Ένα βράδυ στο Βερολίνο βρέθηκα στο μπροστινό κάθισμα ενός ταξί που οδηγούσε ένας μεσήλικας Γερμανός, περισσότερο στα εξήντα-έλα παρά στα πενήντα-φεύγα. Η πρώτη ερώτηση του ήταν αν είμαστε Σουηδοί, σκιάχτηκα, «αν μας βλέπει ξανθούς αυτός, τι χρώμα βλέπει το κόκκινο στο φανάρι;».
Μια ερώτηση μου για το τείχος ήταν σαν κέρμα στο τζουκ – μποξ: ο γλυκύτατος οδηγός μας ξεκίνησε να λέει ιστορίες στα άτσαλα γερμανοαγγλικά του. Έτσι λοιπόν έμαθα ότι τη δεκαετία του ’70 στην Ανατολική Γερμανία μπορούσες να αγοράσεις αυτοκίνητο, το Trabant,αν είχες τα απαραίτητα χρήματα. Έκανες την παραγγελία, το πλήρωνες και περίμενες να το παραλάβεις.
Επειδή όμως η παραγωγική διαδικασία στη χώρα ήταν σε βρεφονηπιακό επίπεδο, το αυτοκίνητο σου ερχόταν, αστραφτερό και καλογυαλισμένο, μετά από δέκα χρόνια. Αλήθεια τώρα, καμία πλάκα. Χρειαζόταν να περιμένεις ως και μια δεκαετία για να καταφέρεις να το οδηγήσεις. Αν δε πάθαινε κάποια βλάβη, έκανες το σταυρό σου για ανταλλακτικό.
Έ λοιπόν, ένα τέτοιο πράγμα ήταν εδώ και μια οκταετία η ΤΣΣΚΑ Μόσχας. Με εκκίνηση τον έκτο τίτλο του 2008, οι Μοσχοβίτες είχαν κάνει την παραγγελία τους και περίμεναν. Κατά τη διάρκεια της αναμονής που έλαβε τέλος μετά τον μαγευτικό τελικό της Mercedes – Benz Arena, οι Μοσχοβίτες δεν έχαναν ποτέ την ευρηματικότητα τους όταν χρειάζονταν να βρουν τον τρόπο με τον οποίο θα έχαναν ένα παιχνίδι.
Βερολίνο 2009, χαμένο σουτ στο φινάλε, τίποτα το μεμπτό εδώ. Κωσταντινούπολη 2012, παρέλαση ως το +17, αλλά Σισκάουσκας και Κιριλένκο και Σβεντ και Τεόντοσιτς χάνουν από τους ερυθρόλευκους καμικάζι. Μιλάνο 2014, ο Βίκτορ Χριάπα πασαλείβει τα χέρια του με γράσο, χάνει τη μπάλα μέσα από τα χέρια του, λέι-απ Ράις, χαίρεται. Μαδρίτη 2015, μπροστά σε όλο το παιχνίδι με τον Ολυμπιακό, δεν μπορούν να το τελειώσουν, χτυπάει το ξυπνητήρι Σπανούλης, πάλι τα ίδια.
Ο Ράις έγραψε τη σκέψη όλων μας όταν η διαφορά συρρικνωνόταν μέχρι να φτάσει σε οριακό επίπεδο: «Μη μου πείτε ότι θα συμβεί πάλι».
Don’t tell me this is going to happen again..
— Tyrese Rice (@ReseRice4) 15 Μαΐου 2016
Από κοντά και ο Ντιλέινι: «Αν η ΤΣΣΚΑ το πετάξει…»
If Cska trick this off ????
— malcolm delaney (@foe23) 15 Μαΐου 2016
…και ο Τρεμέλ Ντάρντεν: «Η ΤΣΣΚΑ θα πρέπει να σκέφτεται: όχι πάλι…»
CSKA has to be thinking not again????
— tremmell darden (@tremenduz) 15 Μαΐου 2016
Ε λοιπόν, όχι πάλι. Λίγο μετά το τέλος του ψυχοδράματος του Βερολίνου, ο Δημήτρης Ιτούδης έλεγε στο novasports μικρόφωνο πως «μπορεί να ακουστεί αλαζονικό αυτό, αλλά δεν φοβηθήκαμε ποτέ. Είδα τη φωτιά στα μάτια τους, αυτό το κύπελλο δεν το χάναμε».
Όσο ο Γιώργος Μπαρτζώκας θα παραμείνει εσαεί ο πρώτος Έλληνας προπονητής που κατέκτησε την Ευρωλίγκα, άλλο τόσο ο 46χρονος Σαλονικιός είναι από χθες το βράδυ ο πρώτος Έλληνας κόουτς που κατακτά τη διοργάνωση με μη ελληνική ομάδα. Στο τιμόνι ενός στρυφνού οργανισμού, σε μια σκοτεινή περίοδο για το ρωσικό μπάσκετ σε ό,τι αφορά την εύρεση γηγενών παικτών(ρωτήστε και τον Γιώργο Μπαρτζώκα).
Όσοι θυμούνται την ψυχικά ετοιμόρροπη ΤΣΣΚΑ του 2013 στο Λονδίνο δεν μπορεί παρά να παρατήρησαν την ξεκάθαρη διαφορά σε σχέση με την Βερολινέζικη έκδοση του 2016. Ο πυρήνας των Ρώσων παικτών γύρω από τους σουπερ-σταρ που ανέκαθεν ήταν εκεί ήταν αυτός που έκανε όλη τη διαφορά ανάμεσα στον θρίαμβο και την καταστροφή.
Και οχι μόνο γιατί ο Βίκτορ Χριάπα βρήκε την απόλυτη ευκαιρία εξιλέωσης με το put-back που έστειλε το ματς στην παράταση, αλλά γιατί επένδυσε στο κίνητρο και την ποιότητα του αρχηγού ενώ άλλος θα τον είχε απορρίψει σαν λαβωμένο out of date πρόγραμμα και θα είχε ζητήσει έναν γουάου Αμερικανό, τύπου Ντερικ Μπράουν. Γιατί ο Βιτάλι Φρίτζον ήρθε από τον πάγκο στον ημιτελικό για να βγάλει μια απόλυτα μεστή εμφάνιση. Γιατί στα χέρια του ο Βοροντσέβιτς μετατράπηκε από ένα κρυόπλαστο stretch-four τεσσάρι σε ένα μαχητή που ταπώνει τον Βέσελι και βάζει το κορμί του σε όλες ανεξαιρέτως τις μονομαχίες του low post, και το πληρώνει με αποβολή στο 35΄. Γιατί ο Νικίτα Κουρμπάνοφ μαρκάρει από το «3» ως το «5» και δεν γκρινιάζει γιατί η μπάλα δεν περνάει από τα χέρια του και πολύ συχνά στην επίθεση. Και τέλος γιατί ο Δημητράκης ο Νίκολς είναι ο DNP (Did not play – δεν έπαιξε) του τελικού αλλά όχι οι αντιτουριστικοί Πάβελ Κορόμπκοφ και Ντιμίτρι Κουλάγκιν (μαλλί τρελού χίπστερ επιστήμονα – τσεκ), που αποδέχτηκαν και αγκάλιασαν το ρόλο του αναλώσιμου.
Κατά τα άλλα έχω την αίσθηση πως αν δεν το σκηνικό δεν ήταν «νικηφόρος τελικός απέναντι στον δάσκαλο Ομπράντοβιτς», το πιθανότερο θα ήταν ότι ο Ιτούδης θα επαναλάμβανε τις δηλώσεις περί άμυνας κατς που είχε κάνει μετά την ήττα στη Βιτόρια από τη Λαμποράλ, ωστόσο έξυπνος άνθρωπος είναι, τις απέφυγε και διοχέτευσε την ενέργεια του στους έξαλλους πανηγυρισμούς του φινάλε.
Όσοι αγαπούν εξίσου το ελληνικό μπάσκετ και το μπάσκετ δεν μπορεί παρά να άφηναν επιφωνήματα θαυμασμού με την ταχύτητα και την ακρίβεια της κυκλοφορίας της μπάλας μια ομάδας τόσο καλά προπονημένης που στο καλό της διάστημα έμοιαζε αδύνατο να επιβραδυνθεί καν. Σε συνέχεια των Φώτη Κατσικάρη και Γιώργου Μπαρτζώκα, ο Δημήτρης Ιτούδης συνεχίζει τη φρέσκια ματιά της νουβέλ βαγκ των Ελλήνων προπονητών που δεν αγκυλώνουν το παιχνίδι στο δόγμα της άμυνας για την άμυνα και δεν ευνουχίζουν το ταλέντο στο βωμό της παπαγαλίστικου «διαβάσματος της φάσης». Την εποχή που η εθνική ομάδα έχει στις τάξεις της Αντετοκούμπο, Σλούκα, Παπανικολάου, Πρίντεζη, μόνο καλό νέο φαίνεται πως σε βάθος χρόνου θα κάνει αυτή η διαφαινόμενη νέα τάση.
Και πλιζ, το επιχείρημα του πανάκριβου μπάτζετ δεν ευσταθεί εδώ. Ο Μεσίνα ήθελε 5άδα με Χριάπα – Κιριλένκο – Κρστιτς και ευλυγισία αλιγάτορα. Ο Πασκουάλ πέρυσι είχε στο ίδιο ρόστερ Τόμιτς και Πλάις. Ο Ίβκοβιτς δεν έφτασε ούτε στα play-offs με ένα ρόστερ πασπαλισμένο με χρυσόσκονη αλλά με νοοτροπία δημοσίου υπαλλήλου των άγιων ‘80s στην Ελλάδα.
Οι ελληνικές ομάδες μας έλειψαν από το Final-4, αλλά οι Έλληνες όχι. Ιτούδης, Σλούκας, Μπουρούσης, Μπαρτζώκας έβαλαν φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους στο τριήμερο του Βερολίνου. Οι εθισμένοι στην καφρίλα πήραν τη δόση τους από τους Τούρκους που θύμισαν τον θλιβερό εγχώριο επαρχιωτισμό του Τελ-Αβίβ και της Σαραγόσα, και οι υπόλοιποι αποχαιρετούν το Βερολίνο με την εικόνα των υπέροχα παλαβών Βάσκων από τη Βιτόρια, που αγαπούν την ομάδα τους χωρίς να μισούν κανένα από τους οχτρούς και τραγουδούν επί 45 λεπτά μετά από ήττα, μέχρι οι ήρωες τους βγουν από τα αποδυτήρια για το μπιζάρισμα.