Στο πρώτο μέρος των ιστορικών αφιερωμάτων για τη νέα σεζόν γράψαμε για τη γέννηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και τα πρώτα του βήματα πίσω στο 1957.

Στο πρώτο μέρος των ιστορικών αφιερωμάτων για τη νέα σεζόν γράψαμε για τη γέννηση του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και τα πρώτα του βήματα πίσω στο 1957. Μετά από μια διαδρομή σχεδόν έξι δεκαετιών η διοργάνωση ετοιμάζεται να μπει σε μια νέα εποχή με ένα καινούργιο σύστημα που θα δοκιμαστεί για πρώτη φορά όχι μόνο στα δεδομένα της Ευρωλίγκας αλλά και της ιστορίας της. Ένα κανονικό πρωτάθλημα 16 ομάδων με δύο γύρους και συνολικά 30 αγώνες για κάθε ομάδα. Αρκετοί έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν μιλώντας για μια κατ΄ουσία κλειστή λίγκα που απαγορεύει σε πολλές άλλες αξιόλογες ομάδες να διαβούν τις πόρτες της. Η αλήθεια όμως είναι ότι το συγκεκριμένο μοντέλο ήταν για πολλά χρόνια το ζητούμενο και το επεδίωξαν κατά διαστήματα οι κορυφαίες ομάδες της ηπείρου.

Για πολλές δεκαετίες η ΦΙΜΠΑ αναζητούσε ένα ικανοποιητικό μοντέλο αλλά ήταν υποχρεωμένη κάθε φορά να προσκρούει στις δικές της ‘’αγκυλώσεις’’ αφού δεν έπαψε ποτέ να είναι η παγκόσμια ομοσπονδία και ο βασικός ‘’άρχοντας’’ του μπάσκετ. Αυτό αν συνδυαστεί με την κατά περιόδου ψηφοθηρική πολιτική της ή την ανάγκη διάδοσης του μπάσκετ με μια ‘’αγροτική’’ πολιτική της απαγόρευσε να βρει ένα ικανοποιητικό μοντέλο διεξαγωγής.

Γυρίζοντας πίσω το ρολόι του χρόνου θα δούμε ότι προσπάθειες έγιναν αλλά ποτέ καμία δεν είχε την απαιτούμενη διάρκεια για να καθιερωθεί. Για παράδειγμα, λιγότερο από μια δεκαετία μετά την καθιέρωση του θεσμού στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η ΦΙΜΠΑ αποφάσισε να εισαγάγει τη διεξαγωγή των φάιναλ φορ. Στην ουσία, προσπάθησε να προσεγγίσει περισσότερο το μοντέλο του κολεγιακού πρωταθλήματος των ΗΠΑ. Στην πρώιμη εποχή του θεσμού έγιναν δύο φάιναλ φορ το 1966 και το 1967. Το πρώτο φάιναλ φορ της ιστορίας έγινε σε δύο ιταλικές πόλεις (Μπολόνια και Μιλάνο) με νικήτρια την Σίμενταλ(νυν Αρμάνι) Μιλάνο που είχε ως μεγάλο πρωταγωνιστή εκείνης της ομάδας τον Αμερικάνο Μπιλ Μπράντλεϊ, ένα απόφοιτο του Πρίνστον ο οποίος βρέθηκε από σπόντα στην Ευρώπη. Είχε επιλεγεί στο ντραφτ του ΝΒΑ από τους Νικς αλλά αποφάσισε να ‘’παγώσει’΄ για ένα χρόνο την παρουσία του στο επαγγελματικό πρωτάθλημα και να έρθει στην Ευρώπη για να πάρει το ντοκτορά του. Το 1965 το Sporting News είχε ανακηρύξει τον Μπράντλεϊ καλύτερο αθλητή των ΗΠΑ και φυσικά η παρουσία του στο Μιλάνο αποδείχθηκε καταλυτική. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ έπαιξε για μια δεκαετία στους Νικς, έγινε γερουσιαστής των Δημοκρατικών και διεκδίκησε χωρίς επιτυχία το χρίσμα του κόμματος για τις προεδρικές εκλογές. Στο φάιναλ φορ του 1966 έπαιξε και η μεγάλη ΑΕΚ εκείνης της εποχής στο πρώτο της μεγάλο Ευρωπαϊκό βήμα. Η ΑΕΚ των Αμερικάνου, Μόσχου, Τρόντζου, Λαρεντζάκη χωρίς Αμερικάνο παίκτη στις τάξεις της τερμάτισε 4η στο πρώτο φάιναλ φορ της ιστορίας αλλά έβαλε τις βάσεις για να γίνει δύο χρόνια αργότερα η πρώτη ελληνική ομάδα που κατέκτησε Ευρωπαϊκό τίτλο στον ιστορικό τελικό του Κυπελλούχων με τη Σλάβια Πράγας.

Το 1967 το φάιναλ φορ έγινε στη Μαδρίτη και όπως ένα χρόνο νωρίτερα το κέρδισε πάλι η οικοδέσποινα ομάδα, αυτή τη φορά η Ρεάλ. Το γεγονός ότι και στα δύο φάιναλ φορ επικράτησαν οι γηπεδούχοι οδήγησαν τη ΦΙΜΠΑ να επιστρέψει στην παλιά φόρμουλα με τη διεξαγωγή ενός μονού τελικού σε ουδέτερη έδρα, καθεστώς που θα μείνει σε ισχύ για σχεδόν δύο δεκαετίες πριν επιστρέψουμε στα φάιναλ φορ. Στο διάστημα αυτών των δύο δεκαετιών το σύστημα έμεινε πάνω κάτω το ίδιο με ελάχιστες παραλλαγές. Δύο προκριματικοί γύροι και στην πορεία είτε δύο όμιλοι των 4 ομάδων, είτε ένας όμιλος των έξι (από το 1979, όταν πλέον οι προκριματικοί γύροι γίνονταν σε ομίλους των 4 ομάδων και όχι με διπλά νοκ άουτ παιχνίδια). Στο νέο αυτό σύστημα που έμεινε σε ισχύ για περίπου μια δεκαετία είχαμε δύο ελληνικές ομάδες που κατάφεραν να φτάσουν στην ελίτ και τον προημιτελικό όμιλο των έξι ομάδων. Τον Ολυμπιακό του 1979 και τον Παναθηναϊκό του 1981, με τους πράσινους να έχουν φτάσει το 1971 και στους 4 της διοργάνωσης πριν αποκλειστούν σε νοκ άουτ παιχνίδια από την δυναστεία της εποχής την Ιταλική Ίνις Βαρέζε.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 οι Ιταλικές ομάδες με πρωτεργάτρια την Ολίμπια Μιλάνο (πλέον λεγόταν Τρέισερ) πίεζαν αφόρητα την παγκόσμια ομοσπονδία για την καθιέρωση μιας κλειστής λίγκας. Μάλιστα, οι Ιταλοί το 1988 είχαν παρουσιάσει και ένα πλήρες σχέδιο προς αυτή την κατεύθυνση. Η ΦΙΜΠΑ θέλοντας να κοπάσει τις φωνές διαμαρτυρίας αποφάσισε να διευρύνει τον προημιτελικό γύρο δίνοντας το δικαίωμα σε οκτώ ομάδες να παίζουν στον ένα όμιλο και επανέφερε τα φάιναλ φορ. Αυτή η αλλαγή του συστήματος αποδείχθηκε καταλύτης για να αναδειχθεί η μεγάλη ομάδα του Αρη με τον Γιάννη Ιωαννίδη στον πάγκο και τους Γκάλη-Γιαννάκη στο παρκέ που μέχρι εκείνη τη σεζόν είχε αποτύχει τρεις φορές να βρει χώρο στην Ευρωπαϊκή ελίτ και είχε αποκλειστεί ισάριθμες φορές στους προκριματικούς γύρους. Ο Άρης θα παίξει σε τρία συνεχόμενα φάιναλ φορ χωρίς όμως ποτέ να κατακτήσει το τρόπαιο (1 νίκη-5 ήττες ο απολογισμός) με καλύτερη θέση την 3η που πήρε στο Μόναχο το 1989.

Για μια ακόμη φορά μια αλλαγή συστήματος συμπίπτει με σημαντικές αλλαγές στη χώρα μας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 συντελείται η μπασκετική αναγέννηση του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού που για χρόνια δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν την κυριαρχία του Άρη εντός των συνόρων. Το 1992 οι όμιλοι των προημιτελικών γίνονται δύο και οι ομάδες που παίζουν σε αυτή τη φάση φτάνουν τις 16. Μπαίνουμε πλέον σε μια νέα εποχή που αρχίζει να φέρνει τίτλους στην Ελλάδα. Ο πρώτος με τον Παναθηναϊκό των Ντομινίκ Ουίλκινς και Στόγιαν Βράνκοβιτς στο Παρίσι το 1996 ακριβώς λίγο πριν αλλάξει για τελευταία φορά το σύστημα. Το Κύπελλο Πρωταθλητριών μετονομάζεται σε Ευρωλίγκα το 1997 αλλά αυτή δεν είναι η μοναδική αλλαγή. Καταργούνται οι προκριματικοί γύροι που δεν θα ξαναεμφανιστούν ποτέ πια με εξαίρεση κάποιες σεζόν στην μεταγενέστερη βερσιόν της Ευρωλίγκας. Από την αρχή της διοργάνωσης παίρνουν μέρος 24 ομάδες χωρισμένες σε τέσσερα γκρουπ των έξι δημιουργώντας στην ουσία μια ημι-κλειστή λίγκα αφού κριτήριο συμμετοχής δεν ήταν μόνο η πορεία στα εθνικά πρωταθλήματα αλλά και η βαθμολογία των ομάδων στη ΦΙΜΠΑ, που καθόριζε τον αριθμό συμμετοχών για κάθε χώρα.

Το 2000 δημιουργείται η Ευρωλίγκα που αποτελεί ουσιαστικά τον διακαή πόθο των κορυφαίων κλαμπ της Ευρώπης που θεωρούν ότι με την αναχρονιστική λογική της παγκόσμιας ομοσπονδίας δεν μπορούν να προχωρήσουν στο επόμενο επίπεδο και να ανταγωνιστούν έστω και λίγο την εκτόξευση του ποδοσφαίρου που ήδη έχει μπει στην εποχή του Champions League. Το σχίσμα θα κρατήσει ένα χρόνο στη διάρκεια του οποίου θα σημειωθεί το παράδοξο της ανάδειξης δύο πρωταθλητών. Στην Σουπρολίγκα, διοργάνωση της ΦΙΜΠΑ, τον τίτλο παίρνει η Μακάμπι και στη νεοσύστατη Ευρωλίγκα η Κίντερ Μπολόνια. Η Σουπρολίγκα παύει να υπάρχει μετά από ένα βραχύβιο βίο 12 μηνών και η Ευρωλίγκα μπαίνει στη σκηνή για να μείνει και να οδηγήσει το Ευρωπαϊκό μπάσκετ στο επόμενο επίπεδο. Οι αλλαγές στο σύστημα διεξαγωγής είναι συχνές και πολλές. Η πρώτη διοργάνωση είναι και η τελευταία που οι τελικοί γίνονται με σύστημα πλέι οφ (best of 5) και οι μοναδικοί της ιστορίας που γίνονται με αυτό τον τρόπο. Πολύ σωστά ο Τζόρντι Μπερτομέου θα αναγνωρίσει ως λάθος εκείνη την πρώτη βερσιόν τονίζοντας κατ΄επανάληψη ότι ‘’οι τελικοί απασχόλησαν μόνο δύο χώρες, την Ιταλία και την Ισπανία’’. Καθιερώνονται τα φάιναλ φορ ενώ στην πορεία η Ευρωλίγκα αναζητώντας μεγαλύτερα έσοδα, περισσότερους ποιοτικούς αγώνες και αυξημένο ενδιαφέρον από τον κόσμο, τους χορηγούς αλλά και τους τηλεοπτικούς σταθμούς καθιερώνει το πολύ πετυχημένο μοντέλο του ΤΟΠ-16 ενός ενδιάμεσου γύρου πριν από τα πλέι οφ και το φάιναλ φορ. Φέτος, πάντα στο πλαίσιο των ίδιων αναζητήσεων θα γίνουμε μάρτυρες μιας ακόμη αλλαγής συστήματος την οποία κανείς αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να αξιολογήσει και να προβλέψει με ακρίβεια την εξέλιξη της. Το σίγουρο είναι ότι για πρώτη φορά η Ευρωλίγκα καθιερώνει μια διοργάνωση με απόλυτα ίσες συνθήκες ανταγωνισμού (όλοι εναντίον όλων) με πολλούς αγώνες υψηλής ποιότητας και τεράστιου ενδιαφέροντος και απομένει να μάθουμε κάτι ακόμη. Το μικρό μάθημα ιστορίας με την αναδρομή που επιχειρήσαμε δείχνει ότι κάθε αλλαγή συστήματος φέρνει στο προσκήνιο νέες δυνάμεις και δημιουργεί ανακατατάξεις στα δεδομένα του Ευρωπαϊκού μπάσκετ.