Όσοι είναι άνω των 50 ετών και έχουν ακούσει έστω και μια φορά τα αρχικά ΝΒΑ ξέρουν πολύ καλά ότι ο Μάτζικ και ο Μπερντ ήταν οι πρώτες αγάπες και αυτοί που μας μύησαν στον μαγικό κόσμο του επαγγελματικού πρωταθλήματος, ο Τζόρνταν αντιπροσώπευε τη νεότητα μας, ο Λεμπρόν την ωριμότητα μας και ο Κόμπε απλά τα καλύτερα μας χρόνια. Αυτά μοιάζει να έφυγαν μαζί με τον χαμό του.
Το μαύρο μαντάτο ήταν τόσο ξαφνικό που αρχικά έμοιαζε απίστευτο. ‘’Σε κλείνω, βγήκε μια είδηση ότι πέθανε ο Κόμπι’’, μου είπε στο τηλέφωνο ο Καούρης πάνω που σκοτείνιαζε το βράδυ της Κυριακής. Η πρώτη μου ενστικτώδης σκέψη ήταν ‘’εντάξει, μωρέ, στην εποχή των hoax ζούμε, πάλι κάποιος βλάκας θα έβγαλε μια ανόητη φήμη’’. Πέντε λεπτά αργότερα, ήξερα ότι αυτή τη φορά ήταν αλήθεια. Τα τελευταία 6-7 χρόνια που έχω λογαριασμό στο τουίτερ δεν το είχα ξαναδεί. Το τουίτερ ‘’έπεφτε’’ κάθε πέντε λεπτά και τα σχόλια για τον Κόμπι έμοιαζαν με κατακλυσμό. Μέσα σε λιγότερο από 10 λεπτά πάνω από 2,5 εκατομμύρια σχόλια είχαν το όνομα και αδυνατώ πλέον να μαντέψω που έχει φτάσει αυτό το νούμερο. Προφανώς και η απώλεια ενός θανάτου δεν μετριέται σε εκατομμύρια σχολίων στο ίντερνετ αλλά αυτό από μόνο του μας δίνει ένα μικρό μετρήσιμο δείγμα της επίδρασης του σε εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη. Το είπαμε…Ο Κόμπι ήταν τα καλύτερα μας χρόνια.
Αθεράπευτα και αδιόρθωτα Τζορνταντικός ο υπογράφων. Έχοντας την τύχη να περιγράψω από την Αμερική και όχι από ένα μικρό μπουθ 2Χ2 δύο σειρές τελικών το 2000 και το 2001 αλλά και το all star game του 2001 στην Ουάσινγκτον θυμάμαι ότι σε κάποια από όλες αυτές τις μεταδόσεις υποχρεώθηκα να πω κάτι αδιανόητο για τις απόψεις μου: ‘’Είναι ότι πιο κοντινό υπάρχει στον Τζόρνταν’’. Και αυτό ήταν ο Κόμπι. Δεν ήταν ο επόμενος Τζόρνταν γιατί όλη αυτή η μυθολογία για τον ‘’επόμενο κάτι’’ είναι απλά κατασκεύασμα του μάρκετινγκ. Ήταν ο Κόμπι. Με εκείνο το μοναδικό αίσθημα ανταγωνισμού, ο τύπος που δεν ήθελε απλά να κυριαρχήσει και να πάρει πρωταθλήματα αλλά να αποδείξει ότι είναι ο καλύτερος και δεν έχει αντίπαλο. Ακόμη και στο τελευταίο παιχνίδι της καριέρας του όταν βγήκε στο γήπεδο όχι σαν υποψήφιος πρώην μπασκετμπολίστας. Και πολύ απλά σκόραρε 60 πόντους. Ακριβώς αυτό το ένστικτο ξεχωρίζει τους μεγάλους αθλητές από τους θρύλους. Και ο Κόμπι πέρα από τα μπασκετικά γονίδια που του κληρονόμησε ο επίσης μπασκετμπολίστας πατέρας είχε αυτό το ένστικτο στον ανώτερο βαθμό. Δεν ήταν ο τυπικός παίκτης που έβγαινε κάθε βράδυ, για 82 βράδια στο παρκέ για να κάνει απλά τη δουλειά του και να γυρίσει ευχαριστημένος στο σπίτι του. Η αλήθεια είναι ότι παρότι βρέθηκα όλα εκείνα τα χρόνια σε μικρή απόσταση από τα κατορθώματα του δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να του μιλήσω, να του πάρω μια συνέντευξη. Στην πραγματικότητα όπως μου έλεγαν άνθρωποι που τον ήξεραν πολύ περισσότερο ήταν πολύ σύνθετος σαν χαρακτήρας και ελάχιστοι μπορούν να υποστηρίξουν ότι τον γνώριζαν καλά. Ήταν θέμα χαρακτήρα, ήταν επιλογή του, λίγοι μπορούν να απαντήσουν.
Προφανώς και είχε τις δικές του ‘’γκρίζες’’ ζώνες. Θυμάμαι ακόμη στη διάρκεια των τελικών κόντρα στους Σίξερς, όταν επέστρεψε στη γενέτειρα πόλη του, στη Φιλαντέλφια, ένας πρώην συμπαίκτης του στο γυμνάσιο είχε δώσει μια συνέντευξη σε τοπική ιστορία. Και έλεγε ότι πολλές φορές ο Κόμπι δήλωνε τραυματίας πριν από ένα παιχνίδι, καθόταν για ένα ολόκληρο ημίχρονο στον πάγκο και έπαιζε στο δεύτερο για να σκοράρει 40-45 πόντους και να ανατρέψει το σκορ που συνήθως ήταν σε βάρος της ομάδας του. Μπορεί και να ήταν αλήθεια. Αλλά ακόμη και αυτό προσθέτει λίγο παραπάνω νερό στον μύλο του μύθου του. Όπως ακριβώς και οι κόντρες με τον Σακίλ στο πρώτο στάδιο της καριέρας του, η απείθαρχη φύση του στο αρχικό στάδιο της συνεργασίας του με τον Φιλ Τζάκσον, οι ίντριγκες που αποκάλυπταν τα μίντια όταν ήρθε η ώρα οι Λέικερς να απαντήσουν στο δίλημμα ‘’Σακίλ ή Κόμπι’’. Την καριέρα του πάντοτε σκίαζε η υπόθεση βιασμού του 2004 την οποία πολλοί αντιμετώπισαν σκωπτικά όπως και την απόφαση του να ενδώσει στον κόσμο του…..τατουάζ κτυπώντας στα μπράτσα του το όνομα της γυναίκας του και της μεγαλύτερης από τις τέσσερις κόρες του την οποία χαρακτήριζαν υποκριτική. Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς γκρίζες ζώνες και οι σούπερ σταρ δεν αποτελούν την εξαίρεση. Ο Κόμπι δεν ήθελε να είναι μοντέλο, ήθελε να είναι ο παίκτης που θα έβγαινε κάθε βράδυ στο γήπεδο και θα κέρδιζε. Και ήθελε να είναι ο καλύτερος. Κατάφερε να γίνει ο καλύτερος της εποχής του.
Θυμάμαι πίσω στο 1997 στο πρώτο μου ταξίδι στις ΗΠΑ με μια εκλεκτή Ελληνική μπασκετική παρέα βλέπαμε σε ένα σπορτ καφέ της Νέας Υόρκης τον 5ο ημιτελικό Λέικερς-Γιούτα στην τηλεόραση. Ήταν το πρώτο αληθινά μεγάλο παιχνίδι στην καριέρα του. Οι Λέικερς έκαναν μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ανατρέψουν το 1-3 και είχαν πάει το ματς στην παράταση και ο Σακιλ είχε αποβληθεί με έξι φάουλ. Ο 18χρνος Κόμπι πήρε θαρραλέα όλα τα κρίσιμα σουτ και έκανε τέσσερα air ball. Οι Λέικερς έχασαν και αποκλείστηκαν και περάσαμε τις επόμενες δύο ώρες διαφωνώντας μεταξύ μας αν έπρεπε ή όχι να πάρει αυτές τις προσπάθειες. Δεν θυμάμαι ποιος έλεγε και τι έλεγε αλλά θυμάμαι ότι έκλεισα τη βραδιά λέγοντας ‘’ΟΚ πάμε για ύπνο τώρα. Και μόνο που μας έκανε να ασχοληθούμε για δύο ώρες μαζί του σημαίνει ότι ο τύπος κάτι αξίζει’’! Το είχε αντιληφθεί πρώτος και πριν από όλους ο Τζέρι Γουέστ όταν μερικούς μήνες αργότερα είχε ‘’θυσιάσει’’ στο ντραφτ του 1996 τον αγαπημένο της εξέδρας Βλάντε Ντίβατς για να πείσει τους Χόρνετς να διαλέξουν στο νούμερο 13 τον νεαρό που δεν είχε παίξει ποτέ ούτε ένα κολεγιακό αγώνα στη ζωή του. Οι άνθρωποι των Χόρνετς παραδέχτηκαν αργότερα ότι δεν ήξεραν καλά καλά ποιος ήταν ο Μπράιαντ. Στην επόμενη εικοσαετία ο Κόμπι έκτισε βήμα βήμα τον μύθο του, ακολούθησε τα χνάρια του Τζόρνταν, κέρδισε πέντε πρωταθλήματα, έπαιξε πάνω από 1500 ματς στο ΝΒΑ, σκόραρε πάνω από 30.000 πόντους αλλά το βασικότερο και το κυριότερο είναι κάτι που δεν περιλαμβάνεται σε αριθμούς και νούμερα. Έκανε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να μάθουν ή να αγαπήσουν λίγο παραπάνω το μπάσκετ, αμέτρητο αριθμό παιδιών να βάλουν την εικόνα του στην αρχική οθόνη των τηλεφώνων τους και να θελήσουν με μια μπάλα στα χέρια να μιμηθούν τις κινήσεις του που έμοιαζαν να αψηφούν το νόμο της βαρύτητας. Τον ίδιο νόμο που ο ίδιος κορόιδευε και τον νίκησε στην τελευταία μοιραία πτήση της καριέρας του. Ο Κόμπι έφυγε μαζί με μια από τις αγαπημένες του κόρες. Όπως είχε γράψει σε ένα πρόσφατο μήνυμα που αποκάλυψε η ρεπόρτερ του ESPN Τζάκι Μακ Μιούλαν ‘’θα σου κάνω τη χάρη που θες αλλά σε μερικές εβδομάδες, είμαι πολύ απασχολημένος με τις κόρες μου’’. Ο Black Mamba έφυγε νέος αλλά μας άφησε μια μεγάλη κληρονομιά και ένα θρύλο που θα μείνει ζωντανός πολύ περισσότερο από τον ίδιο.