Πρέπει να ήταν πίσω στο 1976. 43 ολάκερα χρόνια πίσω όταν άκουσα για πρώτη φορά το όνομα Θάνος Μικρούτσικος. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Πρέπει να ήταν πίσω στο 1976. 43 ολάκερα χρόνια πίσω όταν άκουσα για πρώτη φορά το όνομα Θάνος Μικρούτσικος. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δε θυμάμαι καν πως είχε φτάσει εκείνη η κασέτα στα χέρια μου, ούτε ποιος μου την είχε δώσει. ‘’Σιγά μην ακούσω ελληνική μουσική’’, είπα μέσα μου και την παράτησα για λίγο καιρό. Οι πιτσιρικάδες της εποχής ανακαλύπταμε με χρονοκαθυστέρηση τη ροκ μουσική μέσα από τις εκπομπές του Πετρίδη στο κρατικό ραδιόφωνο και οτιδήποτε με ελληνικούς στίχους δε μας αφορούσε. ΄Άγνωστο πως και κάτω από ποιες συνθήκες η ταπεινή κασέτα βρήκε κάποια στιγμή το δρόμο για το General Electric, κασετόφωνο δώρο συγγενών από την Αμερική. Όταν άκουσα τον ‘’Μικρόκοσμο’’ με τη συγκλονιστική φωνή της Μαρίας Δημητριάδου το σοκ έμοιαζε μεγαλύτερο από ηλεκτρικό. Κάπως έτσι έμαθα ότι ένας Έλληνας συνθέτης είχε τολμήσει το αδιανόητο. Να μελοποιήσει ποιήματα ενός Τούρκου ποιητή του Ναζίμ Χικμέτ. Κάπως έτσι στην επόμενη βόλτα στα λιγοστά βιβλιοπωλεία του κέντρου αναζήτησα ένα βιβλίο με ποιήματα του Χικμέτ και μάλιστα σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου και το φύλαξα σαν κόρη οφθαλμού. Καλώς όρισες στον κοσμο των ποιητών μικρέ έπρεπε να γράφει η πρώτη λευκή σελίδα. 

Μετά από μερικά χρόνια ήρθε ο Σταυρός του Νότου. Ο Θάνος μάθαινε στη γενιά μου και τον Καββαδία. Από τους αλυσοδεμένους ανθρώπους που τους ‘ μποδίζαν να βαδίζουν βγήκαμε στα ανοιχτά πέλαγα για να φτάσουμε εκεί που φτάνουν οι γραμμές των οριζόντων.  Ο Μικρούτσικος είχε αποκτήσει στα δικά μου μικρούτσικα μάτια την εικόνα ενός τύπου bigger than life. Με κάθε καινούργια του δουλειά μου μάθαινε και ένα νέο όνομα: Μπρεχτ, Τριπολίτης, Μαγιακόβσκι.

Πολλά χρόνια αργότερα μου έλαχε να τον γνωρίσω προσωπικά. Ένα βράδυ στον Σταυρό του Νότου που έπαιζε μαζί με τον Θηβαίο. ‘’Πάμε να του πούμε μια καλησπέρα’’ μου είπε ο Φίλιππος που τον συνέδεε μια πολύ στενή φιλία με τον Μικρούτσικο. Πιστός στο τελετουργικό και το πρωτόκολλο που λάτρευε ο Μικρούτσικος και το οποίο θα ακολουθούσε και η αφεντιά μου τα πολλά επόμενα χρόνια. Μετά από κάθε εμφάνιση, από κάθε συναυλία ο Θάνος ήταν εκεί και περίμενε. Φίλους και γνωστούς. Με ανοιχτές αγκαλιές και μια κουβέντα για όλους. Κυρίως όμως για να του απαντήσουν σε μια ερώτηση σταθερή και απαραίτητη. ‘’Σου άρεσε απόψε;’’. Ο μεγαλύτερος Έλληνας συνθέτης έκρυβε μέσα του την καρδιά, το κέφι και το μεράκι πρωτοεμφανιζόμενου. Στην καταφατική απάντηση το χαμόγελο του γέμιζε τον χώρο.

Εκείνο το βράδυ όταν διαβήκαμε με τον Φίλιππο Συρίγο τη μικρή πόρτα που οδηγούσε στα καμαρίνια ούτε μπορούσα να φανταστώ τι με…περίμενε. ‘’Μου έφερες την….εγκυκλοπαίδεια’’, του είπε γελώντας και γύρισε προς το μέρος μου σαν να με ήξερε χρόνια. ‘’Για να δω τι ξέρεις απέξω και χωρίς….σκονάκι. Πες μου την πεντάδα της μεγάλης ομάδας του Τρίτωνα’’. ‘’Βάλτου ένα πιο δύσκολο, ρε Θάνο’’, μπήκε στη μέση γελώντας ο Φίλιππος. Καθόμουν δίπλα σε δύο γίγαντες, καθένας στο είδος του και μου έκαναν τεστ γνώσεων! Εγώ ήθελα να του πω ‘’καλέ μου άνθρωπε σε ευχαριστώ που μου άνοιξες τα μάτια και με έκανες να αγαπήσω τον Χικμέτ, τον Μπρεχτ, τον Καββαδία και τόσους άλλους’’.  Αντ’ αυτού σχεδόν μηχανικά απάντησα: ‘’Μουρούζης, Μαρκολέφας, Κοντουβουνήσιος, Χρηστέας’’ και…κόλλησα στον πέμπτο, τον πιο εύκολο, τη μεγαλύτερη μεταγραφή εκείνης της εποχής. ‘’Καλός είσαι αλλά ξέχασες τον Οικονόμου’’, μου είπε με ένα σχεδόν πατρικό χάδι στο μάγουλο.

Κάπως έτσι έμαθα ότι ο Μικρούτσικος λάτρευε το μπάσκετ, παρακολουθούσε αγώνες για δεκαετίες ολόκληρες και δήλωνε Παναθηναϊκών φρονημάτων. Κάπως έτσι μετά τις δεκάδες φορές που τον είχα δει και ακούσει πήγαινα με τη σειρά μου στα καμαρίνια ή στους χώρους που εμφανιζόταν για να τον ευχαριστήσω για μια ακόμη υπέροχη βραδιά. Κάθε βραδιά ήταν υπέροχη και διαφορετική και ας ήξερα ότι πολλά πράγματα δεν άλλαζαν. Μετά το διάλειμμα θα ανέβαινε μόνος του στη σκηνή θα άναβε τελετουργικά την πίπα του, θα καθόταν μπροστά στο πιάνο και θα έπαιζε το τραγούδι που λάτρευε: Τους επτά νάνους. Πάντα με μια διαφορετική εισαγωγή με μια καλά δουλεμένη διασκευή της μουσικής. Αυτή την εισαγωγή την έχω ακούσει με παραλλαγές που ξεκινούσαν από τον Χατζιδάκη και έφταναν στους Ρόλινγκ Στόουνς. Και στο τέλος την ώρα που ο κόσμος του χάριζε το χειροκρότημα που τον έθρεφε έφερνε το χέρι του στο μέρος της καρδιάς, εξουθενωμένος και κάθιδρος από τη δεκάλεπτη εκτέλεση θέλοντας να πει ‘’σας έχω όλους στην καρδιά μου’’ ή ‘’’άντεξε η καρδιά μου και απόψε’’. Τον έχω δει και ακούσει όπου βάζει ο νους του ανθρώπου: Στο Μέγαρο αλλά και σε κάμπινγκ της Χαλκιδικής, σε παλιές φυλακές στην Κρήτη και στον Σταυρό του Νότου, στο Θέατρο Βράχων αλλά και στην παλιά πόλη της Ρόδου. Ένα βράδυ στο αρχαίο κάστρο της Μυτιλήνης αφιέρωσε τους Επτά Νάνους στις δύο κόρες μου που τις είχε γνωρίσει λίγο πριν τη συναυλία και τους είχε στήσει ψιλοκουβεντολόι για δέκα λεπτά, προτρέποντας μάλιστα από σκηνής τη μικρότερη ‘’να μην παρατήσει ποτέ τις σπουδές του πιάνου και όταν μεγαλώσεις με το καλό να έρθεις να παίξεις δίπλα μου’’. Κάπως έτσι μετά τον πατέρα αγάπησαν και οι κόρες τους στίχους του Καββαδία. Μετά τη συναυλία είχα ένα ακόμη λόγο να του πω το καθιερωμένο ”ευχαριστώ”.

Το 2007 δύο τρία λεπτά μετά την απίστευτη νίκη της εθνικής στον προημιτελικό του Ευρωμπάσκετ επί της Σλοβενίας είδα στο καντράν του κινητού μου το όνομα του. ‘’Δεν έχω χρόνο. Είμαι στην Ξάνθη για συναυλία και αρχίζω σε τρία λεπτά. Πες μου ότι είναι αλήθεια. Νικήσαμε; Το άφησα το ματς όταν χάναμε με 18 πόντους. Πώς έγινε αυτό;’’. Όταν στα γρήγορα του εξήγησα πως είχε γίνει το -18 μέσα σε οκτώ λεπτά +1 με το καλάθι του Παπαλουκά σχεδόν βουρκωμένος μου είπε: ‘’Να πεις στα παλικάρια ότι απόψε όλη η συναυλία μου είναι αφιερωμένη σε αυτούς. Και να το πάρουν το Κύπελλο την Κυριακή. Και ότι του αγαπάμε για όσα κάνουν για το μπάσκετ’’. Και στο στούντιο της Nova τον είχε φέρει ένα βράδυ ο Φίλιππος. Και την επόμενη έβγαλε ανακοίνωση διαμαρτυρίας ο Ολυμπιακός για κάτι που είπε! Εδώ είχε ανοίξει την πόρτα του γραφείου του και είχε παραιτηθεί από υπουργός επειδή απλά διαφωνούσε (κάτι που δε θυμάμαι να έχουν κάνει και πολλοί στην πολιτική ιστορία του τόπου μας) δε θα έλεγε σε μια τηλεοπτική εκπομπή τη γνώμη του;

Μόνο μια φορά αρνήθηκα να πάω σε συναυλία του. Εκείνη τη μεγάλη, την τελευταία μεγάλη στο Θέατρο Βράχων. Παρότι είχα αγοράσει εισιτήρια αποφάσισα να καθίσω σπίτι μου. Ένιωθα ότι δεν ήταν απλά μια συναυλία αλλά ένας αποχαιρετισμός για αυτό που ερχόταν αφού ήδη ήταν γνωστό το πρόβλημα υγείας του. Αρνιόμουν να δεχτώ ότι μπορεί να ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπα και προτίμησα να καθίσω σπίτι μου. ‘’Δεν πειράζει, θα παίξει πολλές φορές ακόμη. Σιγά μην είναι η τελευταία’’, έλεγα μέσα μου. Ακόμη δεν ξέρω αν έκανα το σωστό.

Ο Θάνος έφυγε όχι ‘’πρώτο ταξίδι για το Νότο’’ αλλά το στερνό ταξίδι για την αθανασία. Μια αθανασία που είχε το σπάνιο προνόμιο να την απολαύσει εν ζωή όπως όλοι οι σπουδαίοι στο είδος τους.  Έμεινε όμως η μουσική και η πολιτιστική κληρονομιά του σε μια χώρα που ποτέ δεν είχε την πολυτέλεια να χάνει δημιουργούς μεγαλύτερους από την ίδια τη ζωή. Και ας μου επιτραπεί χωρίς στάλα αντικειμενικότητας αλλά με τα μάτια και το μυαλό που μου άνοιξαν τα τραγούδια του πριν από 43 χρόνια  να δηλώσω ότι χθες έχασε τον μεγαλύτερο όλων. Αλλά πάνω από όλα ένα σπουδαίο άνθρωπο που όταν στεκόσουν δίπλα του ένιωθες πολύ μικρός, πολύ ασήμαντος και (για να δανειστώ τους στίχους του Χικμέτ) ένα άνθρωπο που ήξερε μοναδικά να σου μαθαίνει όλα εκείνα ‘’τα εκπληκτικά, τα επιβλητικά, τα μυστηριακά και τα μεγάλα’’. Και η μουσική του θα είναι πάντα εδώ για να δίνει νόημα στις μικρές νοθείες των ονείρων μας, να μας ταξιδεύει στην Πέργαμο, στην Μπαστιά και όπου αλλού έφτανε η φαντασία των αγαπημένων, του, ποιητών. Τον Θάνο τον πήρε για ταξίδι μια σειρήνα και άφησε σε μας μια πικρία που μας ματώνει ανείπωτη.