Η εθνική ομάδα τελείωσε τον κύκλο των φιλικών αγώνων επί ελληνικού εδάφους μάλλον πιο προβληματισμένη από ότι ξεκίνησε την προετοιμασία. Λίγο πριν πετάξει για την Κίνα όπου θα ολοκληρώσει τα φιλικά με ένα τουρνουά προσαρμογής στις συνθήκες της μακρινής χώρας τα δεδομένα έχουν αλλάξει ριζικά σε σχέση με το ξεκίνημα της προετοιμασίας.
Το μεγάλο πρόβλημα βεβαίως δημιουργήθηκε με τον τραυματισμό του Κώστα Σλούκα που αυτόματα επηρεάζει καθοριστικά τόσο τη λειτουργία της περιφέρειας όσο και το rotation στις θέσεις των γκαρντ.
Το μεγάλο πρόβλημα που αφήνει η απώλεια (;) του Σλούκα είναι πολλαπλό. Αφενός ποιοτικό αφού όποια άλλη λύση υπάρχει δεν είναι το ίδιο ποιοτική με τον γκαρντ της Φενέρ και αυτόματα ο Σκουρτόπουλος έχει δύο επιλογές: Η να εμπιστευθεί άπειρους παίκτες όπως ο Λαρεντζάκης ή ο Κόνιαρης περισσότερη ώρα ή να καταφύγει σε λύσεις με ψηλά σχήματα κατεβάζοντας φόργουορντ στο ‘’2’’.
Το δεύτερο κομμάτι και οι ψηλές πεντάδες έδειξε ότι είναι κάτι που εμπιστεύεται και υπήρχε ούτως ή άλλως στα πλάνα του και πριν τον τραυματισμό του Σλούκα. Πλέον όμως είναι κάτι που γίνεται αναγκαιότητα ανεξάρτητα αντιπάλου και όχι μια επιλογή που απλά βολεύει σε πολύ συγκεκριμένους αγώνες.
Ο τραυματισμός του Αθηναίου πρόσθεσε ένα ακόμη πονοκέφαλο και μείωσε ακόμη περισσότερο τις λύσεις που έχει ο Σκουρτόπουλος στη γραμμή των περιφερειακών. Η επιστροφή του Μάντζαρη στην ουσία φέρνει απλά μια ισορροπία λύσεων αλλά και πάλι οι ευθύνες που θα πέσουν πάνω στον Καλάθη παραμένουν μεγάλες. Ο Νικ καλείται να κάνει ένα καλοκαίρι αντίστοιχο με τον….χειμώνα. Τριάντα λεπτά στο παρκέ και όσο…αντέξει!
Από εκεί και πέρα οι πέντε αγώνες της ελληνικής ομάδας ανεξάρτητα από τους αντιπάλους άφησαν πάνω κάτω την ίδια….γεύση! Προφανώς και όσο θετικά έδειξε η εθνική στην Κρήτη την ακολούθησαν και στο ΟΑΚΑ. Το ίδιο όμως ισχύει και τα για τα μειονεκτήματα που δεν λύθηκαν σε εύρος πέντε αγώνων και απέναντι στην Σερβία φάνηκαν, λόγω ποιότητας αντιπάλου, ακόμη περισσότερο.
Οι Σέρβοι παίζοντας την πιο κλειστή άμυνα που αντιμετώπισε η εθνική αλλά σίγουρα όχι τη μοναδική που θα βρει στο δρόμο της έδειξαν στον μέγιστο βαθμό που πονάει η εθνική.
Μείωσαν αισθητά τη δραστηριότητα του Αντετοκούνμπο (θυμίζοντας σε λογική τον τρόπο που τον αντιμετώπισαν οι Σέλτικς στο ξεκίνημα της φετινής σειράς πλέι οφ) και έδωσαν απλόχερα τα μακρινά σουτ στην εθνική ομάδα.
Τα 13 τρίποντα μπορεί να μοιάζουν ένας πολύ εντυπωσιακός απολογισμός αλλά οι αντίστοιχες 38 προσπάθειες που πήραν οι διεθνείς δεν είναι ενθαρρυντικό νούμερο.
Φυσικά όσα ζητήματα έχει η εθνική ομάδα στο μισό γήπεδο και ήταν ορατά ακόμη και απέναντι σε μικρού επιπέδου αντιπάλους στην Κρήτη συνεχίζουν να υπάρχουν και δυστυχώς θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Με Καλάθη και Αντετοκούνμπο να έχουν ως βασικό (και μάλλον μοναδικό) μειονέκτημα του παιχνιδιού τους το μακρινό σουτ μόνο κάποιος αδαής του πάγκου θα παίξει ανοιχτά την εθνική ομάδα.
Ξέραμε, ότι θα ζήσουμε και θα πεθάνουμε και στην Κίνα με το μακρινό σουτ και αυτό ούτε άλλαξε, ούτε θα αλλάξει. Από τη στιγμή που το ελληνικό μπάσκετ δεν έχει βρει την τελευταία δεκαετία ούτε ένα μακρινό σουτέρ μεγάλης κλάσης τα δεδομένα δεν έχουν διαφοροποιηθεί.
Ένα ακόμη μάλλον απρόσμενο πρόβλημα που εμφανίσθηκε πολύ έντονα ειδικά στον αγώνα με τους Σέρβους ήταν τα ριμπάουντ. Μάζεψαν 17 περισσότερα και πήραν 12 επιθετικά, ένα πρόβλημα που είχε η εθνική και απέναντι στην Ιταλία! Κάτι που σίγουρα μπορεί να λυθεί αφού ειδικά στους ψηλούς σχηματισμούς πεντάδας υπάρχουν μεγάλα κορμιά.
Φυσικά, για όλες τις ομάδες του κόσμου και όχι μόνο για τη δική μας εθνική το ριμπάουντ δεν έπαψε ποτέ να είναι ομαδική υπόθεση και όχι αποκλειστική ευθύνη των ψηλών. Υποθετικά μιλώντας και παρότι έχουμε μεγάλο δείγμα αγώνων για ανάλυση στη διάθεση μας αυτό είναι ένα αγκάθι που μπορεί να βγει ανώδυνα από τα πλευρά της ομάδας.
Ακόμη ένα ζήτημα που έχει προκύψει μάλλον από το….πουθενά είναι τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά στις βολές. Είναι απίθανο η εθνική να κερδίζει τον ίδιο (μεγάλο) αριθμό βολών σε παιχνίδια που δεν θα σφυρίζουν Έλληνες διαιτητές αλλά το θέμα δεν είναι προφανώς ποσοτικό.
Με τα ποσοστά των διεθνών μας να κυμαίνονται σταθερά κάτω από το 70% οι βολές μπορούν να αποτελέσουν ένα σημαντικό καταλύτη. Απέναντι στη Σερβία στην παράταση χάθηκαν μπόλικες σημαντικές βολές. Και αν μια ήττα σε ένα φιλικό παιχνίδι όχι μόνο δεν βλάπτει αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις κάνει καλό με την ανάλογη διαχείριση σε ένα νοκ άουτ παιχνίδι του παγκοσμίου 7-8 χαμένες βολές μπορεί να μας πονέσουν και μάλιστα πολύ.
Ενδεχόμενα όμως αυτό είναι και ένα καθαρά ‘’τεχνητό’’ πρόβλημα που μπορεί να τύχει αυτόματης λύσης.
Ο Αντετοκούνμπο είναι ο παίκτης που κερδίζει και θα συνεχίσει να κερδίζει σταθερά τις περισσότερες βολές από κάθε άλλο διεθνή. Το δικό του 60% έριξε χαμηλά το συνολικό ποσοστό. Αν φτάσει όχι σε εξωφρενικά επίπεδα αλλά κοντά στο 75% το αντίστοιχο νούμερο στην Κίνα (αυτό δηλαδή που είναι το ποσοστό καριέρας του στο ΝΒΑ) τότε το πρόβλημα θα εξαλειφθεί σχεδόν αυτόματα και το συνολικό ποσοστό της εθνικής θα αυξηθεί κατακόρυφα και γεωμετρικά.
Συμπερασματικά: Η εθνική δεν έλυσε στην ουσία κανένα από τα δεδομένα προβλήματα της. Απέκτησε κυρίως από αστάθμητους παράγοντες μερικά παραπάνω στο Ακρόπολις. Κάποια απ΄ αυτά λύνονται, κάποια θα λυθούν, αν λυθούν, δυσκολότερα. Συνεχίζουμε όμως να κρατάμε ένα παράγοντα που έμεινε αναλλοίωτος. Το είδαμε δια ζώσης στην Κρήτη, ήταν φανερό όμως και από την τηλεοπτική εικόνα στα τρία επόμενα παιχνίδια. Για πρώτη φορά μετά από 7-8 χρονιά τα αποδυτήρια δείχνουν να είναι ΄΄καθαρά’’ και χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Και αυτό από μόνο του αποτελεί ένα σημαντικό λόγο αισιοδοξίας. Εννοείται ότι δεν θα μπουν περισσότερα ελεύθερα σουτ, ούτε θα βρεθούν λύσεις στις επιθέσεις μισού γηπέδου αλλά η παράδοση και το DNA αυτής της ομάδας λέει ότι όποτε έμεινε ενωμένη βρήκε τον δρόμο της.