Τελικά, το ελληνικό μπάσκετ με ένα μάλλον μυστηριώδη, σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, έχει βρει τη μέθοδο να καλλιεργεί αντισώματα σε πείσμα της κοινής λογικής και είναι παντός καιρού και εποχών! Πάντοτε, υπάρχει ένας (καινούργιος) λόγος να μας απασχολεί και να μας δείχνει άγνωστες πλευρές της ομορφιάς του.
Δεν είχε τελειώσει πολύ ώρα το ντέρμπι του ΟΑΚΑ όταν κτύπησε το κινητό μου. Στην άλλη πλευρά φίλος τριών και βάλε δεκαετιών, πολύ μπασκετικός και πολύ… Παναθηναϊκός. ‘’Είναι η πρώτη φορά που δεν πικράθηκα σε μια ήττα. Ήταν τέτοιο το φινάλε που μου έκοψε την ανάσα. Δύο μεγάλοι παίκτες, δύο μεγάλα σουτ’’. Φυσικά, επειδή ζούμε στην Ελλάδα υπήρχε και η αναγκαία προσθήκη: ‘’Εντάξει, έκανε βήματα ο Σπανούλης αλλά τι να λέμε τώρα, αφού έβαλε αυτό το σουτ’’….
Είναι η άποψη ή περίπου η άποψη ενός υγιώς σκεπτόμενου φιλάθλου που απόλαυσε ένα παιχνίδι που αν δεν γινόταν στη χώρα που περισσεύουν οι κραυγές, οι οιμωγές και οι…ψίθυροι αλλά σε οποιοδήποτε άλλο κράτος θα τροφοδοτούσε με τηλεοπτική εικόνα για πολλές δεκαετίες τα τρέιλερ των σταθμών. Η συγκυρία είναι τόσο σπάνια που πιθανώς μπορούμε να τη θεωρήσουμε και ανεπανάληπτη.
Οι δύο μεγαλύτεροι σύγχρονοι παίκτες του ελληνικού μπάσκετ παίρνουν τη μπάλα στα χέρια τους και αποφασίζουν για την τύχη ενός μεγάλου αγώνα και ενδεχόμενα ενός ολόκληρου πρωταθλήματος. Θα το γράψω όπως το είπα στην εκπομπή της Nova μετά τον αγώνα: Η συγκυρία το έφερε ώστε ο Διαμαντίδης να σουτάρει πρώτος και ο Σπανούλης τελευταίος. Μπορούσε να είναι και αντίστροφα. Για όσους βλέπουμε το πράγμα χωρίς χρωματιστά γυαλιά το ίδιο θα έκανε. Μόνο ο…λογαριασμός και ο τελικός νικητής θα άλλαζαν.
Ο Θεός του μπάσκετ είχε κέφια χθες το βράδυ. Ενδεχόμενα να είχε περάσει και μια βόλτα από το ΟΑΚΑ και μας πρόσφερε αυτή την ασύλληπτη εμπειρία. Κλείστε τα μάτια σας και σκεφθείτε την ίδια σκηνή στο ΝΒΑ. Τελικοί πλέι οφ…Σουτάρει ο Μάτζικ και το βάζει, σουτάρει ο Τζόρνταν και το βάζει. Η ακόμη και στη σύγχρονη εποχή τις δύο φάσεις με πρωταγωνιστές τον Λεμπρόν και τον Κάρι. Η απόλυτη μπασκετική ονείρωξη…
Στην Ελλάδα βέβαια μια μερίδα κόσμου τους απασχολεί ακόμη αν έσπρωξε τον Χάντερ ο Διαμαντίδης και αν ο Σπανούλης έκανε βήματα. Για αυτούς ατυχώς ο Θεός του μπάσκετ δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Τους αφήνει στην τύχη τους να βλέπουν τα πράγματα ως φάρσα ή ως κωμωδία. Για όλους τους υπόλοιπους απλά το βράδυ της Κυριακής στο ΟΑΚΑ φανερώθηκε η ομορφιά του μπάσκετ σε όλο της το μεγαλείο.
Πίσω, στο 1998, είχα την τύχη να συναντηθώ για δεύτερη και τελευταία φορά στη ζωή μου με τον Μάικλ Τζόρνταν στο…γκαράζ του United Center. Λίγη ώρα, νωρίτερα είχε τελειώσει ο 5ος τελικός των πλέι οφ, ένα σημαδιακό παιχνίδι. Όλοι ήξεραν ότι για τους Μπουλς εκείνοι οι τελικοί ήταν ο ‘’τελευταίος χορός’’ για τη μεγάλη τριάδα των Τζόρνταν-Πίπεν-Ρόντμαν και για τον Φιλ Τζάκσον. Είχαν αποφασίσει να φύγουν και ήθελαν….κολασμένα τον τίτλο του πρωταθλήματος. Το συγκεκριμένο παιχνίδι ήταν το τελευταίο του Τζόρνταν στο…σπίτι του αφού οι Μπουλς ήταν μπροστά με 3-1 νίκες και αν κέρδιζαν έπαιρναν τον τίτλο, διαφορετικά η σειρά μεταφερόταν στη χώρα των Μορμόνων. Ο Τζόρνταν –γεννημένος νικητής- είχε το τέλειο σενάριο. Τελευταίο εντός έδρας ματς, τελευταίο σουτ για τη νίκη. Το πήρε και δεν το έβαλε, οι Μπουλς έχασαν με 81-83 και άρχισαν να φτιάχνουν βαλίτσες για να πάνε στο Σολτ Λέικ Σίτι. 20.000 κόσμος όρθιος στις εξέδρες δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει ή να αποθεώσει τον μεγαλύτερο μπασκετμπολίστα όλων των εποχών. Έκαναν και τα δύο. Βουρκωμένοι αποθέωσαν τον δικό τους…Θεό.
Λίγη ώρα αργότερα, στα….υπόγεια του γηπέδου τον ρώτησα αν του χάλασε η βραδιά το τελευταίο άστοχο σουτ, αν είχε πάει στράφι το τέλειο πάρτι και ένα ονειρεμένο φινάλε. Κούνησε τους ώμους του και είπε κάτι που αποδείχθηκε προφητικό: ‘’Ακόμη δεν τελείωσαν οι τελικοί, ο Θεός μόνο ξέρει τι μας περιμένει’’.
Ο Θεός του μπάσκετ προφανώς που δύο μέρες αργότερα, την Κυριακή 14 Ιουνίου, είχε πάει στη Γιούτα! Ο Τζόρνταν σκόραρε 45 πόντους αλλά κυρίως η μπάλα βρέθηκε πάλι στα χέρια του για την τελευταία επίθεση των Μπουλς. Έστειλε στη μια πλευρά τον άτυχο Ράσελ, σούταρε και αυτή τη φορά η μπάλα βρήκε στόχο. Αμέσως μετά, ένας από τους πιο αδικημένους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών, ένας βασιλιάς χωρίς στέμμα, ο Τζον Στόκτον δοκίμασε να κάνει το ίδιο αλλά αστόχησε. End of story…
Ας γυρίσουμε το ρολόι του χρόνου τέσσερα χρόνια πιο πίσω. Καλοκαίρι του 1994. Στο Τορόντο στη διάρκεια του παγκοσμίου πρωταθλήματος δύο μέρες πριν από τους ημιτελικούς είχε ξεσπάσει μια μεγάλη κρίση στους κόλπους της Αμερικάνικης ομάδας. Ο Αλόνζο Μούρνινγκ και ο Σακιλ Ο’ Νιλ σε κάτι νυχτοπερπατήματά τους είχαν μπλέξει σε ένα καβγά και είχαν….ισοπεδώσει ένα μπαρ της καναδέζικης πόλης. Όταν ρωτήθηκε σχετικά ο Στερν δεν χρησιμοποίησε κάποια από τα γνωστά παραγοντικά κλισέ αλλά μια φράση που έμεινε στην ιστορία: ‘’Κανείς δεν είναι μεγαλύτερος από το ίδιο το παιχνίδι’’. Όσο περίεργο και αν ακούγεται αυτό ειπώθηκε από το στόμα ενός σκληρού τεχνοκράτη και ενός από τους καλύτερους μάνατζερ στην ιστορία αθλητισμού. Δεν χρειάζεται να υπερθεματίσουμε για το δίκιο των λόγων του. Ας κρατήσουμε μόνο τα λόγια του: ‘’Κανείς δεν είναι μεγαλύτερος από το ίδιο το παιχνίδι’’.
Για δύο μαγικές στιγμές, για οκτώ-εννιά δευτερόλεπτα από τη ζωή μας ξεγελαστήκαμε. Στο ΟΑΚΑ δύο παίκτες που σημάδεψαν μια ολόκληρη εποχή ενός αθλήματος μας ξεγέλασαν και έμοιαζαν μεγαλύτεροι από το ίδιο το παιχνίδι. Αλλά τους άξιζε και άξιζε σε όσους βλέπουν το μπάσκετ όπως ακριβώς είναι: Ένα ωραίο παιχνίδι με πολλαπλές συγκινήσεις. Για όλους τους υπόλοιπους δεν θα γράψουμε ‘’έχει ο Θεός’’. Ας μείνουν στο δικό τους κόσμο να πιστεύουν ότι είναι μεγαλύτεροι του παιχνιδιού και ας αφήσουν όλους εμάς τους υπόλοιπους να χαιρόμαστε που το μπάσκετ μπορεί να μας προσφέρει μέσα σε οκτώ-εννιά ασήμαντα δευτερόλεπτα τόσες συγκινήσεις.