Ο Νικήτας Αυγουλής θυμάται το μακρινό 2008 που είδε για μία και μοναδική φορά τον Κόμπι Μπράιαντ από κοντά να παίζει μπάσκετ. Εκείνο το βράδυ στο Πόρτλαντ συνέβη κάτι... μαγικό!

Μεγαλώσαμε με τον Τζόρνταν! Σπάγαμε τα γόνατά μας στα τσιμέντα να κάνουμε τη μπασκετική του καρικατούρα κι όταν πια μεγαλώσαμε κι είδαμε το σπορ αλλιώς εμφανίστηκε ο Κόμπι. Τον βλέπαμε ακόμα πιο συχνά από τον Τζόρνταν, αλλάξαμε ομάδα και γίναμε Λέικερς. Η μπασκετική – αθλητική του μαγεία σε τραβούσε σαν υπνωτισμένο. Γιατί τι είναι ρε φίλε το μπάσκετ, τι είναι ο αθλητισμός; Ένα «Ουάου τι έκανε ο τύπος» είναι, κι ο Κόμπι από τα πολλά «ουάου» μας έκανε να μουδιάζουν τα σαγόνια μας… 

Είναι κάποιοι άνθρωποι που σου αφήνουν αποτύπωμα. Δεν θρηνείς τον χαμό τους γιατί ήταν πλούσιοι και πετυχημένοι, θρηνείς γιατί σου έδειξαν πράγματα που μέχρι να τους μάθεις δεν ήξερες αν γίνονται. Βολές π.χ. με κομμένο αχίλλειο δεν θα δεις ποτέ στη ζωή σου, δεν είναι θεαματικό, δεν ήταν καν απαραίτητο, όμως, η αφοσίωση και ο σεβασμός που είχε απέναντι στο άθλημα σε έκαναν να ανατριχιάζεις και όρθιος να τον χειροκροτείς. 

Η δική μου η δουλειά παρά τις πολλές άσχημες στιγμές που έχει, σου παρέχει την ευλογία να ταξιδεύεις να ζεις διαφορετικές εικόνες και να έρχεσαι σε επαφή με διαφορετικούς από σένα ανθρώπους. Η μεγαλύτερη από όλες τις ευλογίες που έχω βιώσει ήταν τον Φεβρουάριο του 2008. Βρέθηκα στο Μπίβερτον του Πόρτλαντ για την παρουσίαση ενός παπουτσιού του. 

Έγιναν πολλά εκείνη την μέρα που θα τα κρατήσω για πάντα στο μυαλό μου, είχα την χαρά να του μιλήσω οκτώ λεπτά και να του κάνω μια μικρή συνέντευξη που τότε είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «All Star Basket». Αυτό που θέλω ωστόσο να καταθέσω και που τότε με έκανε να δακρύσω ήταν το τι ακολούθησε εκείνο το βράδυ στο “Rose Garden” στο Πόρτλαντ. 

Η ομάδα του κέρδισε με 96-83. Το παιχνίδι ήταν αδιάφορο οι Λέικερς ήταν ήδη στα πλέι οφ, ενώ οι Μπλέιζερς ήταν αποκλεισμένοι. Ο Κόμπι είχε 30 πόντους, 9 ριμπάουντ και 7 ασίστ. Δύο λεπτά πριν το τέλος όλο, μα όλο το γήπεδο, μικροί μεγάλοι, άντρες γυναίκες ΟΛΟΙ όρθιοι και με ρυθμό χορωδίας ξεκίνησαν “M V P – M V P” για τον αντίπαλο, για εκείνον που συνέχιζε ενώ εκείνοι τελείωναν.

Για έναν Έλληνα σαν κι εμένα αυτό που ζούσα εκείνη τη στιγμή σε αυτό το γήπεδο ήταν κάτι τρομακτικά συγκινητικό. Ήταν η πρώτη φορά στην ζωή μου, ακόμα και στην επαγγελματική που ο αντίπαλος σε ανάγκαζε τόσο πειθήνια να τον χειροκροτήσεις, να τον αποδεχτείς και να τον στηρίξεις. 

Αυτό που συνέβη είναι φρικτό, είναι ακαταλαβίστικο. 
Κόμπι όλοι όσοι αγαπάμε το μπάσκετ μέσα μας όρθιοι σε χειροκροτούμε και πάντα όταν θα έρχεσαι στο μυαλό μας ψιθυριστά αλλά ρυθμικά θα φωνάζουμε αυτά τα τρία γράμματα: 

 M V P – M V P – M V P – M V P