Η εθνική ομάδα μπάσκετ με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο σε ρόλο πρωταγωνιστή βγάζει μια εικόνα που δεν έχουμε συνηθίσει. Τρέχει το γήπεδο σε κάθε ευκαιρία, είναι πιο γρήγορη και πιο ψηλή από κάθε άλλη ευρωπαϊκό συγκρότημα που έχει πετύχει πράγματα τα τελευταία χρόνια και έχει θέματα εκεί που παλιότερα οι Ελληνες ήταν …μάστορες: Στο μισό γήπεδο, στο πέντε εναντίον πέντε, στον αργό ρυθμό, στο «σημάδι»
Το μπάσκετ, όμως, αλλάζει όχι μόνο γιατί τα χρόνια περνάνε και οι παίκτες που είναι διαθέσιμοι έχουν διαφορετικά αγωνιστικά χαρακτηριστικά. Ο Παπαλουκάς, ο Διαμαντίδης, ο Σπανούλης, ο Παπαδόπουλος, ο Σχορτσιανίτης, ο Τσαρτσαρής, ο Ντικούδης, ο Φώτσης και όλοι οι υπόλοιποι παίκτες που υπό την καθοδήγηση του Γιαννάκη (βασικά) έφεραν μεγάλα αποτελέσματα κυριάρχησαν σε μια εποχή που κυριαρχούσε στην Ευρώπη το «έξυπνο» μπάσκετ, το σφυροκόπημα της αδυναμίας του αντιπάλου.
Τώρα όλα αυτά τα παιδιά έχουν αφήσει την θέση τους για την επόμενη γενιά. Ο Μπουρούσης, ο Καλάθης, ο Πρίντεζης (που ελπίζουμε ότι δεν έχει πει την τελευταία του λέξη) που συνδέουν το χθες με το σήμερα κάνουν κάτι πολύ – πολύ σημαντικό: Μαθαίνουν στους νεότερους πόσο ξεχωριστό είναι το να παίζεις για την Ελλάδα, να εκπροσωπείς την πατρίδα σου. Και επειδή έχουν το ταλέντο και την ποιότητα μπορούν να στέκονται πάνω στο παρκέ δίπλα σε παιδιά που παίζουν ένα τελείως διαφορετικό παιχνίδι από αυτό που παιζόταν παλιότερα, με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό με την επίθεση να παίρνει σχεδόν πάντα το πρώτο διαθέσιμο σουτ και να μην ψάχνει την «τέλεια» προσπάθεια.
Μόνο που τελικά όλη αυτή η φιλολογία για την μπασκετική ταυτότητα της ομάδας και το ΝΒΑ μπάσκετ που θα παίζουμε από εδώ και εμπρός, δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία. Πολύ σπουδαιότερο για την εθνική μας με τα νέα πρόσωπα στην σύνθεση της είναι να συνεχίσει να είναι ορισμός της ομάδας, παράδειγμα προς μίμηση όχι μόνο για τα αντιπροσωπευτικά μας συγκροτήματα στις μικρότερες ηλικίες, αλλά συνολικά για το άθλημα στην χώρα.
Η εθνική πρέπει να (συνεχίσει να) έχει παίκτες που πάνω από όλα και περισσότερο από οτιδήποτε άλλο θα παίζουν για το εμείς και όχι για το εγώ. Που θα είναι ευτυχισμένοι επειδή κλήθηκαν στους 16 και δεν θα γκρινιάζουν δημόσια αν κοπούν από την δωδεκάδα, που θα είναι ενθουσιασμένοι αν θα είναι στην δωδεκάδα ανεξάρτητα αν θα παίζουν καθόλου ή, λίγο. Η εθνική πρέπει να έχει παιδιά που θα καταλαβαίνουν ότι φοράνε τα γαλανόλευκα γιατί είναι ιερό καθήκον και όχι γιατί αυτή η συμμετοχή στολίζει το βιογραφικό τους.
Ο Φώτης Κατσικάρης και οι συνεργάτες του είναι εξαιρετικοί στην δουλειά τους και θα κάνουν ότι χρειάζεται: Μπορούμε να παίζουμε έξυπνα σαν τους Σαν Αντόνιο Σπερς, γρήγορα σαν τους Οκλαχόμα Θάντερς, να σουτάρουμε σαν τους Ουόριορς (που λέει ο λόγος) ή, δυνατά σαν το Κλίβελαντ, αλλά δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην παίζουμε προσωπική άμυνα, να μην πηδάμε στο αμυντικό και στο επιθετικό ριμπάουντ, να μην κάνουμε βουτιά στο παρκέ για κάθε διεκδικούμενη μπάλα.
Κι επειδή κάθε καλοκαίρι η εθνική έχει σαν στόχο τη νίκη σε κάθε ματς, αυτή την χρονιά θέλουμε να τα καταφέρουμε στο προολυμπιακό και μετά να κάνουμε κάτι καλό στους ολυμπιακούς αγώνες. Μόνο πιο σημαντικό από τις νίκες είναι να μπει στον σωστό δρόμο η νέα εθνική ομάδα και να μπουν οι βάσεις για να έχουμε μια υγιή και ανταγωνιστική ομάδα τα χρόνια που θα έρθουν. Αν, λοιπόν, στην προσπάθεια να χτιστεί κάτι καινούριο και δυνατό πάνω σε γερά θεμέλια, χρειαστεί να θυσιαστεί ένα εφήμερο αποτέλεσμα, ας γίνει έτσι. Εκείνοι που πρέπει (οι περισσότεροι, ανεξάρτητα αν δεν μιλάνε πολύ) θα καταλάβουν και θα χειροκροτήσουν το βήμα προς το μέλλον…
Αντί επιλόγου: Ο Γιώργος Παπαγιάννης έγραψε ήδη ιστορία με την επιλογή του στο νούμερο 13 του ντραφτ. Οσοι γνωρίζουν από κοντά τον νεαρό σέντερ και έχουν άποψη για το τι τον κάνει ξεχωριστό, ξέρουν πόσο λάθος είναι η εύκολη απάντηση που μιλάει για το ύψος του, το άνοιγμα των χεριών του, την έφεση του στο μπλοκ. Ο Παπαγιάννης δεν γεννήθηκε 2μ.19, δεν έφτασε στο ΝΒΑ από το πουθενά, δεν έγινε ξαφνικά 19 χρονών και δεν έμαθε μπάσκετ τις τελευταίες τρεις ημέρες που ασχολείται μαζί του όλος ο κόσμος. Η πορεία του Γιώργου από τα Μέγαρα ως το Σακραμέντο ξεκινάει από τα χιλιόμετρα που έχει διανύσει ο πατέρας του Γιώργου για να κουβαλάει τον γιο του στην Αθήνα, για προπονήσεις και αγώνες. Εχει να κάνει με τη νοοτροπία του και την συμπεριφορά του στα δύσκολα! Με την πίστη του στις ικανότητες του, με την διάθεση του να πιάσει κάθε ευκαιρία από τα μαλλιά.
Με το ότι δεν φοβάται τίποτα και κανέναν! Με το ότι σέβεται τους πάντες! Και έτσι θα συνεχίσει, διότι και ο ίδιος ξέρει ότι βρίσκεται μόνο στην αρχή…