Ο Ολυμπιακός κέρδισε καθαρά την ΤΣΣΚΑ γιατί δεν άφησε ούτε για ένα δευτερόλεπτο να αμφισβητηθεί το ποιος το ήθελε πιο πολύ. Η εξαίρεση όμως δεν μπορεί να γίνει ο κανόνας. Γράφει ο Χρήστος Καούρης.
Το κοινό του Σ.Ε.Φ δεν το πολυπίστευε στο ημίχρονο: έμοιαζε ήδη ικανοποιημένο από την αντίσταση που είχε προβάλλει η ομάδα του για ένα ημίχρονο. Επτά άνδρες και ένας έφηβος έπαιζαν κοντά στα όρια τους, ο Παπανικολάου ήταν μια κατηγορία μόνος του, να αγωνίζεται λες και εκπλήρωνε συμβόλαιο τιμής. Η άμυνα του σκοτωμού, με κίνητρο το ένστικτο της επιβίωσης και καύσιμο την υπερηφάνεια είχαν φέρει 15 ρωσικά λάθη – η ομάδα που στο Κάουνας έκανε το πρώτο της φάουλ μετά από 8.5 λεπτά ήταν ίδιο μόνο στο όνομα και τις φανέλες.
Στην επίθεση τα πράγματα ήταν μετρίως μέτρια, αιφνιδιασμοί χάνονταν, δημιουργία από την περιφέρεια ελάχιστη, ο Μπόλντγουιν αδύνατον να διαβάσει, ο Κόνιαρης σπανίως να πράξει χωρίς προηγουμένως να διστάσει. Το σκορ έλεγε 33-34, πίσω έναν, απέναντι σε αντίπαλο που οι ερυθρόλευκοι είχαν μετατρέψει σε καρικατούρα του εαυτού του.
Η ψυχρή λογική έλεγε πως ο λειψός από παίκτες, προσωπικότητα και ταλέντο δεν θα άντεχε άλλα είκοσι λεπτά: η «αρκούδα» θα ξύπναγε από την χειμερία νάρκη και θα έκανε αρκετά για να φύγει νικήτρια από το Φάληρο. Ο Ολυμπιακός την είχε αγουροξυπνήσει, αλλά δεν ήταν καν μπροστά στο σκορ.
Ό,τι συνέβη εφεξής άγγιξε τα όρια του μεταφυσικού, αφού κοτζάμ ΤΣΣΚΑ βγήκε από τα αποδυτήρια και σκόραρε όλους κι όλους τέσσερις πόντους σε δέκα λεπτά αγώνα, σαν την Σιένα του πρώτου δεκαλέπτου το 2011, σε εκείνο το αλησμόνητο 89-41 του Game 1. Παρασυρμένοι οριστικά σε ρυθμό Ολυμπιακού, οι παίκτες του Ιτούδη τράκαραν ο ένας μετά τον άλλο σε τοίχο, αδυνατώντας να κυκλοφορήσουν έστω στοιχειωδώς την μπάλα κόντρα σε μια άμυνα που είχε φανερό στόχο να γίνεται σμήνος απέναντι σε οποιονδήποτε προσπαθούσε να την τρυπήσει.
«Σήμερα ήταν από τις χειρότερες παρουσίες στην ιστορία του συλλόγου, αν όχι η χειρότερη» είπε μετά το ματς ο Ιτούδης, αφού απέδωσε τα του Ολυμπιακού στον Ολυμπιακό: «με λίγους παίκτες δεν έχασε μάχη».
Το Σ.Ε.Φ είχε πια πειστεί πως αυτή δεν ήταν μια συνηθισμένη βραδιά. Η υποψία έγινε ελπίδα. Η ελπίδα, ενθουσιασμός. Ο ενθουσιασμός, φρενίτιδα. Κάθε άμυνα πανηγυρίζονταν λες και έφερνε τους ερυθρόλευκους ένα βήμα πιο κοντά στο φάιναλ-φορ. Για λίγο, το φαληρικό στάδιο είχε απορροφηθεί σε χωροχρονική κάψουλα.
Το αντάρτικο κράτησε ως το φινάλε, αφού άλλο τρόπο δεν είχε ο Ολυμπιακός να λυγίσει μια ομάδα που στα χαρτιά υπερτερούσε όπου και να κοιτούσε κανείς. Ο Τζέιμς πήγε να σκαρώσει ανατροπή, αλλά ήταν αργά για τέτοια ανδραγαθήματα: ο ίδιος ο Αμερικανός έφερε το παιχνίδι στα μέτρα του αντιπάλου με το μονίμως εμπύρετο παιχνίδι του. Σε μια βραδιά που η ΤΣΣΚΑ χρειαζόταν παίκτη – υπολογιστή να πατήσει το κουμπί της επανεκκίνησης, είχε στο τιμόνι αυτόν που βάλθηκε να αποδείξει πως είναι ο καλύτερος κόντρα σε αντιπάλους και λογική. Άλλωστε για τον υπέρ-ταλαντούχο πόιντ γκαρντ δεν υπάρχει μεγαλύτερος αντίπαλος από τον εαυτό του. Εδώ που τα λέμε βέβαια, Χάκετ, Στρέλνιεκς και Μπέικερ πνίγηκαν με τη σειρά τους στα φουρτουνιασμένα χθες νερά του Φαλήρου.
Η λογική λέει πως το εκθαμβωτικό πυροτέχνημα της νίκης επί της ΤΣΣΚΑ θα χρησιμεύσει ως αποκούμπι αισιοδοξίας για τον κόσμο, την ομάδα, την διοίκησή της. Η ψυχρή πραγματικότητα λέει πως ο Ολυμπιακός κατέβηκε στον αγώνα με 9 παίκτες, εκ των οποίων ένας 17χρονος που δεν είχε καμία δουλειά εκεί, τουλάχιστον προς το παρόν. Η συγκινητική αυταπάρνηση και η κατάθεση ψυχής είναι τα συστατικά που κάνουν μια βραδιά συγκλονιστική, αλλά είναι ανώφελο – ως και επικίνδυνο – να περιμένει κανείς πως είναι δυνατόν να περιέχονται στο εβδομαδιαίο μενού κάθε αγωνιστικής.
Ανήμπορος αυτή την περίοδο να κάνει κανονική προπόνηση, ο σύλλογος καλείται να δρομολογήσει τις όποιες διαδικασίες απαιτούνται για την άρση του ban, να βρει τους παίκτες που θα αποκαταστήσουν τις ισορροπίες, να μάθει να παίζει χωρίς τον Σπανούλη, να επιστρέψει σε φυσιολογική, καθημερινή ρουτίνα, να γίνει κοντολογίς μια κανονική ομάδα και στη συνέχεια να σχεδιάσει το μέλλον του.