 λεπτά του τρίτου και του τέταρτου επεισοδίου, όμως το θέμα άλλαξε ποτέ. Οι Πίστονς και το βρωμόξυλο, οι Jordan Rules, οι δύο σερί αποκλεισμοί, ο Πίπεν που σηκώνεται λες και δεν τρέχει τίποτα, η φινέτσα του sportsman που αποδέχεται την ήττα και σου σφίγγει το χέρι, ο κακός χαμένος που αποχωρεί γιατί δεν μπορεί να το αντέξει.
Οι περισσότερες από τις ιστορίες των επεισοδίων 3 και 4 είναι γνωστές ακόμη και στους περιστασιακούς γνώστες του ΝΒΑ εκείνης της εποχής: τα «κακά παιδιά» του Ντιτρόιτ, μια μπασκετική συμμορία που επένδυε στο φόβο, ο πρώτος τίτλος, οι ιδιοτροπίες του Ρόντμαν, η σοφία και η διπλωματία του «ζεν μάστερ».
Μέρος της υστεροφημίας του Τζέρι Κράουζ αποκαθίσταται όταν η ιστορία επιστρέφει στα τέλη των ‘80s – η πρόσληψη του Νταγκ Κόλινς και του Τεξ Γουίντερ, η τριγωνική επίθεση που ενστερνίστηκε, η εύρεση του Φιλ Τζάκσον και η μαθητεία δίπλα στον άρχοντα της τριγωνομετρίας του μπάσκετ, αργότερα η κάμψη των αντιρρήσεων όταν απέκτησε τον Ρόντμαν – ακόμα και ο χορός μέσα στο αεροπλάνο. Ο κοντός χοντρούλης δεν ήταν πάντα η ενσάρκωση του κακού, γιατί σπανίως κάποιος είναι μόνο ένα πράγμα.
Adapt or die: η δαρβινική προσαρμογή του Τζόρνταν στην σωματική κυριαρχία των πιστονιών και η απόφαση του να προσθέσει μυϊκή μάζα προκειμένου να απαντήσει με το ίδιο νόμισμα. Λίγο αργότερα, η εξέλιξη ολοκληρωνόταν όταν κατάφερνε να ξεπεράσει τον εαυτό του αρκετά έτσι ώστε να εμπιστεύεται και να εμπνέει τους υποδεέστερους συμπαίκτες του. Το κίνητρο ήταν κάθε χρόνο μεγαλύτερο. Επτά χρόνια χωρίς πρωτάθλημα – χωρίς αυτό ήταν αδύνατον να μπει στην ίδια πρόταση με τον Μάτζικ και τον Μπερντ.
«Πόσο πολύ το θέλεις; Είσαι διατεθειμένος να ρισκάρεις την ακεραιότητα σου για να σκοράρεις μέσα από τη ρακέτα;»
Σχεδόν 30 χρόνια μετά τους τελικούς του 1991, η σχέση Μάικλ – Αϊζάια που παρέμεινε ανεπίδεκτη επιδιορθώσεως, σαν δύο ευθείες που το σημείο τομής τους κράτησε τρία χρόνια και από τότε απομακρύνονται. Ο κοντός που δεν θα παραδεχτεί ποτέ το λάθος, γιατί δεν το βλέπει ως τέτοιο. Θα ήταν σχεδόν αφύσικο να ακυρώσει τον θεμέλιο λίθο των πιο ένδοξων στιγμών του: οι Πίστονς δεν ήταν φτιαγμένοι για να υπερνικούν, αλλά για να υποσκελίζουν.
Τα υπόλοιπα ήταν μπάσκετ, απολαυστικό και γεμάτο αναμνήσεις, αλλά μάλλον όχι αρκετό για να σηκώσει την τρίχα. Αναμένουμε.